Ο θρυλικός Νίκος Παναγιωτόπουλος, ένας από τους πιο εγνωσμένους και παραγωγικούς Έλληνες σκηνοθέτες σπουδαίου εγχώριου διαμετρήματος και μη, θα αναζητήσει κι εδώ όπως σε πολλές ταινίες του μέσα από τα όνειρα και την διττή ερμηνεία τους, την ίδια την πραγματικότητα, θολώνοντας τις -ήδη- νοητές γραμμές που τα χωρίζουν και προκρίνοντας την αμφισημία τους. «Η γυναίκα που έβλεπε τα όνειρα», είναι ένα οδοιπορικό στα απόκρυφα του μυαλού, ένα ταξίδι στις ψευδαισθήσεις της μνήμης και μια πραγματεία για την σχέση του ζευγαριού, μέσα από διάπυρες εικόνες φαντασίας και πραγματικότητας, που συγχέονται κάποιες φορές ακατανόητα και άλλες με μαθηματική αλληλουχία και μετατρέπονται βαθμηδόν σε μια ενιαία καινούργια πραγματικότητα. Επηρεασμένος αναφανδόν από ευρωπαϊκό κινηματογράφο σε μια εποχή που έχει φύγει ανεπιστρεπτί, πλάθει ένα ονειρικό δράμα με χιούμορ και παραδίδει μια υποτιμημένη, αποκρυφιστική ταινία μαγικού ρεαλισμού.
Ένα ζευγάρι θα περάσει κρίση όταν η γυναίκα θα αρχίσει να βλέπει περίεργα όνειρα και στην προσπάθειά της να τα εξιστορήσει στον άνδρα της, θα δημιουργηθούν στεγανά στην μεταξύ τους σχέση.
Η Άννα (Μυρτώ Παράσχη), είναι μια ανήσυχη γεμάτη ζωή γυναίκα που τελευταία βάλλεται από έναν ορυμαγδό αλλόκοτων ονείρων τα οποία προσπαθεί με την ίδια ζωηράδα να τα διηγηθεί στον εφεκτικό συζυγό της. Το ζευγάρι διέπεται από συναισθηματικά δίπολα. Συναίσθημα και λογική. Παρορμητικότητα και μεθοδικότητα. Η επιπόλαια, παιχνιδιάρα γυναίκα και ο τυπικός, ορθολογιστής άντρας. Η συνήθεια που έχει μετατραπεί σε εμμονή από πλευράς της γυναίκας να μιλάει με σχολαστική ακρίβεια ολημερίς για τα σουρεαλιστικά όνειρά της, έχει κλονίσει την σχέση με τον Αχιλλέα (Γιάννης Μπέζος), ο οποίος σταδιακά χάνει την προθυμία του να τα ακούσει και να τα ερμηνεύσει επαρκώς.
Ο δικηγόρος τεχνοκράτης σύζυγος της έχει αναλάβει μια υπόθεση δολοφονιας, στην οποία ο εντολέας του είναι ο κατηγορούμενος για ανθρωποκτονία. Η υπόθεση αυτή, καθώς και ο εν λόγω κατηγορούμενος θα πυροδοτήσουν μια μεγαλύτερη ανάγκη στην Άννα να κάνει προβλέψεις μέσα από τα όνειρα-οράματά της και να μιλάει για αυτά όπου σταθεί και όπου βρεθεί. Η σχέση του ζευγαριού θα αρχίσει να παίρνει αποστάσεις και το παιχνίδι εν είδει αστείου που ήταν αρχικά, θα γίνει αφορμή για αναθεώρηση και ανάπλαση της σχέσης τους, μέσα από ένα κουβάρι πραγματικότητας και φαντασίας με τις εικόνες να δίνονται στο θεατή φύρδην-μίγδην από ένα σημείο και μετά.
Η ίδια θέλοντας διακαώς να εξομολογηθεί αυτόν τον συρφετό ονείρων που την ταλαιπωρούν και όντας -κυριολεκτικά- στον κόσμο της, θα επιχειρήσει να βρει άλλους, πιο πρόθυμους ακροατές, ενώ ταυτόχρονα κι ο άντρας έχει βαλθεί να δικαιώσει τον πελατη του σε μια πολύ σημαντική δίκη, σαν ένα στοίχημα με τον εαυτό του, όσο ταυτόχρονα «ξαναγνωρίζεται» με τον «εσωτερισμό» της γυναίκας του.
Ο Παναγιωτόπουλος με χιούμορ, έρωτα, παιχνίδι και διάθεση για περισυλλογή, θα δοκιμάσει να ταλαντευτεί και ο ίδιος ανάμεσα στο όνειρο και την πραγματικότητα, με μια μόνιμη ρέμβη που δεν διακόπτεται για χάρη της επεξήγησης, με δύο εξαιρετικούς πρωταγωνιστές που μετασχηματίζονται σε νοήματικά σύμβολα, σε μια αιώνια πάλη συνύπαρξης των δύο φύλων.
Δείτε εδώ την ταινία «Η γυναίκα που έβλεπε τα όνειρα»: