
“Να ζεις σημαίνει να χάνεις έδαφος.” Πόσο παράξενη και πόσο αυθάδης μπορεί να ακούγεται αυτή η αποστροφή σε μια αισιόδοξη εποχή, ή αντίστροφα: πόσοι είναι οι -ομολογουμένως λιγοστοί, βέβαια- άνθρωποι που είναι σήμερα έτοιμοι να την ενστερνιστούν; Τον περασμένο αιώνα, ο Emil Cioran (1911-1995) τόλμησε να εκφράσει “μαύρες” σκέψεις που όχι μόνο πηγαίνουν κόντρα στον οπτιμισμό της νέας, “πλανητικής εποχής” της ιστορίας της ανθρωπότητας, αλλά και που προκαλούν απροσδόκητα ολοένα και πιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον σήμερα.

Ο Ρουμάνος στοχαστής και συγγραφέας αποτελεί μια ιδιότυπη μορφή που δέσποσε μεταξύ επιφανών φιλοσόφων του 20ου αιώνα, πλην από το κοινωνικό και πνευματικό περιθώριο της εποχής του. Γιος Ορθόδοξου ιερέα, γεννημένος και μεγαλωμένος στη Τρανσυλβανία, εμφάνισε από νωρίς το μελαγχολικό χαρακτήρα του. Η ολοένα αυξανόμενη απαισιοδοξία του δεν κάμφθηκε ούτε από τις επιτυχημένες σπουδές του στη λογοτεχνία και τη φιλοσοφία στο πανεπιστήμιο του Βουκουρεστίου, που τον ανέδειξαν ως πολλά υποσχόμενο διανοούμενο, ούτε η σχετική μετεγκατάστασή του στο Βερολίνο το 1933 και το Παρίσι το 1937. Τα βιβλία του (ενδεικτικά Ο πειρασμός του υπάρχειν, Ο κακός δημιουργός, κ.α.), που από νωρίς άρχισε να εκδίδει, επιμένοντας παρά την αποτυχία της πλειοψηφίας τους, κοινωνούσαν μια όλο και πιο σκοτεινή κοσμοθεωρία, που εν πολλοίς κορυφώνεται στο για πολλούς καλύτερο (και προσωπικά αγαπημένο του) βιβλίο του με τίτλο Περί του ατοπήματος της έλευσης στη ζωή (1973)*.
Πρόκειται για μια συλλογή αφορισμών βαθυστόχαστων και υφολογικά άψογων, όπως και άλλα έργα του συγγραφέα, που αναφέρονται σε πολυποίκιλα θέματα: από το μόνιμο “αγκάθι” της ύπαρξης και την ανθρώπινη μοίρα, μέχρι τη σύγχρονη μαζική κουλτούρα και διανόηση. Όπως ξεκαθαρίζει ο τίτλος, ο Cioran βλέπει την ύπαρξη ως ατόπημα, ατυχία, λάθος. Εφόσον, μάς λέει, “το ότι υπάρχουμε είναι εξίσου -ή ίσως περισσότερο- αδιανόητο από το να μην υπάρχουμε”, η ίδια η ύπαρξη δεν είναι παρά ένας παραλογισμός στον οποίο εγκλωβιζόμαστε και που δεν οδηγεί πουθενά. Ο άνθρωπος είναι εξόριστος μέσα στον κόσμο και τη ζωή (που -περιττό να το πούμε- στερείται κάθε νοήματος), καταδικασμένος εν μέσω του πόνου και του ανολοκλήρωτου, μ’ αυτή τη συναισθηματική κατάσταση να χρωματίζει ολόκληρο το είναι μας, όπως αποδεικνύει ο ίδιος ο συγγραφέας αντανακλώντας αυτή τη διάθεση κάθε φορά που σχολιάζει οτιδήποτε, ακόμα και (φαινομενικά) άσχετο με την υπαρξιακή του αγωνία.
Με βαθύτατες επιρροές από το Nietzsche και το Schopenhauer, από τη σοφία της Ανατολής και τους καταραμένους και “παρακμιακούς” ποιητές της Δύσης, από το μυστικισμό και το γνωστικισμό, ο Cioran εκφράζει μία από τις πιο συνεπείς, ακραία απαισιόδοξες κοσμοθεωρίες όλων των εποχών. Κάθε αποστροφή και κάθε βιβλίο του περιστρέφεται γύρω από το πλέον ουσιώδες μεταφυσικό ερώτημα: γιατί υπάρχει κάτι και όχι απλά τίποτα; -το ίδιο ερώτημα που κίνησε και το στοχασμό του Heidegger. Η απόλυτη συνειδητοποίηση όχι μόνο της δικής μας θέσης, αλλά και του τίποτα τής ίδιας της ύπαρξης, είναι γι’ αυτόν η αληθινή λύτρωση -πλην επισφράγιση της δυστυχίας μας, ή μάλλον οριστική απώλεια της αφελούς ευτυχίας μας-, με τρόπο παρόμοιο μ’ αυτόν που σε γενικές γραμμές διδάσκει και ο βουδισμός. Και σαν επιστέγασμα έρχονται η “λατρεία της εκμηδένισης” και το αδιαχώριστο ζωής και θανάτου, που τόσο ενέπνευσαν καλλιτέχνες και έθρεψαν γενιές και γενιές ανθρώπων ανά τους αιώνες, μα που τόσο φοβάται κι αποστρέφεται ο σημερινός, αισιόδοξος άνθρωπος.
Όπως είναι φυσικό και παρόλη την ευστοχία τους ή σιωπηλή κι ανομολόγητη αποδοχή τους σε αρκετές περιπτώσεις -γιατί ο καθένας μας έχει περάσει τουλάχιστον μια τέτοια “φάση” στη ζωή του-, για τους περισσότερους τέτοιες σκέψεις δεν μπορούν παρά να συνδέονται με την αυτοκτονία. Κάτι τέτοιο, όμως, όχι μόνο δεν ήταν στις προθέσεις του Cioran, αλλά ο ίδιος το αρνούνταν κατηγορηματικά, μιας και δεν περίμενε η απλή συνείδηση της τιποτένιας υπαρξιακής μας κατάστασης να μάς οδηγήσει σε οποιαδήποτε απόπειρα αλλαγής ή βελτίωσης -που θα ήταν σημάδι αισιοδοξίας. Άλλωστε, μάλλον θα μας απαντούσε πως “μόνο οι αισιόδοξοι αυτοκτονούν, αισιόδοξοι που δεν κατορθώνουν πλέον να ‘ναι αισιόδοξοι. Οι άλλοι, μην έχοντας λόγο για να ζουν, γιατί θα είχαν κάποιον για να πεθάνουν;”
*Το βιβλίο του Emil Cioran κυκλοφορεί στα ελληνικά με τίτλο Επιλογή από το De l’inconvénient d’être né, σε μετάφραση Αντώνη Καραβασίλη, από τις εκδόσεις Στιγμή.