
Κατά την διάρκεια της έρευνάς του για την προετοιμασία του μικρού μήκους ντοκιμαντέρ του με θέμα: «άνθρωποι που εργάζονται ως κλόουν σε παιδικά πάρτυ», ο Αμερικανός δημιουργός Άντριου Τζαρέκι ανακάλυψε το σκοτεινό παρελθόν του Ντέιβιντ Φρίντμαν ή αλλιώς «Silly Billy». Ο Ντέιβιντ, έχοντας χρόνια απομακρυνθεί από την ρετσινιά του ονόματός του, όντας πλέον γνωστός ως Ντέιβιντ Κέι (David Kaye), εκτός από έναν εκ των διασημότερων και πιο επιτυχημένων ταχυδακτυλουργών της Νέας Υόρκης ακολουθείται από μια ζοφερή ιστορία γύρω από το πατρικό του όνομα. Κάτι που κατέκλυσε το μυαλό του Τζαρέκι ο οποίος δεν άργησε να συνειδητοποιήσει πως το «ζουμί» της υπόθεσης βρίσκεται στον ίδιο τον Ντέιβιντ και το οικογενειακό του υπόβαθρο, πράγμα που εν τάχει τον οδήγησε στην αμέσως επόμενη δουλειά του με τίτλο: «Συλλαμβάνοντας τους Φρίντμαν» (2003).
Η κάμερα του Τζαρέκι στην πραγματικότητα ακολουθεί την old-school βιντεοκάμερα του Ντέιβιντ, του μεγαλύτερου γιου της οικογένειας Φρίντμαν, ο οποίος βιντεοσκοπεί με εξονυχιστική ματιά τις καθημερινές στιγμές των γονιών και των δύο μικρότερων αδερφών του ή αλλιώς μιας -σχεδόν- στερεοτυπικής ανώτερης τάξεως Εβραϊκής οικογένειας στην Αμερική κατά την δεκαετία του ‘80. Πρωταγωνιστής της ιστορίας, ο Άρνολντ Φρίντμαν, άνθρωπος της τέχνης και καθηγητής υπολογιστών. Όσο οι πρωταγωνιστές απολαμβάνουν μια καλή ζωή, ένα χτύπημα στην πόρτα του Άρνολντ από την αστυνομία εν έτη 1984, αλλάζει για πάντα τα δεδομένα και στιγματίζει ανεπανόρθωτα μια φαινομενικά ζηλευτή οικογένεια από το Λόνγκ Άιλαντ. Μια οικογένεια που πάντοτε έμοιαζε να βασίζεται σε γερά θεμέλια τόσο για το δέσιμο των αντρικών μελών της όσο και για το θάρρος με το οποίο στάθηκε στα πόδια της να υπερασπιστεί το βαλλόμενο από τα πλήθη και τα μίντια μέλος της, ενώ κάπου εκεί στο βάθος αχνοφαίνεται και η μητέρα. Μια μητέρα που εσωτερικά αργοπεθαίνει και εξωτερικά μαζεύει τα κομμάτια του παζλ αλλά όχι της διαλυμένης της οικογένειας, καθότι η σύσταση μοιάζει σαφέστατα διόλου προβληματική από την πλευρά του πατέρα και των παιδιών της. Στο μεταξύ ο κινηματογραφικός φακός του Τζαρέκι προσπαθεί να εστιάσει στην φιγούρα που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε «τραγική», παρ’ ότι πολλές φορές η εύρεση αυτής φαντάζει μάταια.

