Μία από τις διασημότερες συγγραφείς όλων των εποχών, που με τα έξι της μεγάλα μυθιστορήματα άσκησε κριτική στην Αγγλική κοινωνία του 18ου αιώνα και την εξάρτηση των γυναικών της εποχής από έναν καλό γάμο, προκειμένου να αποκτήσουν -ή να διατηρήσουν- μια καλή θέση στην κοινωνία και μία αξιοπρεπή ζωή. Περηφάνια και Προκατάληψη, Πειθώ, Λογική και Ευαισθησία, Έμμα, Το Αββαείο του Νορθάνγκερ και Μάνσφηλντ Παρκ, τα έξι μεγάλα μυθιστορήματά της, χαρακτηρίζονται κάποιες φορές από αδιόρατη, και άλλες από εμφανή ειρωνεία, αίσθηση του χιούμορ και αρκετά αυτοβιογραφικά στοιχεία, αφού και η ίδια η Austen πιεζόταν από την οικογένειά της να παντρευτεί, κάτι που αρνούνταν πεισματικά, και που τελικά δε συνέβη και ποτέ. Παρόλο που πέθανε ανύπαντρη, μέσα από τα βιβλία της χάρισε στο γυναικείο κοινό, που τα διαβάζει φανατικά εδώ και αιώνες, το διασημότερο πρότυπο άνδρα: τον Mr Darcy, αλλά και ένα πολύ δυνατό πρότυπο γυναίκας, την Elizabeth Bennet.
Πόσα γνωρίζουμε, όμως, για την ίδια τη συγγραφέα και τη σύντομη ζωή της;
Η Οικογένεια Austen
Η Jane Austen γεννήθηκε στις 16 Δεκεμβρίου 1775 στο Steventon του Hampshire, στην Αγγγλική εξοχή. Οι γονείς της περίμεναν να γεννηθεί ένα μήνα νωρίτερα, κάτι που έγραψε και ο πατέρας της σε επιστολή του προς κάποιον συγγενή, ενώ ο βαρύς χειμώνας του 1776 ήταν η αιτία που βαφτίστηκε τον επόμενο Απρίλιο, με μοναδικό όνομα το Jane.
Για το μεγαλύτερο κομμάτι της ζωής της Austen, ο πατέρας της, George, ήταν ιερέας της Αγγλικανικής εκκλησίας στην ενορία του Steventon. Αν και εκείνος καταγόταν από μία παλιά, αξιοσέβαστη και πλούσια οικογένεια εμπόρων μαλλιού, οι συνεχείς κληρονομιές της επιχείρησης από τους πρωτότοκους γιους, εξανέμισε τον πλούτο και άφησε την οικογένεια του George να αγωνίζεται για να τα βγάλει πέρα. Ο ίδιος και οι δύο αδερφές του έμειναν ορφανοί από πολύ μικρή ηλικία, με αποτέλεσμα να μεγαλώσουν με τη στήριξη συγγενών. Στη συνέχεια, και ενώ η αδερφή του μετακόμισε στην Ινδία, ο George έγινε δεκτός στο St. John’s College, στην Οξφόρδη. Πιθανόν εκεί γνώρισε και την Cassandra Leigh.
Η Cassandra προερχόταν από μεγάλη οικογένεια της εποχής, με τον πατέρα της να εργάζεται στο All Souls College, στην Οξφόρδη, όπου μεγάλωσε και εκείνη. Ο αρραβώνας τους έγινε περίπου το 1763 και ο George ανέλαβε ιερέας στο Steventon. Cassandra και George παντρεύτηκαν δύο μήνες μετά το θάνατο του πατέρα της πρώτης, στις 26 Απριλίου 1764, στην εκκλησία του St. Swithin στο Bath.
