Ο πρώτος πόλεμος του οπίου, διεξήχθη το 1839-1842 ανάμεσα στην Βρετανία και την Κίνα, την αυτοκρατορία των Τσίνγκ, λόγω αντικρουόμενων συμφερόντων πάνω στο εμπόριο.
Το θαλάσσιο εμπόριο ανάμεσα στην Ευρώπη και την Κίνα ξεκίνησε το 1557 με την Πορτογαλία. ενώ σύντομα και άλλα ευρωπαϊκά έθνη ακολούθησαν τον δρόμο των Πορτογάλων. Τα βρετανικά πλοία άρχισαν να πλησιάζουν τις ακτές της Κίνας το 1635.
Οι Βρετανοί έμποροι είχαν την άδεια να κάνουν συναλλαγές μόνο στα λιμάνια της Ζιουσάν, Ξιαμέν και στο λιμάνι της Καντόνας. Το Βρετανικό εμπόριο διεξάγονταν υπό την αιγίδα της Βρετανικής εταιρείας των Ανατολικών Ινδιών,η οποία διατηρούσε βασιλικά πλοία για το εμπόριο με την Άπω Ανατολή.Η Εταιρεία των Ανατολικών Ινδιών σταδιακά κυριάρχησε στο Κινο-Ευρωπαϊκό εμπόριο από τη θέση της στην Ινδία.
Το εμπόριο μεταξιού και πορσελάνης αυξήθηκε λόγω της ζήτησης τους στη Δύση,και η ζήτηση για τσάι στη Βρετανία.Ωστόσο μόνο το ασήμι ήταν αποδεκτό ως μέσο πληρωμής από την Κίνα,κάτι που οδήγησε σε ένα χρόνιο εμπορικό έλλειμμα. Μόνο από τα μέσα του 17ου αιώνα 28 εκατομμύρια κιλά ασημιού εισήλθαν στην Κίνα,κυρίως από ευρωπαϊκές χώρες,με αντάλλαγμα τα μοναδικά και εξωτικά για αυτούς Κινέζικα αγαθά.
Το 1817,οι Βρετανοί μετέτρεψαν την Ινδική αποικία σε επικερδή τόπο, κάνοντας αντί-εμπόριο με όπιο με την Κίνα, δίνοντας δηλαδή όπιο προκειμένω να πάρουν τα κινέζικα αγαθά. Όπιο, ονομάζεται ο αποξηραμένος γαλακτώδης χυμός που προέρχεται από ένα είδος παπαρούνας, η οποία ονομάζεται “μήκων η υπνοφόρος”, και περιέχει 10-12 % μορφίνη.
Η αυτοκρατορία των Τσίνγκ αρχικά δεν αντέδρασε στην εισαγωγή του ναρκωτικού επειδή οι Βρετανοί διπλασίασαν τις εξαγωγές τσαγιού από την Κίνα στην Αγγλία,και σαν αποτέλεσμα η αυτοκρατορία τους και οι υπηρέτες της κερδοσκοπούσαν .
Οι βρετανικές πωλήσεις οπίου ξεκίνησαν το 1781,και πενταπλασιάστηκαν στο διάστημα 1821-1837.Τα πλοία της Εταιρείας των Ανατολικών Ινδιών μετέφεραν τα φορτία τους στο Νησί Λίντιν, όπου οι Κινέζοι έμποροι έπαιρναν το όπιο πληρώνοντας γι αυτό με ασήμι .Το αυτοκρατορικό δικαστήριο συζητούσε ποία μέτρα να ακολουθήσει για να τερματίσει το εμπόριο οπίου,αλλά οι προσπάθειές του ήταν μάταιες εξαιτίας των τοπικών αξιωματικών που είχαν τεράστιο κέρδος από το εμπόριο του ,συμπεριλαμβανομένων κερδών από φόρους και δωροδοκίες.
Το 1839, η αυτοκρατορία αλλάζει πολιτική, πλέον αυτοκράτορας είναι ο Νταουγκανγκ,ο οποίος διόρισε τον Λιν Ζεξού για να λύσει το πρόβλημα, που πλέον έπαιρνε άλλες διαστάσεις λόγω του εθισμού του λαού στο όπιο, εξαφανίζοντας το εμπόριο του. Ο Λιν κατάσχεσε 1.210 κιλά όπιο χωρίς να προσφέρει αποζημίωση, απέκλεισε το εμπόριο και περιόρισε τους εμπόρους στα καταστήματα τους. Η Βρετανική κυβέρνηση, χρησιμοποίησε το ναυτικό της και βομβάρδισε την είσοδο του “ποταμού των Μαργαριταριών”. Οι Βρετανοί νίκησαν, κατέλαβαν τις ακτές, κατέστρεψαν τα λιμάνια και έφτασαν ως τις πύλες του Πεκίνου. Ο Λιν οδηγήθηκε στη φυλακή. Τα μεγάλα λιμάνια της Κίνας έπεφταν το ένα μετά το άλλο στα χέρια των Άγγλων.
Ο Πάρκερ, Βρετανός στρατηγός είχε εντολή να λεηλατήσει τα πάντα μέχρι οι Κινέζοι να συμμορφωθούν με όλους τους όρους της Βρετανίας. Έκαψε νησιά, πόλεις και παραλίες. Τελικά, η Κίνα υπέκυψε και υπέγραψε συνθήκη τον Αύγουστο 1842, δίνοντας αποζημίωση 21 εκατομμυρίων δολαρίων στην Βρετανία. Στη συνθήκη αναφερόταν επίσης ότι πέντε λιμάνια της χώρας ήταν στη διάθεση των Βρετανών και των άλλων Ευρωπαίων.
Από την υπογραφή της συνθήκης και μετά,σε όλα τα λιμάνια της Κίνας εισερχόταν το όπιο κατά τόνους χωρίς να υπάρχει πλέον κάποιος περιορισμός. Οκτώ εκατομμύρια καπνιστές καταγράφηκαν το β’ μισό του 19ου αιώνα, το ένα δέκατο δηλαδή του πληθυσμού της Κίνας. Η Σαγκάη είχε γίνει πλέον πρωτεύουσα των ναρκωτικών. «Το όπιο εισήχθη στην Κίνα επάνω στην πλάτη μιας καμήλας», είπε κάποιος ιστορικός, «και κατέληξε να τσακίσει τη ραχοκοκκαλιά ενός ολόκληρου έθνους».