Ένα αληθινό έγκλημα που κλόνισε το Ελληνικό έθνος και αργότερα επηρέασε την ταινία «Άγγελος»…
Στην Αθήνα του 1976, έλαβε χώρα ένα τραγικό συμβάν, που συγκλόνισε την ήδη ασταθή και ταραγμένη από την μεταπολίτευση, Ελλάδα, ενώ εκ των υστέρων, την άλλαξε ριζικά σε κοινωνικοπολιτικό επίπεδο. Κυκλοφορεί η είδηση, για ένα φρικτό έγκλημα πάθους και στις επικεφαλίδες των τοπικών εφημερίδων, υπερισχύει ο τίτλος: «Απευχθανόταν τα αίματα, αλλά τον έσφαξε σαν αρνί!». Πίσω από τις σελίδες, κρύβεται η ιδιόμορφη ερωτική σχέση ενός 19χρονου ναύτη με έναν άλλον άντρα, που κατά συνέπεια έρχεται στο φως, μαζί με αρκετά που μέχρι τώρα θάβονταν καλά κάτω από τα χαλιά των Αθηναίων. Η σχέση εκτός από ομοφυλοφιλική (κάτι εριστικά σκανδαλώδες για τα δεδομένα της Ελλάδας την δεκαετία του ’70), ήταν και κακοποιητική, αναγκάζοντας τον νεαρό να έρθει αντιμέτωπος με το δίλημμα να απογοητεύσει τον σύντροφό του ή να υποκύψει στην παρότρυνσή του να εμπλακεί στην σέκτα των σεξ-εργατών.
Κάποια χρόνια αργότερα, ο σκηνοθέτης Γιώργος Κατακουζηνός, εκδηλώνει την επιθυμία του να καταπιαστεί με την τραγική ιστορία του Χρήστου Ρούσσου, ο οποίος δολοφόνησε εν ψυχρώ τον εραστή του, Ανέστη Παπαδόπουλο και ετοιμάζει το σενάριο, το οποίο αρχικά απορρίπτεται από το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου. Εν τέλει, η ιδέα του γίνεται αποδεκτή από τα τέσσερα εκ των πέντε μελών της -τότε- επιτροπής (με τον έναν αρνητή να ανήκει στο κόμμα της Νέας Δημοκρατίας) και ο δημιουργός βάζει στόχο την υλοποίηση του τολμηρού αυτού εγχειρήματος.
Στις 15 Οκτωβρίου του 1982, προβάλλεται για πρώτη φορά η ταινία «Άγγελος»…
Η ιστορία ακολουθεί την ζωή του νεαρού Άγγελου (χαρακτήρας βασισμένος στο πραγματικό πρόσωπο του Χρήστου Ρούσσου), από την στιγμή της γνωριμίας του με τον Μιχάλη (ο οποίος με την σειρά του υποδύεται κατά έναν τρόπο το θύμα, Ανέστη Παπαδόπουλο) και έπειτα, έως και το τέλος της σχέσης τους αλλά και την αρχή ενός διαφορετικού, έως τώρα για τον πρωταγωνιστή, γολγοθά. Στην πραγματικότητα, τα δεινά του ξεκινούν από το λεπτό που έρχεται στην ζωή του, ο σκληρόπετσος Μιχάλης. Ο Άγγελος, είναι ένα ήπιων τόνων, άβγαλτο αγόρι, που ζει με τον λαϊκό πατέρα του, την νευρωτική μητέρα του και την ανάπηρη αδερφή του (υποδυόμενη από την συγκλονιστική -παρ’ότι σύντομη- ερμηνεία της Ελένης Κούρκουλα).
Ενώ φαινομενικά, η απόκρυψη της σεξουαλικής του ταυτότητας, είναι ο βασικός παράγοντας για μια «λειψή» ζωή, τα βάσανά του πληθαίνουν σημαντικά με την πάροδο των λεπτών της ταινίας. Ο Μιχάλης (ενσαρκωμένος από τον μπρουτάλ, Διονύση Ξάνθο), εκμεταλλεύεται τον Άγγελο, με την πρόφαση ότι θα του προσφέρει ως αντάλλαγμα μια πιο ανεξαρτητοποιημένη ζωή, μέσα στην οποία δεν θα αναγκαστεί ξανά να δώσει λογαριασμό σε κανέναν για τα ερωτικά του γούστα, ενσωματώνοντάς τον στα άδυτα του υποκόσμου.

Ο Άγγελος, ντύνεται πλέον με γυναικεία ρούχα, φοράει τακούνια, ξανθιά περούκα, ανάβει τσιγάρο και στήνεται όρθιος στο πεζοδρόμιο της λεωφόρου Συγγρού, περιμένοντας τον πρώτο τυχόντα για ένα κομμάτι ψωμί. Το βράδυ επιστρέφει στο διαμέρισμά του, όπου συγκατοικεί με τον Μιχάλη και με πικρία, βρίσκει καταφύγιο στην «ετοιμόρροπη» αγκαλιά του αγαπητικού του. Τυφλωμένος από έρωτα, παρασύρεται στην κόλαση της πορνείας και καταστρέφει λιθαράκι λιθαράκι την προσωπική του ζωή, παίρνοντας σβάρνα και το μέλλον του. Το πρωί υπηρετεί στον στρατό ενώ το βράδυ κάνει βίζιτες. Βρισκόμενος συνεχώς σε αδιέξοδο, σε ένα σώμα που δεν αναγνωρίζει για δικό του (εξού και Άγγελος=άφυλος), αποζητάει απεγνωσμένα την συντροφιά, έναν ώμο να στηριχτεί και όλα αυτά για εκείνον, καθρεπτίζονται στα μάτια του Μιχάλη.
