Το “Στο τέλος πεθαίνουν και οι δύο” είχε καταφέρει να δημιουργήσει μεγάλη συζήτηση γύρω από το όνομά του. Πήρε συνολικά πολύ καλές κριτικές και το έβλεπα να εμφανίζεται παντού στο ίντερνετ. Όλος αυτός ο ντόρος με έκανε να θέλω πολύ να το διαβάσω και ταυτόχρονα να φοβάμαι πως θα απογοητευτώ. Με χαρά μπορώ να πω ότι άξιζε κάθε καλή κριτική που πήρε, κάθε συζήτηση που έγινε γι’ αυτό.
Η ιστορία διαδραματίζεται σε έναν “ημιφανταστικό” κόσμο, όπου όλα σχεδόν είναι όπως τα γνωρίζουμε, υπάρχει όμως και το “Δελτίο Θανάτου”, το οποίο ενημερώνει τους ανθρώπους για την τελευταία τους μέρα και τους αφήνει να ζήσουν τις τελευταίες εικοσιτέσσερις ώρες τους πάνω στη γη. Μία τέτοια ενημέρωση λαμβάνουν και οι δύο μας πρωταγωνιστές, ο Ματέο και ο Ρούφους, λίγο μετά τα μεσάνυχτα της 5ης Σεπτεμβρίου. Τα δύο αγόρια είναι εντελώς άγνωστα μεταξύ τους, βρίσκονται όμως μέσω της εφαρμογής ” ο Τελευταίος Φίλος”. Αυτή η εφαρμογή επιτρέπει στους μελλοθάνατους να συνδεθούν με άλλα άτομα, είτε μελλοθάνατους είτε όχι, ώστε να περάσουν μαζί τις τελευταίες ώρες της ζωής τους.
Αρχικά ο συγγραφέας μας παρουσιάζει τις ζωές των δύο αγοριών και τις αντιδράσεις τους στο τραγικό νέο του θανάτου τους ξεχωριστά, ώστε να μπορέσουμε να τους γνωρίσουμε λίγο καλύτερα. Ο Ματέο είναι εσωστρεφής, ντροπαλός και δεν κάνει σχεδόν τίποτε αυθόρμητα, αλλά είναι σε όλα πολύ προσεκτικός και δρα εκ τους ασφαλούς σε ό,τι κάνει. Ο Ρούφους, από την άλλη είναι παρορμητικός, αντιδραστικός και αρκετά περιπετειώδης τύπος. Παρά τις διαφορές τους, δημιουργούν ένα δυνατό και βαθύ δέσιμο μεταξύ τους και ξεκινούν ένα μικρό ταξίδι, μόλις μιας ημέρας, ώστε να αδράξουν κάθε δευτερόλεπτο από τις ώρες που τους απομένουν μέχρι το τέλος. Στη διάρκεια αυτής της τελευταίας μέρας, γνωρίζουμε και μερικούς ακόμα ανθρώπους, κάποιους μελλοθάνατους και κάποιους όχι. Όλων οι ιστορίες περιγράφονται από την πλευρά του εκάστοτε πρωταγωνιστή κι αυτό κάνει την γραφή και την πλοκή πολύ ενδιαφέρουσα, καθώς είναι ένας μοναδικός τρόπος για να εντρυφήσει ο συγγραφέας στις σκέψεις τους και να χαρίσει στον αναγνώστη μια ξεχωριστή αναγνωστική εμπειρία, όπου μπορεί να κατανοήσει σε βάθος τα συναισθήματα και τις αντιδράσεις των ηρώων και να δεθεί περισσότερο μαζί τους.
Η αφήγηση διαδραματίζεται σε σχεδόν εικοσιτέσσερις ώρες, κάνοντας έτσι ξεκάθαρη την αδιαμφησβήτητη, την επιτακτική ανάγκη να ζήσουν και να αγαπήσουν την κάθε στιγμή που τους προσφέρεται ακόμα στη ζωή. Ο Adam Silvera, καταφέρνει με ευκολία να χωρέσει στην ιστορία του ταυτόχρονα τη λύπη, την αγωνία, την ελπίδα και το χιούμορ.
Ο αναπόφευκτος θάνατος δρα καταλυτικά ώστε οι κεντρικοί ήρωες, αν και γνωρίζουν ότι πεθαίνουν, να πάρουν τη ζωή τους στα χέρια τους, να αντιμετωπίσουν τους φόβους, τα θέλω, τις φιλοδοξίες τους αλλά και τις μεταξύ τους αντιπαραθέσεις. Αν και το μυθιστόρημα πραγματεύεται το θάνατο και το αναπόφευκτο τέλος, καταφέρνει να εστιάσει στην ομορφιά της ζωής. Γραμμένο με τρυφερότητα και συναισθηματικά φορτισμένο σε όλη τη διάρκεια, το “Στο τέλος πεθαίνουν και οι δύο“, θα οδηγήσει όποιον το διαβάσει σε μία ενδοσκόπηση σχετικά με το αναπόφευκτο του θανάτου, την αξία της ζωής και τη σημασία της σχέσης που έχει καθένας με τον εαυτό του αλλά και τους ανθρώπους που έχει γύρω του. Το βιβλίο έχει μια πραγματική αγάπη για τη ζωή και μας υπενθυμίζει με οδυνηρό και απλό τρόπο, αυτό που συχνά ξεχνάμε. Να ζούμε τη ζωή μας κάθε στιγμή, όπως ονειρευόμαστε, όσος χρόνος κι αν απομένει.