
Ο Γιώργος Περού είναι η Τήνος, το κέντρο της Αθήνας, οι κιθάρες, τα λάιβ, οι σιωπές, η θάλασσα, οι λεωφόροι, η τρυφερότητα, η αγριότητα. Είναι μουσικός, τραγουδάει, φτιάχνει τραγούδια. Είναι καλλιτέχνης με δικό του στίγμα. Είναι κάποιος που αξίζει να γνωρίζετε. Λίγες ώρες πριν την εμφάνισή του με την Λόλα Γιαννοπούλου στο Χαμάμ στα Πετράλωνα (Πέμπτη, 22/12, 21:30), εξομολογείται διάφορα και ενδιαφέροντα στο maxmag.gr.
Επιμέλεια συνέντευξης: Γιώργος Βιτωράτος
Πώς βγήκε το Περού; Σε έχω ξαναρωτήσει στο παρελθόν και θα σε ρωτάω πάντα γιατί μου αρέσει πολύ το στόρι και θέλω να το μάθει όλος ο κόσμος.
Έχει πλάκα το πώς βγήκε. Ανέκαθεν μου άρεσαν τα παρατσούκλια γιατί γειώνουν την εικόνα που σχηματίζεις για τον εαυτό σου καθώς μεγαλώνεις και σου μαθαίνουν το πώς σε βλέπουν οι άλλοι. Είναι σαν λεκτική γελοιογραφία. Όλοι μου οι συγγενείς και συγχωριανοί από την Τήνο όταν αναφέρονται σε κάποιον χρησιμοποιούν το παρατσούκλι σε τέτοιο βαθμό που ξεχνάς τα ονόματα πια. Έτσι λοιπόν, απέκτησα το δικό μου και ήταν το δεύτερο καθώς στα σχολικά χρόνια είχα άλλο. Μια πολύ γλυκιά βραδιά μαζεμένοι φίλοι και γνωστοί στην πλατεία Μαβίλη πίσω το 2001 σχολίαζαν φορτικά πως μοιάζω με λατινοαμερικάνο – ήταν τότε πολύ της μόδας η λατρεία για την Λατινική Αμερική – και πάνω στο σχόλιά τους αυτά, γυρίζω σοβαρά και τους λέω πως είμαι στ’ αλήθεια από το Περού κι εκείνοι το πίστεψαν. Το “γεγονός” διαδόθηκε αστραπιαία στους φοιτητικούς κύκλους και μέσα σε 2 εβδομάδες και 3 εξαρχειώτικα πάρτυ και συναυλίες με φώναζαν όλοι έτσι. Το λάτρεψα κι έτσι το κράτησα.
Πώς ξεκίνησες την πορεία σου στη μουσική; Τι σκεφτόσουν τότε σε σχέση με αυτό το πράγμα και πώς είσαι σήμερα;
Όταν ήρθαν τα πρώτα τραγούδια που ένιωσα καθαρά δικά μου, αποφάσισα να μάθω να τα ηχογραφώ, ενορχηστρώνω και ό,τι άλλο χρειάζεται για να τα εκδώσω πιστεύοντας πως θα βρω στην πορεία συμμάχους και συνοδοιπόρους. Ήρθε όμως η συνολική μας ανεπάρκεια, ο ατομισμός και η γενικότερη κρίση και έκοψε τα πόδια ή τα φτερά σε όλη τη δική μου γενιά. Έτσι, δεν υπήρξε ποτέ η έννοια της μπάντας, της σκηνής, της τριβής και της επικοινωνίας. Τότε, πήρα τη μεγάλη απόφαση να το κάνω μέσα σε αυτήν τη δυστοπική κατάσταση, γιατί αφενός είχα κάποιες μικρές ενδείξεις πως αυτό που κάνω μπορεί να έχει κάποια τύχη, αλλά και γιατί δεν ήξερα ή δεν ήθελα τίποτα άλλο να κάνω. Πήρα λοιπόν πάνω μου όλο το εγχείρημα να δω πού θα με οδηγήσει και αυτό μου έμαθε πάρα πολλά και κυρίως να αφήνω πίσω τα εγωιστικά και ματαιόδοξα θέλω μου και να υπηρετώ το υλικό επενδύοντας στην καθαρότητα και την ειλικρίνειά του. Σήμερα νιώθω πολύ καλύτερα με αυτό το υλικό που έγινε μέσα μου κάτι σαν καλλιτεχνική πυξίδα. Δυστυχώς, η μουσική πράξη σε αντίθεση με την δημιουργία παραμένει ομαδικό άθλημα, αλλά η συμπεριφορά των υπόλοιπων παικτών έχει στρεβλώσει την εικόνα αυτή και το έχει μετατρέψει σε 100αρι στίβο. Εγώ το βλέπω σαν μαραθώνιο με την έννοια του πόσο θα αντέξεις και την δημιουργία κάτι σαν σκυταλοδρομία με την έννοια της παραλαβής της σκυτάλης από προγενέστερους δημιουργούς.

Πες μας για το νέο σου άλμπουμ, το Primavera. Άνοιξη θα πει, κι ας κυκλοφόρησε μες στα κρύα…
Η Άνοιξη είναι η περίοδος βίαιων και επίπονων αλλαγών που όμως νομοτελειακά θα συντελεστούν και στην φύση, αλλά και στους κοινωνικούς αγώνες. Δεν είναι μόνο λουλουδάκια και μελισσούλες. Επίσης είναι θριαμβευτική επικράτηση του σπόρου της ζωής πάνω στον θάνατο και η αναγέννηση της φύσης. Κυκλοφόρησε το φθινόπωρο, ώστε αφενός να μας κρατήσει συντροφιά μέσα στο χειμώνα αλλά και για να πάρουμε το χρόνο μας για να προετοιμαστούμε για τον ερχομό της. Αισθάνομαι πως φύτεψα κάτι τον Οκτώβριο για να το δω ν’ ανθίζει τον Απρίλη κι αυτό είναι προτιμότερο συναίσθημα από μια κάπως “εποχιακή” κυκλοφορία. Άλλωστε, όπως μας έχει πει κι Μάρκος από τους Locomondo “Δεν κάνει κρύο στην Ελλάδα…” οπότε δύσκολα θα “κλωτσήσει” σε κάποιον η φθινοπωρινή κυκλοφορία του άλμπουμ.
Ποια η σχέση σου με το studio και ποια με τα live; Βαράς κάτι αποχές από ζωντανές εμφανίσεις… Χάρηκα που είδα ότι θα κάνεις λάιβ στο Χαμάμ, ας πούμε, μετά από καιρό.
Προφανώς και μέχρι τώρα έχω δείξει πως είμαι άνθρωπος του στούντιο, όμως αυτό είναι μια στρεβλή εικόνα. Αυτό προκύπτει υποθέτω επειδή μεσολάβησαν οι απανωτές καραντίνες και κλειστήκαμε όλοι οι τραγουδοποιοί ειδικά στο στούντιο. Επίσης, δεν είχα ποτέ την ευκαιρία για διάφορους λόγους να παρουσιάσω ζωντανά ολοκληρωμένα αυτό που κάνω. Παρ’ όλα αυτά, έχω γυρίσει την μισή Ελλάδα μόνος με την κιθάρα μου προ καρονοιού παίζοντας σε φιλόξενους χώρους και σε ζεστά στέκια της επαρχίας κυρίως. Ελπίζω φέτος να έχω την ευκαιρία να παρουσιάσω τη δουλειά μου, αλλά και μια μουσική παράσταση που έχω στήσει με εξαιρετικούς μουσικούς και ονομάζεται “Πλατείες Γεμάτες Τραγούδια”. Στην πορεία θα σας πω περισσότερα για αυτό…
Ωραία, και στο Χαμάμ τι θα ακούσουμε δηλαδή; Τι σημαίνει το «Από Κοινού» σας με την Λόλα Γιαννοπούλου;
Με την Λόλα μας συνδέουν πολλά παιδιόθεν. Εκτός φυσικά από το ότι πρόκειται για μια εξαιρετική ερμηνεύτρια και πολύ ολοκληρωμένη μουσικό με φλέβα συνθετική. Αυτά είναι στοιχεία που την ξεχωρίζουν και δίνουν πολύ μεγαλύτερο νόημα σε μια έτσι κι αλλιώς υπέροχη φωνή. Ήταν φυσικό επόμενο να συνεργαστούμε ξανά πιστεύω. “Από Κοινού” σημαίνει πως βάζουμε κάτω τα σημεία αναφοράς μας (τραγούδια και δημιουργούς) και φτιάχνουμε ένα νέο “τοπογραφικό” του κοινού μας τόπου καλλιτεχνικά. Με συντεταγμένες τον Leonard Cohen, τον Διονύση Σαββόπουλο, τον Τσιτσάνη, τον Βαμβακάρη, τον Χατζιδάκι και τον John Lennon και άλλους πολλούς… Έτσι αντί να συστήνουμε τον εαυτό μας σαν πρόσωπο, σχηματίζουμε τον χωροχρόνο στον οποίο θα περπατήσουμε και ακριβώς σε αυτόν θα σας ξεναγήσουμε και έτσι θα σχηματιστεί το αληθινό μας πρόσωπο που θα περιλαμβάνει τα βιώματα και τις εμπειρίες που καθοριστικά συνέβαλαν σε αυτό που είμαστε σήμερα. Άλλωστε ο καλύτερος τρόπος να σε γνωρίσει κάποιος είναι να το πας μια βόλτα στην γειτονιά που μεγάλωσες και να τον “μπάσεις” στο σπίτι σου. Να σημειώσω εδώ πως δεν πρόκειται για κάποια έκρηξη νοσταλγικής διάθεσης ούτε για μαυσωλείο τραγουδιών. Πρόκειται για υλικό που το “κάνουμε δικό μας” μουσικά και ερμηνευτικά, το φιλτράρουμε μέσα από το αίσθημα του παρόντος μας ώστε να αποδοθεί στο εδώ και στο τώρα. Το αντίθετο δηλαδή από την γνωστή και κουραστική πια θα έλεγα “ρετρολαγνεία”.

Τι μουσική ακούς αυτή την εποχή; Πες μου νέους Έλληνες τραγουδοποιούς που παρακολουθείς και θαυμάζεις.
Τον τελευταίο καιρό, το ‘χω ρίξει στα Latin από διάφορες χώρες και στα τσιγγάνικα. Από Έλληνες τραγουδοποιούς αυτή την εποχή ακούω το Άγρια του φίλου μου του Λόλεκ. Ακούστε αυτό το άλμπουμ και θα καταλάβετε αμέσως γιατί.
Είναι πράγματι εξαιρετικό. Ποιο μουσικό κομμάτι, γενικώς, θα ήθελες να έχεις γράψει εσύ; Και ποιο δικό σου, αληθινά δικό σου, αγαπάς κάπως περισσότερο από τα άλλα σου; Σαν…χαϊδεμένο σου;
Από δικά μου, κάθε μήνα περίπου αλλάζω “χαϊδεμένο”. Για τον μήνα Δεκέμβρη που διανύουμε, αλλά και για κάθε Δεκέμβρη για λόγους συμβολικούς είναι “Η Πρώτη Αχτίδα” που ανοίγει το album. Θα ήθελα να είχα γράψει εγώ το “The gypsy wife” του Leonard Cohen, αλλά αν το ‘χα κάνει δεν θα ήμουν εγώ και ίσως δεν θα μιλούσαμε τώρα ή θα μιλούσαμε στα αγγλικά. Υπάρχουν πολλά τραγούδια που έχω ζηλέψει με την πολύ καλή έννοια-πιο πολύ, ζηλεύω την φυσικότητα και τα αληθινά βιώματα τόσων ανθρώπων που εμπεριέχονται και συγκατοικούν σε αυτά τα τραγούδια. Μακάρι να ζούσα πολλές ζωές ταυτόχρονα και να είχα συγγράψει/ συνδιαμορφώσει με τους άλλους μου εαυτούς πολλά παραδοσιακά τραγούδια όπως τα ‘’Καίγομαι και σιγολιώνω’’, ‘’Ωραία που είναι την αυγή’’, ‘’Κόσμε Χρυσέ’’, ‘’Τζιβαέρι’’… απλά να αναφέρω έτσι ενδεικτικά.