Σταδιακά, ξεδιπλώνουμε κομμάτι κομμάτι ορισμένα από τα στοιχεία του χαρακτήρα του πρωταγωνιστή, εμβαθύνοντας ελαφρώς στα οικογενειακά του, αλλά ελάχιστα στα γεγονότα της μέχρι τώρα ζωής του, στο τι σκέφτεται αλλά και στο τι αισθάνεται. Ο Μιχάλης Μανιάτης (ο οποίος ύστερα από μια εξαιρετικά σύντομη καριέρα με ελάχιστες κινηματογραφικές συμμετοχές και την ταινία «Άγγελος», εγκατέλειψε τον χώρο της υποκριτικής αλλά και τον κόσμο της πόλης, μετακομίζοντας μόνιμα στην επαρχία μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας), με απόλυτη ευστοχία, ενσαρκώνει έναν μυστικοπαθή και απρόβλεπτο χαρακτήρα, χωρίς διαλόγους παρά με λίγα ψήγματα βαθιάς θλίψης και συναισθήματος, που πηγάζει από την ψυχή και μεταφέρεται καθαρά και μόνο από το βλέμμα του.
Η σκηνοθεσία δε του Γιώργου Κατακουζηνού (επίσης σκηνοθέτης των μετέπειτα ταινιών: «Απουσίες» και «Ζωή»), με μια πρωτόγνωρη αισθητική, αποβλέπει σε ένα διαφορετικό είδος ελληνικού σινεμά, όπου κυρίαρχο κανόνα όσον αφορά την ποιότητα, αποτελεί η ειλικρινής απόδοση συναισθήματος και ατμόσφαιρας (παρόμοιο με εκείνο που προκαλούν οι ταινίες του σκηνοθέτη και σεναριογράφου, Παύλου Τάσσιου). Οι έξυπνοι συμβολισμοί, το κλίμα πένθους και η σιωπηλά ενοχική και μελαγχολική υποκριτική του Μανιάτη, δημιουργούν μια απίστευτα σκοτεινή και τρομερά υποτιμημένη ταινία της δεκαετίας του ’80, που δυστυχώς μεταξύ άλλων, μετά την προβολή του στο φεστιβάλ κινηματογράφου της Θεασσαλονίκης, πέρασε στα αζήτητα.
Η ταινία «Άγγελος» είναι για κάποιους μια σοκαριστική ταινία, που αποτελεί την παρθενική απεικόνιση του θέματος της ομοφυλοφιλίας και την κουλτούρα των τρανς στον ελληνικό κινηματογράφο, για άλλους ένα πρωτοποριακό θρίλερ, ενώ για κάποιους άλλους ένας αλλόκοτος συνδυασμός βαθύτατου τρόμου και θλιβερού μελοδράματος, που προκαλεί τρόμο και στεναχώρια καθ’ όλη την διάρκεια της θέασής της. Όμως κυρίως, μια συνεχή αίσθηση αμηχανίας και πόνου.

Ο πραγματικός Άγγελος ή αλλιώς Χρήστος Ρούσσος, καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη και δεν δέχτηκε ψυχολογική υποστήριξη μέχρι να δικαιωθεί, όπως επίσης απαρνήθηκε την απεικόνισή του στο ευρύ κοινό μέσα από την ταινία «Άγγελος», ισχυριζόμενος ότι σχεδόν τίποτα από όλα αυτά που συμπεριλάμβανε το σενάριό της για την προσωπική και οικογενειακή του ζωή, δεν ανταποκρίνονταν πιστά στην πραγματικότητα. Ωστόσο, αργότερα «σύναψε ειρήνη» με το έργο και παραδέχτηκε πως ήταν ένας από τους λόγους που οδήγησαν στην μείωση της ποινής του και στην θετική ανταπόκριση του κόσμου για το θέμα της ομοφυλοφιλίας στην Ελλάδα της εποχής.
Δεν αποτέλεσε μια τόσο λαμπερή πτυχή μεταφορών της τρανς και της γκέι κουλτούρας στην κινηματογραφική οθόνη όσο πιθανώς να κατάφερνε μια αμερικάνικη ή ευρωπαϊκή ταινία, όμως επιβεβαίωσε πως η ομοφυλοφιλία δεν ήταν μια εύκολη υπόθεση για την ασφυκτικά μικρή και στενόμυαλη κοινωνία της Ελλάδας εκείνη την φορτισμένη δεκαετία. Για πολλούς λογους, αποτελεί ένα έργο τέχνης που αδίκως δεν πρόλαβε να «ωριμάσει» με τα χρόνια και να κερδίσει την προσοχή που του αρμόζει, ούτε καν από το εξωτερικό.
Δείτε το trailer της ταινίας εδώ: