Η επόμενη ώρα βρήκε τους τρεις άντρες να ταξιδεύουν νότια.
«Στο Μέριλαντ! Άκου στο Μέριλαντ! Τι θα πω εγώ στους ανωτέρους μου εάν με αναζητήσουν; Τι θα κάνουμε εάν πέσουμε πάνω σε οποιαδήποτε περίπολο των Νοτίων;» ωρυόταν ο Μπάνκροφτ.
«Τουλάχιστον σκεφτείτε ότι θα επισκεφθείτε νέα μέρη», είπε χαριτολογώντας ο Φέλιξ.
«Είναι η μόνη ελπίδα που έχεις, κύριε Μπάνκροφτ. Εκεί σε οδηγούν τα στοιχεία σου. Εάν δεν ήθελες να τ’ ακολουθήσεις θα έπρεπε να μην κατέβαινες ποτέ στη Φιλαδέλφεια, να μην με ενέπλεκες ποτέ στις υποθέσεις σου. Καλά βρισκόμουν μέσα στην άγνοιά μου», τού εξήγησε ο Σέλερ.
Είχαν αρκετό χρόνο, μέρες για την ακρίβεια, ώστε να σχεδιάσουν τις πιθανές ενέργειές τους. Το αγαλματίδιο, σύμφωνα πάντα με τον Σέλερ, προερχόταν από ένα παρεκκλήσι στην Ανάπολη. Είχε ξαναδεί πανομοιότυπό του κατά τα χρόνια της Επανάστασης.
Κάποιοι πατριώτες από τα μέρη εκείνα το είχαν ως φυλαχτό. Το όνομα αυτού ή αυτών που τα κατασκεύαζαν δεν το γνώριζε, αν και ήταν πολύ πιθανό να μην ζούσε κανείς τους πλέον εκεί.
Κατευθύνονταν σύμφωνα με τις οδηγίες των ντόπιων για το πού βρισκόταν ακριβώς αυτό το παρεκκλήσι. Πέρασαν από κοιλάδες ποταμών και παραπόταμων ‒ ευτυχώς και τα άλογά τους ήταν πεταλωμένα ‒ από σύνορα χωριών και κωμοπόλεων…
Για καλή τους τύχη, δεν υπήρχε κανένα σημάδι εχθρικής φρουράς προς τα μέρη τους. Πληροφορίες του Μπάνκροφτ έλεγαν πως οι δικοί του είχαν το πάνω χέρι στις περισσότερες από τις μάχες και ήταν πιθανό οι Νότιοι να είχαν ξεκινήσει ήδη την υποχώρησή τους από την περίμετρο που είχαν στήσει αρχικά.
Για να μην χάσουν ούτε ώρα κατά το ταξίδι τους, ο Μπάνκροφτ αναγκάστηκε να οδηγήσει κι εκείνος την άμαξα, ώστε ο Φέλιξ να ξεκουραστεί κατά τη διάρκεια της μέρας. «Δεν υπάρχει πιθανότητα να ταξιδέψω νύχτα», ακουγόταν ένα συνεχές παράπονο από τον ιστορικό. Και όντως, ακόμη και στην καμπίνα της άμαξας κοιμόταν με το ένα μάτι ανοιχτό, «για παν ενδεχόμενο».
Μάλιστα, όταν αντίκρισαν από μακριά τις στέγες της Ανάπολης, εκείνος ήταν που φώναξε: «Δώσ’ του να καταλάβει!» (εννοώντας τα άλογα). Οι τρεις άντρες ταξίδευαν πλέον προς το μέρος, στο οποίο ήλπιζαν να βρουν την πολυπόθητη εξήγηση του μυστηρίου, που είχε ξεδιπλώσει ο περίεργος Μόουζες.
Αν και φαίνονταν σαν αταίριαστα σερβίτσια, ο καθένας τους είχε και κάτι να προσδώσει στον κοινό σκοπό…
Όταν πια άρχισαν να περιφέρονται στους δρόμους της πόλης, είχαν κόψει ταχύτητα, ενώ παράλληλα διερευνούσαν το νέο σκηνικό που ξετυλιγόταν μπροστά τους: η πόλη είχε τους δικούς της ρυθμούς, τη δική της διάλεκτο, τα δικά της μυστικά, κρυμμένα στα βλέμματα των κατοίκων.
Με περισσή περιέργεια τούς καθοδήγησαν προς το παρεκκλήσι. «Επισκέπτες, προσκυνητές του άγιου και φημισμένου κατά την Επανάσταση τόπου», ήταν η δικαιολογία τους. Καμιά κουβέντα για ιστορική έρευνα και φανφάρες περί πολιτικής.
Φτάνοντας σ’ ένα ξέφωτο, αρκετά μακρύτερα από τα τελευταία σπίτια, ο δρόμος έπαυε να είναι αμαξιτός. Για κακή του τύχη, ο Φέλιξ ανέλαβε, για μια ακόμη φορά, τη «βρόμικη» δουλειά. Στα μπράτσα του υποβάσταζε τον Σέλερ, την ώρα που ο Μπάνκροφτ ξεμάκραινε όλο και περισσότερο, ανακοινώνοντας συνεχώς «Πρέπει να φτάνουμε».
Πράγματι, είχε διανύσει αρκετά μέτρα ανάμεσα στις βελανιδιές και τις οξιές, όταν ο ανήφορος ίσιωνε σ’ ένα πλάτωμα, στο μέσο του οποίου βρισκόταν χτισμένο σαν από παραμύθι αυτή η μικρή σκέπη του Ιησού. Άσπρο μάρμαρο, σκαλιστοί μικροί κίονες στήριζαν την κρύπτη. Από μακριά εξαπατούσε˙ δεν έδειχνε πως χωρούσε άνθρωπος εκεί μέσα. Περισσότερο έμοιαζε με αρχαίο βωμό παρά με εκκλησία. Αν δεν είχε τον σταυρό στην κορυφή δεν θα ξεχώριζε από ένα παγανιστικό ιερό.
Αφού πλησίασαν, είδαν το φως των κεριών να ξεπροβάλει δειλά από μέσα. Προσπάθησαν˙ πέρασαν στο εσωτερικό του ένας-ένας.
«Και τι ψάχνουμε ακριβώς τώρα;» ρώτησε ο Φέλιξ.
Ο Σέλερ απλώς παρατηρούσε˙ λιγοστά αγάλματα, ένα ως σκαλισμένος Χριστός στον τοίχο του ιερού. Δεν υπήρχαν πολλά να διακρίνεις.
«Τι θα ήθελε να βρει άραγε εδώ ο Μόουζες;» αναρωτιόταν δυνατά ο Μπάνκροφτ.
«Δεν βλέπω τίποτα που να έχει αξία, τουλάχιστον για την υπόθεσή μας. Οι πιστοί σίγουρα βρίσκουν εδώ αρκετά συχνά καταφύγιο. Φαίνεται ξεκάθαρα πως είναι επισκέψιμος ο ναός» παρατήρησε ο Σέλερ.
Όσο όμως οι δύο μεγαλύτεροι σε ηλικία άντρες έβαζαν το μυαλό τους να δουλεύει, ο Φέλιξ αναπήδησε από τη γωνία που βρισκόταν μπροστά στο άγαλμα της Παρθένου.
«Όταν μαθαίνεις ν’ ακούς, κύριε Μπάνκροφτ, κάποια στιγμή θα σου χρειαστεί» και χτύπησε με την μπότα του το δάπεδο, το οποίο έτρεμε σ’ εκείνο το σημείο περισσότερο από άλλα. Δοκίμασε ξανά λίγο παραδίπλα και κατάλαβε από ένα πνιχτό και βαθύτερο «κρακ» ότι σίγουρα το δάπεδο ήταν κούφιο.
Ο Μπάνκροφτ και ο Σέλερ τον κοιτούσαν άφωνοι, περιμένοντας τον νεαρό να αποδείξει τους ισχυρισμούς του. Εκείνος έσκυψε, βρήκε με τα δάχτυλά του την άκρη της ξύλινης πλάκας και προσπάθησε να τη σηκώσει. Η πλάκα, σφηνωμένη καθώς ήταν, δεν του έκανε το χατίρι.
«Συγχώρα με» είπε κι έβγαλε το όπλο που κουβαλούσε μαζί του για την ασφάλεια του ίδιου όσο και του πολιτικού προσώπου που συνόδευε. Δύο τρεις πυροβολισμοί ήταν αρκετοί, ώστε να θρυμματίσουν τη μια γωνιά του ξύλου.
«Ελπίζω να ξέρεις τι κάνεις, νεαρέ» είπε ο Μπάνκροφτ, ενώ ο Σέλερ πρόσθεσε πως δεν θα ήθελε να τον φυλακίσουν τόσο μακριά από το σπίτι του, αν έπαιρναν είδηση οι ντόπιοι την ιερόσυλη πράξη τους.
Το ξύλο με λίγη προσπάθεια παραπάνω ξεσκάλωσε, αφήνοντας στον αέρα ακίδες και σκόνη. Αρπάζοντας ένα κερί, ο Φέλιξ φώτισε με προσοχή την υπόγεια κρύπτη. Δεν μπορούσε να διακρίνει από το σημείο που βρισκόταν τι υπήρχε κρυμμένο στο πυκνό και υγρό σκοτάδι. Ό,τι κι αν ήταν κλεισμένο έπρεπε να βρισκόταν εκεί αρκετά χρόνια.
«Τι βλέπεις;» άκουγε εναγωνίως από τους άλλους δυο.
«Είναι ένα ολόκληρο δωμάτιο. Έχει σκαλιά. Δεν ξέρω αν μπορείτε να κατέβετε…»
Ο Μπάνκροφτ προσπάθησε να τον βοηθήσει. Μάταια. Ο Φέλιξ είχε ήδη χωθεί μέσα στην τρύπα και το μόνο που φαινόταν πλέον ήταν το κεφάλι του.
Έπειτα από λίγα δευτερόλεπτα: «Κύριε Μπάνκροφτ! Ελάτε να δείτε»!
«Σέλερ, πρόσεχε τα νώτα μας» είπε ο Μπάνκροφτ πριν ακολουθήσει τον Φέλιξ στο μυστικό δωμάτιο.
Με επιφυλακτικότητα έφθασε στο σημείο που βρισκόταν και ο νεαρός συνοδός του.
«Είναι σίγουρα τάφος» τού αποκάλυψε.
Ο Μπάνκροφτ δεν πίστευε στα μάτια του. Έπιασε με προσοχή κάποια αντικείμενα που βρίσκονταν τοποθετημένα δίπλα στον γυμνό σκελετό˙ ένα σπαθί ‒φαινόταν αξιωματικού‒, μια σημαία, κι ένα μικρό σεντούκι.
Θα μιλούσαμε για ένα παραμύθι, από τα κλασικά, αν μέσα του βρισκόταν ένας μυθικός θησαυρός. Ωστόσο, ο Μπάνκροφτ, καθώς το άνοιξε με προσοχή, αντίκρισε ένα χρυσό δαχτυλίδι και μια καδένα δίπλα σ’ έναν τυλιγμένο πάπυρο.
Ο διορατικός ιστορικός είχε ήδη αρχίσει να φαντάζεται σε ποιου τάφο βρισκόταν μπροστά και ποια ανακάλυψη είχε κάνει δίχως να το γνωρίζει. Όσο διάβαζε τον σαθρό πάπυρο, με αρκετή δυσκολία βέβαια, ένιωθε πως δικαιωνόταν˙ πως είχε βρει την απόδειξη που θα τον έκανε να γλιτώσει από οποιαδήποτε υποψία αρχαιοκαπηλίας ή κλοπής κειμηλίων ιστορικής κληρονομιάς.
Απεναντίας, το εξαιρετικό του εύρημα θα μπορούσε να σταθεί μνημείο του αμερικανικού έθνους και της αντίστασης απέναντι στις δυνάμεις της αυτοκρατορίας και της καταπίεσης.
Ελεύθερος, κρυμμένος με απόλυτη μυστικότητα κάτω από τα φυλλοβόλα δέντρα, στο χώμα που θα έπρεπε να ταφεί, αυτού δηλαδή που ένιωσε περισσότερο ως πατρίδα και σε αυτό αφιέρωσε τη ζωή του, κείτονταν ο ξακουστός Τζον Πολ Τζόουνς˙ η μοναδική και διαρκής αναζήτηση του Μόουζες. Αυτή που του έδινε δύναμη να συνεχίσει, ώσπου βρέθηκε σε αδιέξοδο, αναγκαζόμενος τελικά να περιμένει μονάχα τη δικαίωση της φήμης του χαμένου πατέρα του.
Ορμώμενος από τα εδάφη της Σκωτίας και τελευταίως της Γαλλίας, όπου άφησε την τελευταία του πνοή, κείτεται υπό άκρα μυστικότητα για την αποφυγή πιθανής τυμβωρυχίας, ως ένας από τους καλύτερους επαναστάτες που έδωσαν ψυχή και σώμα στην ελευθερία του έθνους, ο σερ Τζον Πολ Τζόουνς
Το δέντρο της ελευθερίας πρέπει πότε πότε να ποτίζεται από άντρες σαν κι αυτόν
Εν ειρήνη
Τα μάτια του Μπάνκροφτ, αφού διάβασαν τον πάπυρο, γυάλισαν από ενθουσιασμό μέσα στο σκοτάδι και η φωνή του, αν και ήταν κουρασμένος από το ταξίδι, ακούστηκε στο ήσυχο τοπίο της φύσης που βρισκόταν από πάνω τους.
ΥΓ. 1: Έπειτα από την ανακάλυψή τους, ο Μπάνκροφτ επέστρεψε στην Ουάσινγκτον για να συνεχίσει να προσφέρει τις υπηρεσίες του στο όνομα της εθνικής ενότητας ‒μέσω του πολέμου βέβαια‒ , αν και είχε καταλήξει πλέον στο ότι μόλις τελείωνε ο εμφύλιος θα έγραφε μια διατριβή με κεντρικό θέμα το ημερολόγιο, τις μαρτυρίες που υπήρχαν μέσα και φυσικά, την εύρεση του τάφου του Τζόουνς.
Ο Σέλερ γύρισε με τη βοήθεια του Φέλιξ και του Μπάνκροφτ στο αγρόκτημά του για να περάσει τα τελευταία χρόνια της ζωής του, αφού πρώτα ‒ χάρη και στη σχέση που είχε αναπτύξει με τον Μπάνκροφτ ‒του κατέθεσε μέσα από συζητήσεις και αλληλογραφία ό,τι γνώριζε σχετικά με τις υποθέσεις κατασκοπίας κατά τη διάρκεια της Επανάστασης.
Ο Φέλιξ Μπόλντγουιν από την άλλη, είχε μια πιο περιπετειώδη ζωή: αναγκάστηκε να πολεμήσει στο πλευρό των Βορείων, απ’ όπου βγήκε νικητής και ζωντανός, μολονότι μ’ ένα πόδι λιγότερο (το είχε πάρει μια κανονιόμπαλα μαζί της). Ωστόσο, για τις υπηρεσίες του προτάθηκε στο σώμα περιφρούρησης πολιτικών προσώπων, φύλακας στο Κογκρέσο.
Ο μυστηριώδης Μόουζες (Τζόουνς) δεν εμφανίστηκε ποτέ ξανά στον Τζορτζ Μπάνκροφτ. Τα ίχνη του χάθηκαν, ακόμα και όταν ο ιστορικός προσπάθησε να έρθει σε επαφή μαζί του. Οι τελευταίες πληροφορίες του έλεγαν ότι είχε μεταναστεύσει ξανά στη Σκωτία.
ΥΓ. 2: Έναν αιώνα περίπου αργότερα από τη λήξη της φημισμένης Επανάστασης, το 1906, σε επετειακή τελετή υπό τον πρόεδρο Ρούσβελτ, τοποθετήθηκαν σε ειδική κρύπτη τα λείψανα του Τζον Πολ Τζόουνς, κάτω από τον ναό στις εγκαταστάσεις της Ακαδημίας του Αμερικανικού Ναυτικού στην Ανάπολη, όπου παραμένουν σ’ ένα εντυπωσιακό μαρμάρινο σεντούκι μέχρι και σήμερα.