Εγκαταστάθηκαν στο Hampshire και η Cassandra σύντομα έφερε στον κόσμο τα τρία πρώτα τους παιδιά: τον James (1765), τον George (1766) και τον Edward (1767). Το 1771 γεννιέται ακόμα ένα αγόρι, ο Henry, τη στιγμή που η μητέρα του είχε πλέον πάρει απόφαση ότι ο δευτερότοκος George είχε αναπτυξιακά προβλήματα, καθώς πάθαινε κρίσεις, είχε προβλήματα ακοής, αλλά και νοητική υστέρηση. Έτσι, επέλεξε να τον στείλει αλλού για να τον φροντίσουν. Δύο χρόνια αργότερα, το 1773, γεννήθηκε η πρώτη κόρη του ζευγαριού, που πήρε το όνομα Cassandra, και την οποία ακολούθησαν ο Francis το 1774, και η Jane το 1775.
Τα Νεανικά Χρόνια
Η ζωή στο σπίτι των Austen κυλούσε ήρεμα, με την ελευθερία της γνώμης να χαρακτηρίζει την οικογένεια, ακόμα και όταν αυτή αφορούσε άτομα με διαφορετικές απόψεις, αφού έτσι πίστευαν ότι ενθαρρύνεται ο διάλογος. Και ενώ η συζήτηση βρισκόταν σε αφθονία, δε συνέβαινε το ίδιο και με τα χρήματα, με αποτέλεσμα πολλές φορές να έπρεπε να βασιστούν στην οικονομική βοήθεια των συγγενών τους, τους οποίους υποδέχονταν συχνά στο σπίτι. Ξεχωριστή θέση ανάμεσά τους είχαν οι αδερφές του George, που ζούσαν στο Λονδίνο, και μαζί με τις κόρες τους διεύρυναν τους ορίζοντες της Jane, και επηρέασαν το γράψιμό της.
Οι σχέσεις της Jane Austen με τα αδέρφια της ήταν πάντοτε ιδιαίτερα καλές, με δυνατούς δεσμούς να τη συνδέουν κυρίως με την Cassandra και τον Henry. Τα δύο κορίτσια, μάλιστα, αναχώρησαν το 1783 για την Οξφόρδη, όπου μορφώθηκαν από την Mrs. Ann Cawley, η οποία τις πήρε μαζί της και στο Southampton, όταν μετακόμισε αργότερα την ίδια χρονιά. Το φθινόπωρο, όμως, ο τύφος ανάγκασε και τις δύο αδερφές να επιστρέψουν στο σπίτι, ώστε να λάβουν την απαραίτητη φροντίδα. Η ασθένεια λίγο έλειψε να στοιχίσει τη ζωή στη Jane. Η εκπαίδευσή της συνεχίστηκε στο σπίτι, έως τις αρχές του 1785, όταν και άρχισε να φοιτά στο Abbey School House στο Reading, και πάλι μαζί με την Cassandra. Πριν επιστρέψουν στο σπίτι, εξαιτίας του υψηλού κόστους των διδάκτρων, οι αδερφές Austen είχαν λάβει μια σφαιρική παιδεία, που εκτεινόταν από Γαλλικά και ορθογραφία έως χορό, ραπτική, κέντημα, μουσική και θέατρο. Μετά την επιστροφή τους το 1786, η Jane δεν πέρασε άλλο διάστημα μακριά από το άμεσο οικογενειακό της περιβάλλον κατά τη διάρκεια της υπόλοιπης ζωής της.
Ο πατέρας και τα μεγαλύτερα αδέρφια της, James και Henry, βοήθησαν στη συνέχιση της μόρφωσής της, καθοδηγώντας τις αναγνωστικές της επιλογές, και δανείζοντάς της τα βιβλία από το δικό τους σχολείο και από τα αγόρια, στα οποία έκανε μάθημα ο πατέρας της. Σημαντικό ρόλο στην προσπάθειά τους αυτή έπαιξε, φυσικά, και η απεριόριστη πρόσβαση που είχε η Austen, τόσο στη βιβλιοθήκη του σπιτιού της, όσο και σε αυτή ενός γείτονα, του Warren Hastings, αλλά και η υποστήριξη που είχε από τον πατέρα της στα συγγραφικά της πειράματα, για τα οποία δεν παρέλειπε να την εφοδιάζει με άριστης ποιότητας χαρτί και άλλα υλικά που χρειαζόταν. Από την καθημερινότητα των Austen δεν έλειπαν και οι αυτοσχέδιες θεατρικές παραστάσεις, που λάμβαναν χώρα στον αχυρώνα του κτήματος, με τις περισσότερες να είναι κωμωδίες, κάτι που εξηγεί τη σατιρική διάθεση και της ίδιας ως συγγραφέα. Σε ηλικία 12 ετών, η Jane Austen δοκίμασε για πρώτη φορά να γράψει θεατρικό κείμενο, με ακόμα τρία θεατρικά μικρής διάρκειας να ακολουθούν κατά την εφηβεία της.
