Έξω από το παράθυρο, παρατήρησε μια σκιά να στέκεται μπροστά στην αυλόπορτα. Είχε σχεδόν βραδιάσει, δίχως να το καταλάβει απορροφημένος από το διάβασμα. Το λιγοστό φως και τα απόνερα μιας καλοκαιρινής καταιγίδας δεν του επέτρεπαν ν’ αντιληφθεί πλήρως τη φιγούρα. Ασάλευτη, φαινόταν να εξετάζει τον χώρο.
Κατέβηκε τις σκάλες και προσπάθησε να διακρίνει καλύτερα τα χαρακτηριστικά της, πίσω από τα δεκάδες μικρά παράθυρα που διακοσμούσαν την πρόσοψη του σπιτιού του. Τα φανάρια στις παραστάδες της πόρτας αποκάλυπταν τη μορφή ενός άνδρα. Ο άλλος κατάλαβε πως η παρουσία του είχε γίνει αισθητή. Είδε τον ένοικο του σπιτιού να ξεπροβάλει από την πόρτα του σπιτιού. Σαν να περίμενε να τον φιλοξενήσει, στεκόταν εκεί απαθής. Ο ένοικος πλησίαζε επιφυλακτικά. Η βροχή, που δυνάμωνε ξανά, και ο μανιασμένος αέρας δεν άφηναν περιθώρια επικοινωνίας. Όσο πλησίαζε, ένα προαίσθημα φόβου αλλά και περιέργειας τον κυρίευε όλο και πιο πολύ. Όντως ήταν άνδρας˙ η εικόνα του, παντελώς άγνωστη. Ο άλλος είχε στραφεί προς το μέρος του, κρατώντας σφιχτά το κασκέτο του στο κεφάλι, ώστε να μην καταντήσει έρμαιο της θύελλας. Με το άλλο χέρι έκανε ένα νεύμα οικειότητας προς τον ένοικο. Είχε παρατηρήσει ήδη τη λάμψη του όπλου που κράδαινε μπροστά από τη μέση του.
Η απόσταση μέχρι τον άγνωστο άντρα, κάποια μέτρα. Υπό την ασφάλεια του όπλου, προχώρησε κι άλλο προς το μέρος του.
«Τι ζητάτε;».
«…». Η φωνή ταξίδευε αναδευόμενη σε ξερά φύλλα και πυκνή σκόνη. Μονάχα το χέρι του σήκωσε σαν να χαιρετούσε.
«Κύριε!… Ποιος είστε; Τι θέλετε;».
«Ο κύριος Μπάνκροφτ;».
Άκουσε μονάχα το επίθετό του. «Ναι;… Κι εσείς…;».
«Έχω κάτι που σας ενδιαφέρει!».
Δίχως ν’ απαντήσει τού έκανε νεύμα να συνεχίσει. Ήταν παράνοια η προσπάθεια συζήτησης μέσα σε τέτοιες συνθήκες.
«Ένα ημερολόγιο! Θα σας εξηγήσω!».
Η απόσταση μεταξύ τους δεν βοηθούσε για περαιτέρω αναλύσεις. Η καχυποψία, έκδηλη στο πρόσωπο του. Οι ληστείες ήταν συχνό φαινόμενο στην ευρύτερη περιοχή.
«Και πώς το ξέρω ότι λες αλήθεια; Δείξε μου!… Δείξε μου!…». Πρότεινε την πιστόλα δίχως πιστευτή αυτοπεποίθηση. Ήθελε να ξεμπερδεύει το συντομότερο, καθώς ένιωθε τα ρούχα του να μουσκεύουν όλο και πιο πολύ.
Εκείνος έβγαλε από το παλτό του μία στοίβα σελίδες και τις ξανάβαλε απότομα μέσα. Ο αέρας, πολύς για να το διακινδυνεύσει.
Ο Μπάνκροφτ πλησίασε κι άνοιξε τα κάγκελα. Συνεχίζοντας να τον σημαδεύει, τον περιεργαζόταν λεπτομερώς. Τώρα τον έβλεπε από κοντά. Έμοιαζε καθησυχασμένος, όταν κατάλαβε πως δεν διέτρεχε κάποιο κίνδυνο: ο άγνωστος, γύρω στα εξήντα, κοντύτερος, με εμφανή σημάδια από τα γηρατειά στο πρόσωπο και στο σώμα. Βάδιζε αργά και προσεκτικά μπροστά του. Το κασκέτο κάλυπτε το φαλακρό κεφάλι του με τις ελάχιστες γκρίζες τρίχες. Ο Μπάνκροφτ τον καθοδήγησε προς το σαλόνι. Είχε ανάψει πριν από ώρα το τζάκι.
«Θα σας ευχαριστούσα, αν μου προσφέρατε κάτι ζεστό».
«Η φιλοξενία εξαρτάται από τις προθέσεις. Φαίνεται πως με γνωρίζετε. Από ποιον και πώς…;».
«Είχα μάθει ότι παραθερίζετε εδώ τα καλοκαίρια…», τον διέκοψε. Με τη στάση του προσπαθούσε να ζεστάνει το κλίμα μεταξύ τους. Οι συνθήκες γνωριμίας τους δεν ήταν και οι καλύτερες.
«Όντως με γνωρίζετε λοιπόν… Με σύστησε φίλος ή εχθρός;».
«Τίποτα από τα δύο. Προσωπική έρευνα», απάντησε εκείνος.
«Πρώτη φορά στο Νιούπορτ;», ρώτησε ο Μπάνκροφτ.
«Έχω κάνει ταξίδια στη ζωή μου. Είναι από τις λίγες φορές που το έχω επισκεφθεί. Υγρός καιρός… Πονάει τα κόκαλα…». Είχε κιόλας χωθεί σε μια άνετη πολυθρόνα δίπλα στο τζάκι.
Ο Μπάνκροφτ τον περιεργαζόταν όση ώρα τού σέρβιρε τσάι.
«Κι εσείς έχετε αλλάξει, κύριε Μπάνκροφτ. Από κοντά, μπορώ να πω ότι ρέπετε προς το γκρίζο».
«Αλήθεια; Γιατί εσείς πάλι δεν μου θυμίζετε τίποτα;».
«Εννοείται πως όχι», απάντησε.
«Τι μ’ εμποδίζει, λοιπόν, να σας οδηγήσω και πάλι έξω;…».
«Όλα όσα έχω να σας εξομολογηθώ. Ανάμεσα σ’ αυτά, και τον λόγο, βεβαίως, αυτής της επίσκεψης».
«Αυτός ο λόγος, κύριε!… Θα ήταν μια καλή αρχή…». Ο Μπάνκροφτ στεκόταν σχεδόν από πάνω του, ώστε να τον αναγκάσει να μιλήσει. Και συνέχισε: «Όμως αν ψάχνετε απλώς ένα καταφύγιο από τη θεομηνία, ζεσταθείτε και… αδειάστε μου τη γωνιά μόλις τελειώσει το τσάι σας!», προσπάθησε να επιταχύνει την κατάσταση.
«Όσο κι αν δυσανασχετείτε, η λέξη ημερολόγιο την οποία ανέφερα προηγουμένως, αποτέλεσε μια καλή αρχή», του απάντησε προσπαθώντας να δείξει πως έχει τον έλεγχο.
«Και λοιπόν;», αποκρίθηκε ο Μπάνκροφτ.
«Ένα ημερολόγιο ποτέ δεν αντιμετωπίζεται με τέτοια αδιαφορία. Και, καταλαβαίνω… Ακόμη και δικές μου φαντασιώσεις μπορεί να κρύβω εδώ μέσα», είπε δείχνοντας το παλτό του.
«Όσο καθυστερείτε, ιδιαίτερα το τελευταίο περνάει από το μυαλό μου».
«Γι’ αυτό άλλωστε βρισκόμαστε στη θερινή σας κατοικία! Τίποτα δεν είναι περισσότερο σημαντικό. Τίποτα, που να διακόψει τη συζήτησή μας…», βρήκε έναν λόγο για να γλυκάνει την ατμόσφαιρα.
«Θα παίζετε κι άλλο με την υπομονή μου;», ρώτησε αφήνοντας την τσαγέρα στο γωνιακό τραπέζι του δωματίου. Για κάποιον ανεξήγητο λόγο το βλέμμα του κεντρίστηκε από έναν πυκνό ιστό ανάμεσα στο ξύλο.
«Σας υπόσχομαι πως προτού επιστρέψετε στην Ουάσινγκτον, θα είστε περισσότερο πεφωτισμένος απ’ όλους τους διανοούμενους της εποχής σας».
Η φιλοφρόνηση αυτή τού κίνησε την περιέργεια. Άφησε το βλέμμα του από τον ιστό, και πλανεύτηκε στο δωμάτιο σκεπτόμενος. Ποιος θα μπορούσε να κείτεται με περισσό θάρρος αναπαυτικά στην καρέκλα του και ν’ απολαμβάνει με αυταρέσκεια τη διένεξή τους; Είχε ενοχληθεί φανερά από την απρόσμενη επίσκεψη ‒η οποία μάλιστα είχε διακόψει και τη μελέτη του‒, αλλά ήταν τρομερά περίεργος για όσα θα άκουγε. Ο ηλικιωμένος έδινε στον συνομιλητή του μονάχα τα απαραίτητα…
«Βλέπω σας αρέσουν τα καράβια…», ο ξένος πιάστηκε από άλλο θέμα.
«Έχετε δίκιο».
«Μα, πώς να μην σας αρέσουν!… Άλλωστε, και η Ακαδημία σας… Από εκεί, στην Ανάπολη, άκουσα πρώτη φορά για εσάς. Δεν μπορεί, έλεγα από μέσα μου, ένας τέτοιος ιστορικός θ’ αφιερώσει όσο χρόνο χρειάζεται για να μ’ ακούσει!».
«Εδώ δεν κάνουμε ψυχοθεραπεία… Θα είστε γελασμένος…», απάντησε με νεύρο ο Μπάνκροφτ.
«Πραγματικά, δεν εκπλήσσομαι με την αντίδρασή σας. Ανάλογη θα ήταν και η δική μου σε τέτοια περίπτωση. Απλώς σας έχω διαβεβαιώσει για το αντίθετο…», είπε ο ξένος.
«Μου δείξατε μερικές σελίδες. Γιατί δεν τις έχετε ακόμη απλώσει μπροστά σας;».
«Μην αμφιβάλλετε, Τζορτζ!…», γέλασε παίζοντας μαζί του. «Μπορώ να σου μιλώ στον ενικό;…».
«Ακόμη κι ένας ψυχοθεραπευτής οφείλει να γνωρίζει τ’ όνομα του συνομιλητή του…», του απάντησε στον ίδιο τόνο. Το δικαίωμα του ενικού το είχε λάβει από μόνος του.
«Μόουζες. Μπορείς να με φωνάζεις με το μικρό μου. Οι ηλικίες μονάχα κοντά φέρνουν τους ανθρώπους…».
Ο Τζορτζ κάθησε απέναντί του κρατώντας το τσάι του. Τα μάτια του χαμήλωσαν. Κοιτούσαν στα χαμένα. Ψευδώνυμο ίσως;… «Σ’ αρέσουν τα καράβια λοιπόν, Μόουζες…», θα έπρεπε να μαντέψει όσα περισσότερα μπορούσε γι’ αυτόν.
«Δεν είπα ότι μ’ αρέσουν… Άλλωστε εσύ τα έχεις σκαλισμένα, λουστραρισμένα στο σαλόνι σου…», κι έδειξε με μια χειρονομία όλους τους γύρω τοίχους. «Και για να σοβαρολογούμε… Τα καράβια ποτέ δεν ήταν έτσι στην πραγματικότητα», συνέχισε.
«Μάλλον έχεις βρεθεί σε πολλά…».
«Έχω πείρα, θα έλεγα. Το ίδιο και στα όπλα. Παρατήρησα προηγουμένως και το άλλο πάθος σου». Έριξε ένα βλέμμα προς τη συλλογή του Τζορτζ.
«Φαίνεται πως το ευχαριστιέσαι…».
«Ποιο;», απάντησε επιδεικτικά ο Μόουζες.
«Όλο αυτό… Από την αρχή της παράδοξης γνωριμίας μας, εσύ καθοδηγείς την κουβέντα και τον ρυθμό της. Τα καράβια, οι πιστόλες… Γιατί δεν μου λες τον πραγματικό λόγο της επίσκεψής σου;».
«Πράγματι… Θέλω να περιεργαστώ πρώτα τον άνθρωπο στον οποίο θα κάνω όλες αυτές τις αποκαλύψεις. Να είσαι σίγουρος ότι θα γνωριστούμε πολύ καλύτερα αυτές τις μέρες».
Έκπληκτος ο Τζορτζ, τον κοίταξε και του απάντησε χαμογελώντας: «Ώστε, όντως, έχεις τεράστια αυτοπεποίθηση! Αρχίζω ν’ απολαμβάνω τον ναρκισσισμό σου! Θα ήθελα να ’ξερα, πόσο πιο φανταχτερά θα παρουσιάσεις το υποτιθέμενο ημερολόγιο!».
«Να είσαι σίγουρος… Με το ύφος που θ’ άξιζε σ’ ένα κείμενο της Επανάστασης».
«… Σε τρεις μέρες θ’ αναχωρήσω, αν μου επιτρέπεις. Η θέση μου κοντά στους διοικούντες με περιμένει».
«Καταλαβαίνω… Η διπλωματία και η πολιτική δεν γνωρίζει από ξεκούραση. Θα επιταχύνω…».
«Τότε μην χάνουμε χρόνο». Ο Τζορτζ είχε αρχίσει να χτυπάει το πόδι του στο παρκέ.
Ο Μόουζες άνοιξε διάπλατα το μαύρο παλτό του, η θερμοκρασία ήταν κατάλληλη, ένιωθε άνετα. Παρατηρούσε τόσην ώρα και τον Τζορτζ, ντυμένο απλώς μ’ ένα λεπτό, άσπρο, βαμβακερό πουκάμισο. «Λίγη υπομονή…», πρόσθεσε ο ίδιος. Το χέρι του έτρεμε σχεδόν από το βάρος των σελίδων˙ δεμένες με δυο κομμάτια σπάγκου, μισοσχισμένες στις άκρες. Ο Τζορτζ το έβλεπε από απέναντι προσεκτικά. Παλιό ήταν σίγουρα όσο και ταλαιπωρημένο. Η λέξη Επανάσταση είχε κολλήσει στο μυαλό του εδώ και ώρα. Το ίδιο και ο περίεργος ιστός στη γωνία του σαλονιού του. Ήταν πράγματι εξωπραγματικά απλωμένος.
«Τα αυτιά τεντωμένα, Τζορτζ!», τον επανέφερε ο Μόουζες από τις σκέψεις του.
(«Ετοιμαστείτε!… Σκοπεύσατε!… Πυρ!…». Ο κρότος των μουσκέτων ακούγεται κάθε τόσο. Για μέρες προσπαθούμε να σπάσουμε τις γραμμές των επαναστατών. Δίχως βοήθεια, ήρωες στα χωράφια της Σαρατόγκα, προελαύνουμε για μια τελευταία ευκαιρία. Ο Χάου, άφαντος˙ έχει δικές του βλέψεις, είναι φανερό… Οι δυνάμεις από νότια ανακόπηκαν˙ το ίδιο και από τα δυτικά. Σε τέτοιες στιγμές δημιουργούνται οι συνθήκες για να λάμψει ο πιο τολμηρός. Με ποιες θυσίες, γλυκιά μου Πάτυ; Είχε δίκιο ο Ηρόδοτος, πολύπειρος στα πεδία των μαχών: Σε καιρό ειρήνης, οι γιοι θάβουν τους πατέρες˙ στον πόλεμο, οι πατέρες θάβουν τους ίδιους τους γιους).
«Μια στιγμή! Πώς έφθασε αυτό στα χέρια σου;», ρώτησε ο Τζορτζ.
«Αν δεν ακούσεις την περιπέτεια του χειρόγραφου δεν θα με πιστέψεις. Έχω παρακολουθήσει τη δουλειά σου… Πεισματάρικη, βουτηγμένη στην καχυποψία…».
«Πώς; Μα τις μεγαλύτερες ανακαλύψεις!… Ποιο διαβολεμένο μυαλό σε καθοδηγεί;», σηκώθηκε από τη θέση του.
«Ησύχασε, Τζορτζ. Δεν είμαι δα και κατάσκοπος… Μια ευκαιρία ζητώ ν’ αποδείξω στον πλέον σκεπτικιστή τη γνησιότητα μιας άλλης πραγματικότητας».
Εκείνος δεν συγκράτησε το φλυτζάνι στα χέρια του. Ένα κειμήλιο της ιστορίας παρουσιαζόταν μπροστά του. Κι όμως, στην κατοχή ενός γεροπαράξενου˙ ασυμβίβαστου˙ προσηλωμένου σ’ έναν άγνωστο σκοπό.
«Και τι θα κερδίσω απ’ όλη αυτήν την ιστορία; Θα μου δώσεις αυτό το καταραμένο βιβλίο;».
«Αυτό φυσικά εξαρτάται από τη στάση σου…», απάντησε ο Μόουζες χαμογελώντας.
Ο Τζορτζ τον κοίταξε, δείχνοντας να κατανοεί. «Γίνεται, ωστόσο, να προχωρήσουμε με όσο το δυνατόν λιγότερες φλυαρίες;».
«Αυτό μπορώ να στο διαβεβαιώσω. Μονάχα τα απαραίτητα».
«Κι αν είναι όπως τα λες, ποια είναι η Πάτυ; Ποιος αφηγείται τέλος πάντων;».
«Μα φυσικά, ο πιο τολμηρός των Άγγλων. Ο εξαπατημένος, πεισματάρης στρατηγός Μπουργκόιν˙ ο Τζόνι».
«Ημερολόγιο ενός εχθρού;». Ο Τζορτζ έδειχνε να τα έχει χαμένα.
«Πολυγραφότατος απ’ όσο γνωρίζεις… Δεν έχεις ακουστά τα καλλιτεχνικά ενδιαφέροντά του;».
«Σίγουρα… Πάτυ;», ξεφύλλιζε στο μυαλό του τις γνωστές ταυτότητες.
«Καμία απ’ όσες συναναστράφηκαν μαζί του. Ηρωίδα, μια ψεύτικη περσόνα στο μυαλό του».
«Παρά τα κατορθώματα, η μοναξιά απ’ ό,τι φαίνεται τού είχε χτυπήσει την πόρτα…» σχολίασε ο Τζορτζ.
(«Τα δέντρα έχουν αρχίσει να συρρικνώνονται˙ τα φύλλα να κιτρινίζουν. Πριν μερικές ημέρες σε μια συζήτηση, διαβεβαίωσα τον Φρέιζερ ότι τον χειμώνα θα βρισκόμαστε ακόμη εδώ. Ο στρατός, κυρίως οι αξιωματικοί του, χρειάζονται ενθάρρυνση. Δεν είναι μακριά η απόφαση περί υποχώρησης. Ο Γερμανός, Φον Μπρέιμαν, εξέφρασε ξεκάθαρα τις ανησυχίες του. Ο Φρέιζερ, ο Μπαλκάρς και οι άλλοι, ωστόσο, με στηρίζουν ακόμη.
Το Ροκ Πόιντ ήταν η πρώτη μεγάλη δοκιμασία. Θα ήθελες, γλυκιά μου Πάτυ, να βρίσκεσαι κρυμμένη σε μια γωνιά; Θα έβλεπες τον πανικό των επαναστατών, όπως ποτέ μέχρι εκείνη την ημέρα. Καθοδηγούμενοι από τον Ντάνιελ Μόργκαν… Θρασύς, παράτολμος, αναιδής τύπος. Τέτοιους είχε εκθρέψει η αυτοκρατορία κάτω από τη μύτη της. Ένα μάτσο ψευτοστρατιώτες… Σκύλευμα το σώμα του στρατού μου, στις ορέξεις του κλεφτοπόλεμού τους. Κι όμως!… Το Ροκ Πόιντ μού έδειχνε τον δρόμο. Διαφορετικά δεν θα ’χα φθάσει ως εδώ»).
«Γνωρίζω πολύ καλά τι εκτυλίχθηκε στο Ροκ Πόιντ», τον διέκοψε ο Τζορτζ.
«Σίγουρα!… Σημασία έχει να καταλάβεις πώς αντέστρεψε το κλίμα στο στρατόπεδό τους».
«Ο Φον Μπρέιμαν… Οι φωνές των συμμάχων… Οι αντιρρήσεις…», συμπλήρωσε ο Τζορτζ.
(«Ο Μόργκαν είχε στήσει τους άντρες του στις δύο πλαγιές. Σχεδίαζαν μαζική σφαγή των αξιωματικών και όσων στρατιωτών μπορούσαν. Οι επιλογές μου, μονόδρομος. Αν ήσουν εκεί, Πάτυ, δεν θα μ’ έβλεπες να καβαλάω κανένα άλογο. Δεν θα μ’ έβλεπες να οδηγώ με θάρρος κανέναν στρατό. Κρυμμένος ανάμεσα σε δεκάδες, έχοντας αντικαταστήσει όλους τους αξιωματικούς με στρατιώτες, οδεύαμε προς την ενέδρα. Μοναδική διέξοδος, από μέσα της. Έπρεπε να γίνουμε αόρατοι. Ακόμη και ο Φον Μπρέιμαν έδειχνε έκπληκτος στις διαταγές μου»).
«Όχι πως ήταν εξαίρετος στρατηγός, μα πάντα το μυαλό του δούλευε. Ακόμη κι εκείνος, το τσακάλι ο Μόργκαν, δεν μπορούσε να σκεφθεί τέτοια αντίδραση!…», σχολίασε ο Τζορτζ.
«Πραγματικά!… Τέτοιοι κανόνες δεν άρμοζαν σε αξιωματικούς του αγγλικού στρατού. Ο Μόργκαν και οι άντρες του περίμεναν με μάτια κλειδωμένα στις κόκκινες στολές. Ανάμεσα στα κλαδιά των δέντρων είχαν κουρνιάσει τυφεκιοφόροι˙ το σημάδι τους, ξυράφι στο λαιμό τους».
«Οι σκιές ήταν πάντα σύμμαχοι των φαντασμάτων του Μόργκαν. Σίγουρα, ανέμενε έναν στρατό ταλαιπωρημένο, που όδευε προς τη μοίρα του… Άκουσε λοιπόν τη δική μου οπτική…», ο Τζορτζ πήρε τη σκυτάλη από τον άγνωστο ηλικιωμένο. «Ο Τιμ Μέρφι ήταν έτοιμος με το χέρι στη σκανδάλη. Η πρώτη τουφεκιά θα ήταν δική του. Σαν άλλοτε στο δάσος, με γερακίσια μάτια, σημάδεψε τον πρώτο αξιωματικό που οδηγούσε τη φάλαγγα… Η τουφεκιά, ωστόσο, ήχησε σαν σύνθημα αντεπίθεσης. Τι κι αν ένας οπλίτης έπεσε νεκρός από το άλογο;… Ο Μπουργκόιν είχε καταφέρει να κρύψει αποτελεσματικά τους αξιωματικούς του και τον ίδιο.
Η αντίδραση των κόκκινων ήταν συντονισμένη και μαζική.
Το σημάδι θόλωσε. Οι τουφεκιές έχασαν τον προσανατολισμό. Πυκνοί μαύροι καπνοί είχαν αρχίσει ν’ αναδύονται από τα βάθη του φαραγγιού. Καθώς τα «φαντάσματα» είχαν βρει μπροστά τους μεγαλύτερα αιθέρια πνεύματα, αδυνατούσαν να διακρίνουν ποιον στόχευαν. Ο αγγλικός στρατός άνοιξε το βήμα του. Η φωτιά που είχαν ανάψει τους σκέπαζε σαν πέπλο. Ταχύτητα και αυτοσυγκέντρωση ήταν τα χαρακτηριστικά που δεν περίμεναν ν’ αντικρίσουν από τους καταραμένους Άγγλους! Πολλοί από τις πιο πίσω γραμμές είχαν ανοίξει πυρ κατά βούληση, για να εκφοβίσουν τους επαναστάτες. Βόλια σφύριζαν γύρω τους… Προσπαθούσαν να καλυφθούν από την αψυχολόγητη αντίδραση των Άγγλων. Δεν ήταν λίγοι εκείνοι που έπεσαν τραυματισμένοι˙ άλλοι, νεκροί από τέτοιες αδέσποτες σφαίρες. Η κάλυψή τους είχε χαθεί˙ η θέση τους, προδομένη. Ο μαύρος καπνός είχε ξεπεράσει τις κορφές των δέντρων και φανέρωνε την έκταση της μάχης που εκτυλισσόταν. Οι Άγγλοι είχαν σχεδόν καταφέρει το ακατόρθωτο: είχαν μετατρέψει το μειονέκτημα σε πλεονέκτημα. Μόλις μερικές δεκάδες δικοί τους είχαν χαθεί στον αγώνα.
Ο Μόργκαν μέσα στην αγωνία για την τροπή της μάχης, κάλεσε τους άνδρες του να οπισθοχωρήσουν, φοβούμενος αντεπίθεση. Το μεγαλύτερο μέρος του στρατού είχε διαφύγει τον κίνδυνο, καθώς ξεπέρασε το ύψος της ενέδρας. Οι πατριώτες υπό την υποψία πλαγιοκόπησης αποσύρθηκαν προς τη γύρω δασική περιοχή».
«Το σύμβολο της νίκης τους… Ο καπνός, αιωρούμενος πάνω από το πεδίο της μάχης. Αυτό θυμάται σαν γλυκόπικρη ανάμνηση ο στρατηγός. Αφηγείται ότι τα μάτια του ήταν για μέρες κόκκινα και πρησμένα…», σχολίασε ο Μόουζες δείχνοντας το ημερολόγιο.
«Κι αν σου έλεγα πως μέχρι τώρα τίποτα απ’ όλα αυτά δεν με ξαφνιάζει;».
«Πράγματι, τόσο αδιάφορα;». Ο Μόουζες δεν τσίμπησε στην μπλόφα του Τζορτζ.
«Εκτός από τη γλυκιά Πάτυ, θα ομολογούσα!…», χαμογέλασε εκείνος.
«Όντως, αυτή μας δείχνει πόσο θεατρίνος ήταν ο Τζόνι».
«Τότε γιατί τόση αγωνία γι’ αυτές τις αυτονόητες σελίδες; Μπορείς να τις κρατήσεις. Σ’ εμένα δεν θα προσφέρουν τίποτα…», συνέχισε ο Τζορτζ σίγουρος για τον εαυτό του.
«Δεν σε κατηγορώ… Γνωρίζεις τα πάντα, από τη μάχη στη Φάρμα του Φρίμαν, τα Μπέμις Χάιτς…».
Απέναντί του ο Τζορτζ συμφωνούσε, κουνώντας το κεφάλι του καταφατικά. Ένιωθε πως οι κόποι του ανταποδίδονταν ακόμη κι ενάντια σ’ έναν τόσο αλαζονικό άνδρα.
«Το πρόβλημα είναι πως αυτές οι σελίδες δεν αποτέλεσαν μέχρι τέλους το ημερολόγιο του στρατηγού Μπουργκόιν…».
«Τι εννοείς;», απάντησε κοφτά ο Τζορτζ, γυρνώντας πλευρό στην πολυθρόνα.
«Οι σελίδες άλλαξαν χέρια και κάτοχο…». Ένα αυτάρεσκο χαμόγελο διακρινόταν στα χείλη του Μόουζες.
«Κλάπηκε; Γι’ αυτό δεν βρέθηκε ποτέ, ούτε καν στην Αγγλία, όταν επέστρεψε ο Τζόνι;».
«Πιθανόν. Το ζήτημα είναι ‒δεν ξέρω αν σου το προανέφερα‒ πως δεν έχω καμία συγγενική σχέση με τον στρατηγό Μπουργκόιν».
«Τώρα που το ξεκαθαρίζεις, Μόουζες, συρρικνώνεις τις πιθανότητες των σεναρίων που είχα βάλει στο μυαλό μου για σένα. Λοιπόν;… Ποιος ήταν ο επόμενος κάτοχος του ημερολογίου;». Ο Τζορτζ προχώρησε αμέσως στην επόμενη ερώτηση.
«Κι όμως…, χαμογέλασε και πάλι. Ο ορκισμένος εχθρός του˙ ο Ντάνιελ Μόργκαν!».
Ο Τζορτζ προσπάθησε για μερικά δευτερόλεπτα να συνειδητοποιήσει τη σύνδεσή τους. Η υπόθεση είχε όντως ιστορικό ενδιαφέρον. Σούφρωσε τα μάτια, δείχνοντας προβληματισμένος. Σηκώθηκε για να γεμίσει το φλυτζάνι του με τσάι. Οι κινήσεις του, αργές, μηχανικές. Το μυαλό του δούλευε τη σύνδεση. «Είσαι όλο μυστικά κι εκπλήξεις, Μόουζες! Να φανταστώ ότι δεν του το παρέδωσε ο ίδιος ο Μπουργκόιν!».
«Δεν θα σου απαντήσω άμεσα σε αυτό. Βλέπω πάντως ότι το ζεις… Το ευχαριστιέσαι… Αυτό με κάνει χαρούμενο. Τουλάχιστον προς ώρας…».
Η υπόθεση ήταν περισσότερο πυκνή απ’ ό,τι φανταζόταν ο Τζορτζ Μπάνκροφτ. Τόσο πυκνή ήταν και ύφανση του ιστού˙ είχε κολλήσει πλέον σε όλο το τραπέζι. Σήκωσε την τσαγιέρα και τη μετέφερε δίπλα τους. Δεν ήθελε με τίποτα να διαλύσει τον ειρμό της αφήγησης για μια ασήμαντη αράχνη. Παράλληλα, η ταυτότητα του άγνωστου άντρα ήταν το μεγαλύτερο αίνιγμα για τον ίδιο.
Το όνομα Μόργκαν γυρόφερνε στο μυαλό του… Μια αυτό και μια το Μόουζες…
«Αναφέρει μέσα το πώς έγινε αυτή η ανταλλαγή;».
«Μα, φυσικά!…», απάντησε ο Μόουζες. «Τίποτα δεν μπορεί να μείνει κρυφό όσο μιλάμε για ένα ημερολόγιο. Ακόμη και ο Μόργκαν μπήκε στον πειρασμό να ξεκαθαρίσει τα αινίγματα…».
«Δεν ήταν φανατικός συγγραφέας, απ’ όσο γνωρίζω…», τον διέκοψε ο Τζορτζ.
«Σίγουρα. Άλλωστε, η γλυκιά Πάτυ από εδώ κι έπειτα θα μας εγκαταλείψει!», χαριτολόγησε ο άλλος. Σηκώθηκε από την καρέκλα, έβαλε με αργές κινήσεις το παλτό του κι ετοιμάστηκε αιφνιδίως να αποχωρήσει. «Εις το επανιδείν, Τζορτζ. Είναι ήδη περασμένη η ώρα…».
«Μα, πώς;…».
«Μην ανησυχείς, ευχαρίστως θα δεχόμουν ξανά τη φιλοξενία σου…», συμπλήρωσε πριν αρχίσει εκείνος τις διαμαρτυρίες.
«Πράγματι σε μερικές ημέρες φεύγω! Δεν νομίζω να θες απλώς να περάσεις τον χρόνο σου και να εξαντλήσεις τον δικό μου!». Ο Τζορτζ αποτραβήχτηκε προς το τζάκι, μη θέλοντας να κοιτάξει άλλο τον επισκέπτη του.
«Μέχρι τότε όλα θα έχουν διαλευκανθεί…», εξηγήθηκε ο Μόουζες. «Παρεμπιπτόντως, η ποικιλία του τσαγιού σου είναι θεσπέσια».
Πέρασαν μερικά δευτερόλεπτα μέχρι να καταλαγιάσει η ανυπομονησία του Τζορτζ. Στράφηκε κατόπιν πάλι προς αυτόν και έκανε ακόμη μια προσπάθεια λέγοντας: «Σου εγγυώμαι ότι το χειρόγραφο θα είναι απολύτως ασφαλές στα χέρια μου. Η ανάγνωση θα μου κάνει καλό. Θα μπορώ να σ’ εμπιστευτώ ακόμη πιο εύκολα, Μόουζες…», έβρισκε τόσους λόγους, ώστε να καταφέρει να το κρατήσει.
Ο άλλος τον ακούμπησε στον ώμο παρηγορώντας τον.
«Αυτό δεν θέλω. Η εμπιστοσύνη χτίζεται με τον χρόνο. Αύριο το πρωί;…».
«Για τσάι;…».
«Μην εμφανιστείς με το πιστόλι. Είναι ωραίο για να στολίζει τον τοίχο…».