Ένα από τα ομορφότερα αγάλματα του 18ου αί., το άγαλμα «Έρως & Ψυχή» του Ιταλού γλύπτη Antonio Canova είναι εμπνευσμένο από τον αρχαίο ελληνικό μύθο του Έρωτα και της Ψυχής, και συγκεκριμένα αποτυπώνει τη στιγμή που ο Έρωτας ξαναζωντανεύει την Ψυχή.
Σύμφωνα με τον μύθο, η Ψυχή μαζί με τις 2 αδελφές της, κόρες του βασιλιά της Σικελίας, ήταν φημισμένες για την ομορφιά τους σε όλον τον τότε γνωστό κόσμο. Η ομορφιά της Ψυχής ήταν διαφορετική όμως απ’ τις αδερφές της, είχε κάτι θεϊκό πάνω της και γι’ αυτόν τον λόγο την ερωτεύονταν όλοι, άνθρωποι από όλο τον κόσμο έφταναν στο παλάτι μόνο για να τη δουν από κοντά και τις έφερναν δώρα περισσότερα και από τη θεάς Αφροδίτης.
Η Αφροδίτη θύμωσε, γιατί υπήρχε άλλη πιο όμορφη απ’ αυτήν και ζήτησε από τον γιο της, τον Έρωτα, να δηλητηριάσει τις ψυχές των ανδρών και να σταματήσουν να ερωτεύονται την Ψυχή. Στο σχέδιό της δεν υπολόγισε πως ο Έρωτας θα ερωτευόταν την Ψυχή.
Τα χρόνια περνούσαν, η Ψυχή μεγάλωσε και δεν μπορούσε να βρει μνηστήρα. Οι γονείς δεν ήξεραν τι να κάνουν και ζήτησαν χρησμό από το μαντείο των Δελφών, εκεί ο Απόλλωνας, υπό την καθοδήγηση του θεού Έρωτα, έδωσε τον ακόλουθο χρησμό: «Η Ψυχή δεν προορίζεται για γυναίκα κανενός θνητού. Ο άντρας της την περιμένει στην κορυφή ενός βουνού, και είναι ένα αποκρουστικό τέρας, που κανείς, ούτε θνητός ούτε αθάνατος, δεν μπορεί να του αντισταθεί. Σκοπός της ήταν να την οδηγήσει σε δυνατό έρωτα με τον ασχημότερο των ανθρώπων, θεόφτωχο, πάντα άρρωστο και κακομοίρη».
Οι γονείς, χωρίς να ξέρουν τι να κάνουν ακολούθησαν τον χρησμό και ετοίμασαν τη Ψυχή για τον γάμο. Την ανέβασαν ψηλά στο βουνό και από εκεί την παρέλαβε ο άνεμος Ζέφυρος, και την μετέφερε στο παλάτι του Έρωτα. Και κάθε βράδυ ο ίδιος με σβηστά φώτα, για να μην τον δει, κοιμόταν μαζί της. Ήταν ωστόσο τόσο τρυφερός και καλόκαρδος, που η Ψυχή κατάλαβε αμέσως ότι δεν μπορεί να είναι το αποκρουστικό τέρας που έλεγε ο χρησμός, αλλά ο άντρας που επιθυμούσε σε όλη της τη ζωή.
Όταν επισκέφθηκε την οικογένειά της, οι αδερφές της την έπεισαν πως έπρεπε να δει το πρόσωπό του, και όχι μόνο ότι όντως είναι ένα τέρας και θα τη σκοτώσει. Εκείνη λοιπόν,το βράδυ, πήρε ένα λυχνάρι, έγειρε από πάνω του και καθώς φώτισε το πρόσωπό του με το λυχνάρι να αντικρίσει επιτέλους το πρόσωπο του τέρατος, είδε τον πανέμορφο θεό Έρωτα. Η Ψυχή τα έχασε, το λυχνάρι έγειρε στο πλάι και καυτό λάδι χύθηκε πάνω στον Έρωτα. Ο Έρωτας ξύπνησε σφαδάζοντας από τον πόνο και πέταξε μακριά, φωνάζοντας της πως η καχυποψία της σκότωσε την αγάπη τους κι εξαφανίστηκε.
Η Ψυχή, ακολουθώντας τις συμβουλές της θέας Δήμητρας πήγε να μιλήσει στη θεά Αφροδίτη. Η Αφροδίτη είχε φυλακίσει τον Έρωτα μέχρι να ξεχάσει την Ψυχή και να επουλωθεί η πληγή του από το καυτό λάδι. Δέχτηκε να μιλήσει με την Ψυχή και της είπε πως για να δει τον αγαπημένο της, θα έπρεπε πρώτα να περάσει τρεις δοκιμασίες
Οι δοκιμασίες της ήταν να ξεδιαλλέξει σπόρους δημητριακών, να μαζέψει μαλλί από άγρια πρόβατα και τέλος,, να κατέβει στον Κάτω Κόσμο και να πάρει από την Περσεφόνη το ελιξίριο της νιότης για την Αφροδίτη, με την προϋπόθεση βέβαια να μην ανοίξει το ελιξίριο. Η Ψυχή δεν τήρησε τη συμφωνία, άνοιξε το δοχείο και έπεσε σε βαθύ ύπνο. Μέσα στο δοχείο, δεν ήταν το ελιξίριο της νεότητας αλλά ο Μορφέας.
Ο Έρωτας έμαθε για τις δοκιμασίες που επέβαλλε η μητέρα στην καλή του και έτρεξε στον Όλυμπο. Ζήτησε από τον Δία να σώσει την Ψυχή. Ο Δίας, συγκινημένος από την αληθινή αγάπη του θεού Έρωτα, την έκανε αθάνατη, επιτρέποντας σ’ εκείνον να ενωθεί μαζί της για πάντα. Η στιγμή που αποτυπώνεται στο γλυπτό είναι η στιγμή που ο Έρωτας ξυπνά την Ψυχή με ένα του φιλί.