Juvenilia
Ξεκινώντας από την ηλικία των 11 ετών -ίσως ακόμα και νωρίτερα- η Jane Austen έγραφε ποίηση και μικρές ιστορίες που προορίζονταν για οικογενειακή διασκέδαση. Σε αυτές τις ιστορίες, οι λεπτομέρειες της καθημερινότητας ήταν δοσμένες με υπερβολή και παρωδία και γεμάτες αναρχική φαντασία για γυναικεία υπεροχή και συμπεριφορές έξω από τις συνηθισμένες για την εποχή. Οι 90.000 αυτές λέξεις, που γράφτηκαν ανάμεσα στο 1787 και το 1793, μοιράστηκαν σε τρεις τόμους, τους οποίους η ίδια η Austen τιτλοφόρησε Volume the First, Volume the Second και Volume the Third και είναι γνωστοί ως Juvenilia. Σε αυτά περιλαμβάνεται και ένα σατιρικό μυθιστόρημα, γραμμένο με τη μορφή επιστολών και με τίτλο Love and Friendship, το οποίο έγραψε σε ηλικία 14 ετών και ήταν μια παρωδία των γλυκανάλατων μυθιστορημάτων της εποχής. Λίγο μετά την ολοκλήρωσή του, η Austen πήρε την απόφαση να γράψει έναντι αμοιβής, κάνοντας τη συγγραφή κειμένων βασική της επιδίωξη.
Τον Αύγουστο του 1792 ξεκίνησε να γράφει το μυθιστόρημα Catharine or the Bower, το οποίο, όμως, εγκατέλειψε, με την ιστορία να συνεχίζεται σε επόμενο έργο της, το Lady Susan. Ένα χρόνο αργότερα, ξεκίνησε και -για ακόμα μία φορά- εγκατέλειψε ένα μικρό θεατρικό, που αργότερα έλαβε τον τίτλο Sir Charles Grandison or the Happy Man, μία κωμωδία σε 6 πράξεις, και στο οποίο επέστρεψε, και ολοκλήρωσε το 1800 περίπου. Ανάμεσα στο 1793 και το 1795 η Austen γράφει το Lady Susan και πάλι με τη μορφή επιστολών, ένα από τα πιο φιλόδοξα και καλογραμμένα κείμενα των νεανικών της χρόνων, στο οποίο η πρωταγωνίστρια χρησιμοποιεί την εξυπνάδα και τη γοητεία της για να χειραγωγήσει, να προδώσει και να κακομεταχειριστεί τους εραστές, τους φίλους, αλλά και την οικογένειά της. Σύμφωνα, μάλιστα, με μελετητές της συγγραφέως, πηγή έμπνευσης για τον κεντρικό χαρακτήρα δεν αποκλείεται να ήταν η Eliza de Feuillide, της οποίας δεύτερος σύζυγος έγινε ο αδερφός της Jane, Henry, τρία χρόνια αφότου ο Γάλλος πρώτος της σύζυγος είχε εκτελεστεί στη γκιλοτίνα, το 1794.
Tom Lefroy
Η Austen έστελνε μικρά διηγήματα στα ανίψια της, πήγαινε συχνά στην εκκλησία, είχε κοινωνικές σχέσεις με φίλους και γείτονες, διάβαζε πολλά μυθιστορήματα στην οικογένειά της τα απογεύματα, ενώ συχνά παρευρισκόταν σε χορούς που λάμβαναν χώρα στο δημαρχείο της πόλης της. Σε ηλικία 20 ετών, και κατά τη διάρκεια κάποιας τέτοιας κοινωνικής εκδήλωσης, γνώρισε τον Tom Lefroy, όταν εκείνος επισκέφτηκε το Steventon από το Δεκέμβριο του 1795 έως τον Ιανουάριο του 1796. O Lefroy είχε μόλις ολοκληρώσει τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο και μετακόμιζε στο Λονδίνο για να ακολουθήσει το επάγγελμα του δικαστικού.
Από επιστολές της Jane στην αδερφή της, Cassandra, φαίνεται ότι οι δύο νέοι περνούσαν αρκετό χρόνο μαζί. Μάλιστα, σε μία από τις λιγοστές επιστολές που έχουν σωθεί, η Austen γράφει για τον Lefroy ότι είναι πολύ ευγενής, όμορφος και ευχάριστος νεαρός άνδρας, ενώ τον αποκαλεί φίλο της. Σε άλλη επιστολή, πέντε ημέρες αργότερα, γράφει ότι περίμενε κάποια πρόταση από εκείνον, την οποία -χαριτολογώντας γράφει- ότι θα αρνούνταν, αν εκείνος δεν εγκατέλειπε το λευκό παλτό του. Σύντομα το ειδύλλιο έλαβε άδοξο τέλος, με την οικογένεια του Lefroy να επεμβαίνει και να τον απομακρύνει από το Steventon, αφού ένας γάμος μεταξύ των δύο δε θα μπορούσε να γίνει ποτέ πραγματικότητα. Κανένας από τους δύο δεν είχε χρήματα και εκείνος βασιζόταν σε ένα θείο του στην Ιρλανδία για να χρηματοδοτήσει τις σπουδές και να τον βοηθήσει να στήσει την καριέρα του.
Αν και οι δυο τους δεν ειδώθηκαν ποτέ ξανά, η ανάμνηση του Lefroy συντρόφευε την Austen για καιρό, και κανείς από τους υποψήφιους μνηστήρες που ακολούθησαν, δεν έβγαινε κερδισμένος από τη σύγκριση μαζί του.
Λογική, Ευαισθησία, Περηφάνια και Προκατάληψη
H Austen ξεκινά τη συγγραφή του μυθιστορήματος με αρχικό τίτλο Elinor and Marianne, το οποίο κυκλοφόρησε ανώνυμα το 1811 ως Sense and Sensibility (Λογική και Ευαισθησία). Το 1796 ξεκινά και η συγγραφή του δεύτερου μυθιστορήματός της με αρχικό τίτλο First Impressions, που τελικά έμελλε να γίνει Pride and Prejudice (Περηφάνια και Προκατάληψη). Η Jane διάβαζε τα κείμενά της κατά τη διάρκεια της συγγραφής τους στην οικογένειά της και το First Impressions είχε γίνει ένα από τα αγαπημένα τους. Εκείνη την περίοδο, ο πατέρας της έκανε τις πρώτες του προσπάθειες να εκδοθούν κάποια από τα μυθιστορήματα της κόρης του, αλλά η επιστολή που έστειλε στον εκδότη Thomas Cadell το Νοέμβριο του 1797, του επεστράφη ως απορριφθείσα. Στα μέσα του 1798, η Austen ξεκίνησε να γράφει το τρίτο της μυθιστόρημα με τίτλο Susan, το οποίο μετονομάστηκε σε Northanger Abbey και σατίριζε τα γοτθικά μυθιστορήματα. Με την ολοκλήρωσή του, ένα χρόνο αργότερα, ο Henry προσέφερε το χειρόγραφο στον εκδότη Benjamin Crosby, ο οποίος προσέφερε 10 λίρες για να το αγοράσει, αλλά δεν το εξέδωσε ποτέ, μέχρι που το 1816 η Austen το αγόρασε και πάλι.
Το Δεκέμβριο του 1800, ο πατέρας της Jane αποφάσισε ξαφνικά να συνταξιοδοτηθεί και να μετακομίσει με την οικογένειά του στο Bath. Η ανακοίνωση της προκάλεσε αναστάτωση και η μετακόμιση είχε αρνητικό αντίκτυπο στην ενασχόλησή της με τη συγγραφή. Και για τους μελετητές της Austen, όμως, η περίοδος του Bath και τα χρόνια ανάμεσα στο 1801 και το 1804 χαρακτηρίζονται από ένα τεράστιο κενό, αφού η Cassandra έκαψε τα περισσότερα γράμματα της αδερφής της, για λόγους που παραμένουν άγνωστοι.
Το Δεκέμβριο του 1802 η Jane Austen έλαβε τη μόνη επιβεβαιωμένη πρόταση γάμου που της έγινε ποτέ. Εκείνη και η Cassandra επισκέφθηκαν τις παλιές τους φίλες, Alethea και Catherine Bigg, που ζούσαν κοντά στο Basingstoke. Ο μικρότερος αδερφός τους, Harris, είχε μόλις ολοκληρώσει τις σπουδές του στην Οξφόρδη και βρισκόταν στο σπίτι. Εκείνος έκανε πρόταση γάμου στην Jane, η οποία και τη δέχτηκε. Σύμφωνα με την ανιψιά της, Caroline, αλλά και απόγονο του Harris, τον Reginald Bigg-Wither, εκείνος ήταν ένας καθόλου γοητευτικός, μεγαλόσωμος άνδρας, που δε μιλούσε πολύ, τραύλιζε, ήταν επιθετικός στη συζήτηση και δε διέθετε καμία ευαισθησία. Παρ’ όλα αυτά, εκείνος και η Austen γνωρίζονταν από παιδιά, και ένας γάμος μαζί του θα βοηθούσε την οικογένειά της, αφού ήταν κληρονόμος μιας μεγάλης περιουσίας, στην περιοχή που πέρασε τα παιδικά της χρόνια. Η Jane δέχτηκε την πρόταση, σκεπτόμενη ότι θα μπορούσε να βοηθήσει τους γονείς της, να παράσχει ένα σπιτικό στην Cassandra και να βοηθήσει τα άλλα αδέρφια της με τα επαγγελματικά τους. Το επόμενο πρωί, όμως, συνειδητοποίησε το λάθος της επιλογής της και απέσυρε την αποδοχή της πρότασης.
Οι Οικονομικές Δυσχέρειες
Τον Ιανουάριο του 1805, ο George Austen πεθαίνει ξαφνικά, αφήνοντας την Jane, την Cassandra και τη μητέρα τους σε δύσκολη οικονομικά θέση. Ο Edward, ο James, ο Henry και ο Francis υποσχέθηκαν να δίνουν ένα ετήσιο ποσό για να στηρίξουν τη μητέρα και τις αδερφές τους και για τα επόμενα τέσσερα χρόνια, η οικονομική ανασφάλεια της οικογένειας αντικατοπτριζόταν και στη συνεχώς μεταβαλλόμενη διαμονή τους. Μέχρι που στις αρχές του 1809, ο Edward μπόρεσε να προσφέρει στις γυναίκες της οικογένειας μία πιο σταθερή ζωή και τη χρήση μιας μεγάλης αγροικίας στο χωριό Chawton. Η ζωή τους πλέον ήταν πολύ πιο ήσυχη και λιγότερο κοινωνική από ποτέ, με εξαίρεση τις επισκέψεις μελών της οικογένειας.
Κατά τη διαμονή της στο Chawton, η Austen εξέδωσε με επιτυχία τέσσερα μυθιστορήματά της: το Sense and Sensibility το 1811, το Pride and Prejudice το 1813, το Mansfield Park το 1814 και το Persuasion (Πειθώ), με τα Emma και Northanger Abbey να εκδίδονται μετά το θάνατό της. Το Λογική και Ευαισθησία έγινε πολύ δημοφιλές ανάμεσα στους νεαρούς αριστοκράτες της εποχής που δημιουργούσαν τις τάσεις, με αποτέλεσμα η πρώτη έκδοση να γίνεται sold-out, μέχρι τα μέσα του 1813. Τα έσοδα από τις πωλήσεις έδωσαν στην Austen την αίσθηση της ανεξαρτησίας, τόσο σε οικονομικό, όσο και σε ψυχολογικό επίπεδο, και στον εκδότη της τη δυνατότητα να διαφημίσει ευρέως το Pride & Prejudice, η επιτυχία του οποίου ήταν ακαριαία. Από τον Ιανουάριο έως τον Οκτώβριο, ο Egerton μπόρεσε να προχωρήσει και σε επανέκδοση, την οποία ακολούθησε η κυκλοφορία του Mansfield Park, το Μάιο του 1814. Αν και με τους κριτικούς δεν είχε ιδιαίτερη επιτυχία, απέναντι στο κοινό τα πράγματα ήταν πολύ καλύτερα, αφού ξεπούλησε μέσα σε έξι μήνες, αποφέροντας στην Austen περισσότερα κέρδη από όλα τα προηγούμενα.
Στα μέσα του 1815, η Austen μετέφερε τα δικαιώματα των βιβλίων της από τον Egerton στον John Murray, γνωστότερο εκδότη του Λονδίνου, ο οποίος και εξέδωσε την Emma το Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς και τη δεύτερη έκδοση του Mansfield Park το Φεβρουάριο του 1816. Αυτά ήταν και τα τελευταία έργα της που κυκλοφόρησαν, όσο ζούσε. Αν και είχε ήδη ξεκινήσει να δουλεύει την Πειθώ, οι οικονομικές δυσκολίες της οικογένειας, την ανάγκασαν να αναβάλει την έκδοσή της.
Η Ασθένεια και ο Θάνατος
Αν και στις αρχές του 1816, η Jane Austen αισθανόταν άσχημα, δεν έδωσε στα συμπτώματα τη σημασία που θα έπρεπε, με αποτέλεσμα η υγεία της να χειροτερεύει σε μεγάλο βαθμό μέχρι τα μέσα της χρονιάς και να επιδεινώνεται ακόμα περισσότερο στο άκουσμα της είδησης ότι ο θείος της, πριν πεθάνει, άφησε όλη του την περιουσία στη σύζυγό του, αποκληρώνοντας την υπόλοιπη οικογένειά του.
Παρά την άσχημη κατάσταση της υγείας της, δε σταμάτησε να δουλεύει, μέχρι τις 18 Μαρτίου του 1817. Όσο η ασθένειά της κέρδιζε έδαφος, η Austen δυσκολευόταν να περπατήσει, δεν είχε ενέργεια, και μέχρι τον Απρίλιο καθηλώθηκε στο κρεβάτι. Το Μάιο ο πόνος ήταν τόσο ανυπόφορος, που πλέον η Austen καλωσόριζε το ενδεχόμενο του θανάτου. Σε ηλικία μόλις 41 ετών, η Jane Austen άφησε την τελευταία της πνοή στο Winchester, στις 18 Ιουλίου του 1817.
Τα στοιχεία που έχουμε για τη ζωή της διάσημης συγγραφέως δεν είναι πολλά και προέρχονται κυρίως από αλληλογραφία, την πλειοψηφία της οποίας κατέστρεψε μετά το θάνατό της η Cassandra, και από αυτοβιογραφικά στοιχεία τα οποία περιελάμβανε η ίδια στα έργα της. Ένα καλό δείγμα για την προσωπικότητά της, τη σχέση της με τον Tom Lefory, αλλά και την απόφασή της να γράψει επαγγελματικά, προσφέρει η ταινία Becoming Jane με πρωταγωνίστρια την Anne Hathaway, ενώ ορισμένες επιπλέον πληροφορίες μπορείτε να δείτε στο βίντεο που ακολουθεί.
Πηγές : en.wikipedia.org | biography.com | janeausten.org | britannica.com