«Μια τέτοια μέρα είναι ωραία για να πεθάνεις / Όμορφα κι όρθιος σε δημόσια θέα /Με λένε Παύλο Φύσσα κι είμαι από τον Περαία / Έλληνας μ’ ό,τι συνάδει αυτό – όχι μια σημαία, μελανοχίτωνας γόνος του Αχιλλέα και του Καραϊσκάκη / Κι αν ξέρω κάτι είναι πως γεννήθηκα ήδη / με δυο καταδίκες βαριές πάνω στην πλάτη / Δυο φτερά από γέννα πάνω στο σώμα μου ραμμένα».
Προσπαθώ να φέρω στην μνήμη μου τις μέρες εκείνες μετά την δολοφονία του Παύλου Φύσσα. Αν κάτι έχω καταφέρει να συγκρατήσω ανάμεσα στα άλλα είναι τα εκτενή ρεπορτάζ στα δελτία του 8 για την αντιφασιστική δράση του, το προφίλ του δολοφόνου αλλά η διάρκεια αυτή καθαυτή των δελτίων που με συνδέσεις επί συνδέσεων τελείωναν πολύ αργότερα από τον προκαθορισμένο χρόνο που ορίζουν οι νόμοι της τηλεοπτικής πραγματικότητας. Η δεδομένη κατάσταση κράτησε κάποιες μέρες για να επέλθει η κανονικότητα στην ροή του προγράμματος. Ξεχασμένες ειδήσεις, κάποια αφιερώματα στον Φύσσα, ισχνές αναφορές στην δίκη της Χρυσής Αυγής και το καθήκον του επιδραστικότερου μέσου απέναντι στον πολίτη έλαβε τέλος.
Δεν ξέρω καν αν πρέπει να γράψω για τον Παύλο όπως τον αποκαλούν. Δεν τον γνώρισα ποτέ. Ίσως κανείς απ αυτούς που χρησιμοποιούν το όνομα του να μην τον γνώρισαν. Ο Παύλος δεν ανήκει σε κανέναν. Συμβολίζει τον αντιφασιστικό αγώνα μα τον ενδύουμε με τα δικά μας χρώματα, τα δικά μας λόγια, τα δικά μας αιτήματα και διεκδικήσεις. Συχνό το φαινόμενο της ηρωποίησης και της οικειοποίησης μορφών που δίνουν ή έδωσαν τον αγώνα τους για κάποιο ιδανικό για να δώσουμε πνοή και νόημα στην δική μας συγκυρία. Στην κοινή γνώμη είναι σαν ο Παύλος, ο Αλέξης, η Ηριάννα να νομιμοποιούν με σφραγίδα το όνομα τους πράξεις που γίνονται γι αυτούς χωρίς αυτούς.
Καπήλευση; Εφαλτήριο ορμής και δυναμισμού στο κοινωνικό και πολιτικό γίγνεσθαι; Αφορμή για να μην βρίσκει χώρο στην ελληνική πραγματικότητα η μνήμη του χρυσόψαρου; Ίσως η απάντηση να βρίσκεται σε όλα και σε τίποτε από αυτά.
Ο Παύλος ζει στις ψυχές όσων αποστρέφονται κάθε ιδεολογία που αντιστρέφεται τον άνθρωπο και την αγάπη γι αυτόν. Ο Παύλος πέθανε και το γιατί ζητάει απάντηση. Το γιατί πλανάται κάπου εκεί έξω που το μίσος υποκαθιστά την αγάπη και την ανθρωπιά, εκεί που ο φανατισμός τυφλώνει, εκεί που η μισαλλοδοξία δίνει έναυσμα στην υποκίνηση της βίας κάθε λογής, Η λύση δεν είναι η σιωπή και η υποταγή σε λογικές ισοπεδωτικές που έρχονται σε σύγκρουση με δικαιώματα και ελευθερίες.
Ο Κώστας Μουρσελάς για τη Χρυσή Αυγή:
«Μη νομίζεις ότι ήταν τυχαίο το ξεπέταγμα της Χρυσής Αυγής. Το 1967 πώς φτιάχτηκε η Χούντα; Πώς φτιάχτηκαν τα Ες Ες; Όχι, δεν μπορούσα να φανταστώ ότι θα γεννιόταν μια Χρυσή Αυγή στην Ελλάδα, διότι κατ’ αρχάς η Χρυσή Αυγή δεν είναι απλώς ένα ακροδεξιό κόμμα, δεν είναι μόνο ένα φασιστικό κόμμα, κάτι που θα μπορούσα να το καταλάβω, δεν είναι μόνο φασίστες, κάτι που τέλος πάντων τρώγεται. Είναι κάτι περισσότερο. Πρόκειται περί βλακών, ανιστόρητων βλακών. Είναι θαυμαστές του Χίτλερ. Αυτό μόνο είναι. Δεν είναι ιδεολόγοι φασίστες. Τα σπίτια τους είναι γεμάτα με φωτογραφίες του Χίτλερ και των συμβόλων του. Γελοιωδέστερη εικόνα δεν έχω ξαναδεί. Να θαυμάζεις τον παράφρονα άνθρωπο που για «χάρη» του θυσιάστηκαν πενήντα εκατομμύρια άνθρωποι στον πλανήτη μας, να είσαι Έλληνας και να ξεχνάς ότι καθάρισε εκατομμύρια συμπατριωτών σου, που μέσα σ’ αυτούς μπορεί να ήταν και συγγενείς σου, να θαυμάζεις τον άνθρωπο που έκαιγε παιδιά στους φούρνους και κυρίως έναν τόσο ηλίθιο που πίστεψε ότι θα κυριαρχήσει σ’ όλο τον πλανήτη, είναι τόσο τρελό, τόσο γελοίο, τόσο ακατανόητο. Και ας μη μιλήσουμε για τους πεντακόσιους χιλιάδες των ψηφοφόρων του. Το ψήφισαν, λένε, για να εκδικηθούν τους πολιτικούς.»