Η μέρα που θα τους αλλάξει για πάντα τη ζωή είναι εκείνη που η αστυνομία έχει στα χέρια της υλικό παιδικής πορνογραφίας που ταξιδεύει από την Ολλανδία και έχει παραλήπτη τον Άρνολντ. Η σύγχυση που επικρατεί στα αυτιά και τα μάτια των θεατών είναι παρόμοια με εκείνη των μελών της οικογένειας, με το ένα της κομμάτι να είναι πεπεισμένο ότι πρόκειται για μια φρικιαστικά καλοστημένη πλεκτάνη από κάποιον που ήθελε ξεκάθαρα να βλάψει το όνομα των Φρίντμαν ενώ το άλλο της μισό κυριεύεται από μυριάδες ερωτηματικά. Όσο τα παιδιά έχουν ήδη ξεκινήσει τις επακόλουθες διαδικασίες να το “καθαρίσουν” και η μητέρα εκείνες για το διαζύγιο τις οποίες ποτέ δεν βρήκε τα κότσια να ολοκληρώσει, οι κατηγορίες για τον Άρνολντ αγριεύουν, όταν γονείς των μαθητών του υποστηρίζουν σοβαρή παιδική κακοποίηση έως και βιασμό. Σταδιακά, μια πληθώρα κατηγοριών για σαδιστικής φύσεως αρρωστημένες πράξεις από τον κάποτε αγαπητό καθηγητή υπολογιστών και βαθύτατα καλλιεργημένο μεγαλοαστό αμαυρώνει την πάντοτε χαμογελαστή και γλυκιά φυσιογνωμία του και οδεύει τους ανθρώπους του στην ολική κατάρρευση.
Ενόσω πολλοί επιδιώκουν να ρίξουν φως στην υπόθεση και να κατανοήσουν το πως είναι δυνατόν να έλαβαν χώρα τέτοιες απεχθείς πράξεις κατ’ εξακολούθηση χωρίς την παραμικρή αντίδραση από τους τότε νεαρούς μαθητές του, μια δημοσιογράφος που στέκεται ουδέτερη στο πλευρό του Άρνολντ, διερωτάται εμμέσως πλην σαφώς: Πώς είναι εφικτό να μην υπήρξαν σημάδια στα σώματα των παιδιών μετά την σεξουαλική πράξη, την στιγμή που οι περιγραφές των βιασμών ξεπερνούν τα όρια της ανθρώπινης φαντασίας; Ορισμένοι από τους μαθητές του Άρνολντ ακόμη δεν μπορούν να επαναφέρουν στη μνήμη τους μια τέτοιου είδους φρικτή, γλαφυρή περιγραφή. Έως την στιγμή που ενδέχεται να ξεκαθαρίσει για λίγο το τοπίο, εκείνη την στιγμή που ο ίδιος ο Άρνολντ της αφηγείται με αντρειοσύνη στιγμιότυπα από την τραυματική του παιδική ηλικία που ίσως και να μαρτυρούν κάτι για τον κεντρικό χαρακτήρα που μέχρι πρότινος θεωρούσαμε πως άδικα «στήσαμε» στον τοίχο.

Λίγα είναι εκείνα που αληθινά όμως μαρτυρούν στοιχεία για την προσωπικότητα και τις ενδότερες σκέψεις του Άρνολντ, κάτι στο οποίο ο ίδιος ο Τζαρέκι σε συνεργασία με τον άτυπο συν-σκηνοθέτη του ντοκιμαντέρ (Ντέιβιντ Φρίντμαν) και τους νεαρούς του ηθοποιούς (τα αδέρφια Τζέσι και Σεθ Φρίντμαν) ποτέ δεν εμβάθυνε ηθελημένα. Είναι άλλωστε η εικόνα που αποφάσισαν, οριακά, συνεννοημένα αρκετοί από την κλειστή αλλά και ευρύτερη οικογένεια να «αγκαλιάσουν» και με αυτό τον τρόπο να αφήσουν την κατηγορία του μέλους τους να αιωρείται για πάντα. Έως και τα τελευταία λεπτά της ταινίας, πατέρας, αδερφός και γιοι, δεν δέχονται ούτε λεπτό να αφήσουν το όνομά τους μαυρισμένο και το ήθος τους καταπατημένο υιοθετώντας την πεποίθηση ότι έστω και μία στο εκατομμύριο, ο Άρνολντ να υπήρξε ένοχος. Ιδίως τώρα που δεν βρίσκεται πια στην ζωή ώστε να υπερασπιστεί τον εαυτό του. «Πιστεύω τον αδερφό μου», ήταν τα λόγια του κάποτε κατά συρροή κακοποιημένου από τον μεγάλο του αδερφό, Χάουαρντ (αδερφός του Άρνολντ). Όμως η μπάλα που πήρε τον Άρνολντ πήρε και τον μεσαίο του γιο, Τζέσι, ο οποίος κατηγορήθηκε για συνεργασία και κακοποίηση ενός ακόμη μεγάλου αριθμού ανήλικων αγοριών και μαθητών του πατέρα του. Αλλά ο Τζέσι, κατά έναν τρόπο ήταν ήδη καταδικασμένος σε μια αιώνια φυλακή από την μέρα που γεννήθηκε. Εκείνος όμως τουλάχιστον ένιωθε τυχερός. Είναι ωραίο να έχεις την εύνοια του αγαπημένου σου πατέρα, είναι κάτι παραπάνω από τύχη να σου ανοίξει ο Άρνολντ Φρίντμαν μια χαραμάδα από την κλειδαμπαρωμένη πόρτα του.

Όσο πιο βαθιά εισχωρούμε στην οικογένεια Φρίντμαν τόσο πιο δύσκολο καθίσταται να πάρουμε με αντικειμενικότητα τα γεγονότα και να δώσουμε λύση στην υπόθεση αλλά και ελπίδα στους παθόντες. Με επιστημονική ευφυία αλλά και θεϊκή συμπόνοια ο Άντριου Τζαρέκι χτυπάει με απόλυτο σεβασμό την πόρτα του σπιτικού Φρίντμαν και παρατηρεί. Χρησιμοποιεί την απάθεια των πρωταγωνιστών του και την ενσωματώνει στο έργο του σαν να ήταν μέρος της οικογένειας αυτής. Ενώ παρακολουθούμε μια απλή μέρα στο σπίτι τους, με τραγούδια, χαρές αλλά και διαπληκτισμούς, οι χαρακτήρες αποκαλύπτουν κομβικής σημασίας μυστικά που αλλάζουν το ρου της ιστορίας από την μια στιγμή στην άλλη. Θα έλεγε κανείς πως ο σκηνοθέτης ρίχνει στάχτη στα μάτια με ορισμένες γλυκόπικρες σκηνές μιας καθημερινότητας που λίγο ή πολύ φαίνεται κοινότυπη, όσο παράλληλα αποκαλύπτονται σοκαριστικές λεπτομέρειες στα λόγια των συνεντευξιαζόμενων σε στιγμές κατά τις οποίες λίγοι αντιλήφθηκαν εκείνη την στιγμή την προσοχή που όφειλαν να δώσουν σε αυτό που ακούν. Έτσι και η αλήθεια στους Φρίντμαν, πάντοτε ακουγόταν μια φορά, όταν την παράσταση έκλεβε πάντοτε κάτι άλλο. Τα ψέματα που είτε ήθελαν να «φωνάξουν» είτε απλώς ήθελαν να πιστεύουν, ήταν πάντοτε σε ανώτερα ντεσιμπέλ και καταλάμβαναν το μεγαλύτερο μέρος του κάρδου, όσο οι αλήθειες κρύβονταν πάντα στην λεπτομέρεια.
Το ντοκιμαντέρ απέσπασε υποψηφιότητα για Όσκαρ αλλά και την φήμη ενός από τα πιο καλογυρισμένα ντοκιμαντέρ του 21ου αιώνα. Ο φακός του Ντέιβιντ, ξεκλείδωσε ορισμένες ενδόμυχες πτυχές του θεσμού της οικογένειας αλλά κι εκείνες του ντοκιμαντέρ και δη εκείνου που «κυνηγά» να σκιαγραφήσει έναν εγκληματία. Μια παραστατική απεικόνιση ενός άντρα που δεν θα μπορέσουμε να αποκωδικοποιήσουμε ποτέ. Μια σκηνοθετική ματιά στην κινηματογραφική ματιά του προστάτη της οικογενείας Φρίντμαν, χάρη στον οποίο το «Συλλαμβάνοντας τους Φρίντμαν» έγινε πραγματικότητα, ένα ντοκιμαντέρ που σε λίγο καιρό συμπληρώνει τα είκοσί του χρόνια και αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα μαθήματα για το νεότερο ντοκιμαντέρ που εδώ υπήρξε πιο κινηματογραφικό από ποτέ.
Δείτε εδώ το trailer: