Σύμφωνα με ανακοίνωση του Αμερικανικού υπουργείου Άμυνας αλλά και του αρχηγείου των αμερικανικών χερσαίων ενόπλων δυνάμεων στην Ευρώπη στο Wiesbaden της Γερμανίας, στις αρχές του ερχόμενου Απριλίου χίλιοι (1000) Αμερικανοί μάχιμοι (troops) θα μεταβούν στο έδαφος της Πολωνίας. Η απόφαση αυτή ελήφθη από το Πεντάγωνο ως ένα πρώτο βήμα για την εφαρμογή της συμφωνίας του περασμένου καλοκαιριού ανάμεσα στις χώρες μέλη του ΝΑΤΟ. Η συμφωνία αυτή που φέρει το όνομα Ατλαντική Δέσμευση: Ενισχυμένη Προκεχωρημένη Παρουσία (Atlantic commitment: Enhanced Forward Presence) στοχεύει κατά τη δήλωση του ΝΑΤΟ, στην αναχαίτιση της αυξανόμενης ρωσικής επιθετικότητας στην περιοχή της Ανατολικής Ευρώπης και της Βαλτικής.
Είναι χαρακτηριστικό πως η ανακοίνωση των ΗΠΑ δεν ξεκαθαρίζει αρχικά τη φύση των δυνάμεων που θα μεταβούν στην Πολωνία. Κάνει λόγο για «μάχιμους», ωστόσο δεν αναφέρει αν πρόκειται για απλό πεζικό ή για δυνάμεις που θα μπορούσαν να κάνουν πιο δυναμικές ενέργειες (όπως για παράδειγμα Ειδικές Δυνάμεις ή άρματα μάχης). Έπειτα δεν είναι ξεκάθαρο αν αυτές οι δυνάμεις θα εγκατασταθούν στα σύνορα της Πολωνίας ή στο εσωτερικό της χώρας. Ως προσωρινή βάση της δύναμης αυτής έχει δηλωθεί η Πολωνική πόλη Orzysz. Τέλος δεν αναφέρεται αν αυτές θα είναι και οι τελευταίες αμερικανικές δυνάμεις που μεταφέρονται εκεί.
Στο πλαίσιο της ΝΑΤΟϊκής συμφωνίας ο Καναδάς θα στείλει στρατεύματα στην Λετονία, η Γερμανία στην Λιθουανία και το Ηνωμένο Βασίλειο στην Εσθονία.
Η κίνηση αυτή του ΝΑΤΟ έρχεται σε μια στιγμή που στην ίδια την Πολωνία επικρατεί πολιτικός αναβρασμός, ενώ και γενικότερα στην Ανατολική Ευρώπη πολλαπλασιάζονται οι εστίες αναταραχής. Στην Ρουμανία υπάρχει έντονη κυβερνητική κρίση, η Ουκρανία βρίσκεται σε κατάσταση εμφυλίου πολέμου ενώ και στις χώρες της πρώην Γιουγκοσλαβίας οι εθνικισμοί αναζωπυρώνονται, κυρίως ο σέρβικος και ο αλβανικός, με μήλο της έριδας πάντα το Κόσοβο. Στο σημείο αυτό δεν θα πρέπει να παραβλέψουμε και πρόσφατη δήλωση του Αμερικανού γερουσιαστή του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος Ντάνα Ροχραμπάχερ, ότι η ΠΓΔΜ είναι «τεχνητή χώρα» και θα πρέπει να πάψει να υπάρχει ως έχει.
Σε κάθε περίπτωση η ανάληψη στρατιωτικής δράσης από όλες τις ισχυρές χώρες της Δύσης εναντίον της Ρωσίας μόνο κίνδυνο για την παγκόσμια ασφάλεια μπορεί να σημάνει. Η Ρωσία είναι μια χώρα με τριακόσια εκατομμύρια κατοίκους (300.000.000) εκ των οποίων οι περισσότεροι έχουν λάβει στρατιωτική εκπαίδευση, ενώ κατέχει το δεύτερο μεγαλύτερο πυρηνικό οπλοστάσιο στον κόσμο. Ταυτόχρονα έχει μια αυταρχική κυβέρνηση, η οποία μπορεί να κινητοποιήσει ταχύτατα τις ένοπλες δυνάμεις της. Στο εξωτερικό έχει πολιτική στήριξη από αρκετά κράτη αλλά και τη συμπάθεια αρκετών ομάδων πληθυσμού στις χώρες όπου θα αναπτυχθούν οι ΝΑΤΟϊκές δυνάμεις.
Όλα αυτά σε συνδυασμό με την ενίσχυση της αμερικανικής ναυτικής παρουσίας στη Μεσόγειο, την πολιτική αναταραχή στην Τουρκία να συνεχίζεται και τον εμφύλιο στη Συρία να μαίνεται δημιουργούν ένα πολύ επικίνδυνο και δυσοίωνο κλίμα για όλες τις χώρες της περιοχής, και για την Ελλάδα. Παρά το γεγονός ότι οι συντηρητικές και φιλο-αμερικανικές πολιτικές δυνάμεις βλέπουν την ΝΑΤΟϊκή παρουσία ως δύναμη εγγύησης της σταθερότητας, δεν είναι καθόλου απίθανο η παρουσία αυτή να κλιμακώσει τις εντάσεις. Ακόμα, όπως έχει ξαναγίνει στο παρελθόν, είναι πιθανό η αναχαίτιση της ρωσικής επιθετικότητας να χρησιμοποιηθεί ως άλλοθι για να πληγούν πολιτικά και κοινωνικά κινήματα στο εσωτερικό των χωρών κατηγορούμενα αυθαίρετα ως υποκινούμενα από τη Ρωσία ή για να εγκαθιδρυθούν κυβερνήσεις που δεν θα φέρνουν τη παραμικρή αντίρρηση στο ΝΑΤΟ. Η παλιά πρακτική της εγκαθίδρυσης μιας Χούντας μπορεί να επιστρέψει ίσως παραλλαγμένη ως προς την εμφάνιση της, αλλά ίδια ως προς το περιεχόμενο της. Για άλλη μια φορά στην ιστορία της Ευρώπης, αυτό που πραγματικά κινδυνεύει είναι η ελευθερία και τα δημοκρατικά δικαιώματα των πολιτών, καθώς πάντα η απειλή για έναν μεγάλο και επικίνδυνο εξωτερικό εχθρό φέρνει περιορισμό της ελευθερίας από αυτόν που αναλαμβάνει να σε προστατεύει.