
Στις δύσκολες μέρες που ζούμε επανήλθαν στο καθημερινό μας λεξιλόγιο λέξεις ξεχασμένες από καιρό. «Πανδημία», «καραντίνα», «αυτοπεριορισμός», «κατ’ οίκον» είναι μερικές από αυτές. Μέχρι την απειλή της πανδημίας η σκέψη ότι οι άνθρωποι θα απαγορεύεται να κυκλοφορούν δημοσίως για λόγους υγείας, θα μας φαινόταν σενάριο επιστημονικής φαντασίας. Σε μια ελεύθερη δημοκρατική κοινωνία, η σκέψη ότι πρέπει να πάρουμε άδεια για να βγούμε από το σπίτι θα φαινόταν από παράλογη ως αντισυνταγματική. Η υγεία όμως είναι το υπέρτατο αγαθό και όταν η υγεία απειλείται, η ανεξαρτησία κάνει ένα βήμα πίσω.
Σήμερα, που η επιστήμη της υγείας έχει προχωρήσει τόσο πολύ, η ιδέα να απομονώνεται ένας ασθενής και να υπομένει καρτερικά τα βάσανα του είναι παράλογη. Στην αρχαία Ελλάδα οι άνθρωποι δέχονταν την αρρώστια σαν κάτι το αναπόφευκτο. Ο χορός στον «Αγαμέμνονα» του Αισχύλου θα πει: «Η έκβαση της καλής υγείας είναι άγνωστη, διότι στον ίδιο τοίχο με την υγεία στηρίζεται και η αρρώστια». Η τροφός στον «Ιππόλυτο» του Ευριπίδη θα δηλώσει: «Καλύτερα να είναι κανείς άρρωστος παρά να περιποιείται αρρώστους. […] Ευκολότερα υποφέρεις την αρρώστια σου, αν την υπομένεις με ηρεμία και με γενναία διάθεση. Είναι στη μοίρα των ανθρώπων να βασανίζονται».
Ο Σοφοκλής ήταν 90 χρονών όταν με τον «Φιλοκτήτη» κέρδισε το πρώτο βραβείο το 409 π.Χ. Ποιος ήταν όμως αυτός ο ήρωας που έγινε σύμβολο του άρρωστου ανθρώπου που προδόθηκε; Όταν ο Ηρακλής τυλίχθηκε τον δηλητηριασμένο χιτώνα του Νέσσου, ένιωσε αφόρητους πόνους και κατάλαβε ότι έφτασε το τέλος του. Ανέβηκε στο βουνό Οίτη, έφτιαξε έναν σωρό από ξύλα και ξάπλωσε πάνω τους. Κανένας άνθρωπος δεν δεχόταν να ανάψει τη φωτιά, άφησαν τον Ηρακλή έρμο και αβοήθητο. Μόνο ένας νέος βρέθηκε να τον σπλαχνιστεί και να τον απαλλάξει από την οδύνη πριν το θάνατο: Ο Φιλοκτήτης. Σαν αντάλλαγμα ο Ηρακλής χάρισε τα όπλα του σε αυτόν τον φιλεύσπλαχνο συνάνθρωπο.
Όταν ένα φίδι δάγκωσε στο πόδι τον Φιλοκτήτη, απέκτησε μια ανίατη πληγή με έντονη δυσοσμία. Τότε οι σύντροφοι του μετά από συμβουλή του Οδυσσέα, τον εγκατέλειψαν στη Λήμνο μόνο και αβοήθητο. Όταν ξύπνησε ο Φιλοκτήτης στο νησί και είδε να τον εγκαταλείπουν είπε «Με αφήσανε ολομόναχο με την αρρώστια μου και το σκάσανε. Μου αφήσανε μόνο κάτι κουρέλια σαν να ήμουν ζητιάνος και λιγοστή τροφή. Τί ξύπνημα θαρρείς πως έκανα παιδί μου όταν εκείνοι ήταν φευγάτοι; Κοντά μου ούτε ένα άνθρωπο, ούτε μια ψυχή να μου παρασταθεί, να με βοηθήσει στην αρρώστια που με βασάνιζε»

Ο Φιλοκτήτης είναι ένας μοναδικά αξιοπρεπής άνθρωπος που φτάνει ως την απόλυτη άρνηση. Υπομένει μόνος του την αρρώστια του γεμάτος εγκαρτέρηση αλλά και μίσος για εκείνους που παγίδεψαν τη ζωή του. Ο Σοφοκλής έχοντας άριστες γνώσεις Ιατρικής και παθολογίας σκιαγραφεί έναν ήρωα που νοσεί εσωτερικά και εξωτερικά. Ο Φιλοκτήτης σπαρταράει, μισεί, ικετεύει, οργίζεται, δίνεται, εμπιστεύεται, προδίδεται και λαχταράει και αυτός το μερίδιο του στην ανθρώπινη ευτυχία. Ο Φιλοκτήτης δεν έχει την αίγλη και τη δόξα που έχουν οι άλλοι ήρωες όπως ο Οιδίποδας, ο Αχιλλέας, ο Αίαντας και τόσοι άλλοι. Ο Φιλοκτήτης είναι άρρωστος και μόνος, πολύ μόνος.
Θα κλείσω γράφοντας τους στίχους με τους οποίους ο Φιλοκτήτης περιγράφει το νοικοκυριό του. Ωστόσο, οι στίχοι αυτοί δεν είναι ηρωικοί, κρύβουν όμως μια αφάνταστη βαθιά συγκίνηση:
«Του στομαχιού τις ανάγκες τούτο το τόξο τις υπηρετούσε χτυπώντας στο φτερό τα αγριοπερίστερα. Μα ό,τι χτυπούσε το βέλος σπρωγμένο από τη χορδή έπρεπε σέρνοντας να το πιάσω και όταν χρειάζονταν να βρω νερό ή ξύλα να κόψω για τον χειμώνα σαν έπεφτε η παγωνιά, σέρνοντας και αυτά τα οικονομούσα ο δόλιος. Φωτιά δεν είχα και μοναχά ξύνοντας πέτρα με την πέτρα ίσα ίσα που φανέρωνα το άφαντο φως. Αυτό που με γλίτωσε ως τώρα, γιατί με τη φωτιά μες την ερημιά που τώρα κατοικώ όλα τα οικονομώ… εκτός από τη υγειά μου…».