Τα τελευταία χρόνια έχει σημειωθεί μια ταχεία άνοδος του ευρωσκεπτικισμού στο εσωτερικό των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ένα από τα πολλά παραδείγματα που στοιχειοθετούν αυτήν την εξακρίβωση αποτελούν τα υψηλά ποσοστά που έλαβαν τα ακροδεξιά κόμματα στις εθνικές εκλογικές αναμετρήσεις που πραγματοποιήθηκαν πρόσφατα στην Ολλανδία και στη Γαλλία. Η ρητορική που ανέπτυξαν βασίζονταν κυρίως στην ξενοφοβία και στη θεσμική ανεπάρκεια διαχείρισης της οικονομικής κρίσης από την Ευρωπαϊκή Ένωση σε συνδυασμό με την επιβολή μέτρων λιτότητας. Και σε αυτούς τους τομείς οφείλουν να αναζητηθούν τα αίτια της επικίνδυνης αυτής ανόδου.
Η παγκόσμια οικονομική κρίση που εξαπλώθηκε ραγδαία στην ευρωπαϊκή ήπειρο και η αδυναμία αντιμετώπισης της από τις εγχώριες και ευρωπαϊκές πολιτικές δυνάμεις, εμφάνισαν τα βαθύτερα προβλήματα τόσο στην λειτουργία της ζώνης του ευρώ, όσο και της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο σύνολο. Η διάσταση των προβλημάτων αυτών εντοπίζεται στην άνιση οικονομική ισχύ μεταξύ των κρατών, όπου αναπόφευκτα θα οδηγούσε σε μια έντονη κρίση. Η μειωμένη ανταγωνιστικότητα των κρατών του νότου έναντι του πυρήνα της ευρωζώνης, η κακή δημοσιονομική διαχείριση, η υπερκατανάλωση και ο υπερδανεισμός είχε ως αποτέλεσμα την έκρηξη των ελλειμμάτων στο ισοζύγιο πληρωμών των χωρών και στη συσσώρευση υψηλού δημόσιου χρέους.
Εν συνεχεία η εφαρμογή μέτρων λιτότητας κρίθηκε ως επιτακτική ανάγκη, στοχεύοντας στη δημοσιονομική προσαρμογή. Τα μέτρα αυτά συνοδεύτηκαν κατά κύριο λόγο με μειώσεις στις κοινωνικές παροχές και αυξήσεις στη φορολογία. Αυτό το μοντέλο το οποίο εφαρμόστηκε είχε ως απόρροια την συμπίεση των μισθών, την μείωση της κατανάλωσης, των αποταμιεύσεων, καθώς και την όξυνση της ανεργίας. Έτσι δημιουργήθηκε μια έντονη δυσφορία και απογοήτευση κυρίως από το ανειδίκευτο κατώτερο και μεσαίο εξειδικευμένο εργατικό δυναμικό που πλήγηκαν σε μεγαλύτερο βαθμό από την οικονομική κρίση και οδηγήθηκαν στην υποστήριξη κομμάτων που παρουσίασαν ακραίους και λαϊκιστικούς πολιτικούς λόγους, θέτοντας ως κυρίαρχη εξαγγελία την αποχώρηση από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Ο άλλος τομέας αφορά το κλίμα ξενοφοβίας και του τρόπου που καλλιεργήθηκε από τους ακραίους πολιτικούς φορείς και το οποίο βρήκε πρόσφορο έδαφος στον ήδη δυσαρεστημένο λαό των περισσότερων ευρωπαϊκών χωρών ένεκα της κρίσης. Σημαντικό ρόλο στη θεμελίωση αυτού του κλίματος, υπήρξε η έκρηξη της τρομοκρατίας, το οποίο θεωρήθηκε ότι συνδέεται άρρηκτα με τα μεγάλα μεταναστευτικά ρεύματα, που προέρχονταν από τις προσφυγικές ροές της εμπόλεμης Συρίας, καθώς και από φτωχές τρίτες χώρες. Άμεση συνέπεια υπήρξε η ενίσχυση του αντιευρωπαϊκού κλίματος, οι συνεχείς πιέσεις για τροποποίηση της ζώνης Σέγκεν και η έκφραση της επιθυμίας μεγάλου ποσοστού των πολιτών των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την διεξαγωγή δημοψηφισμάτων για την αποχώρηση από τον οργανισμό.
Ωστόσο η ανάδυση ακραίων στοιχείων δεν αποτελεί την λύση των προβλημάτων που εμφανίστηκαν στη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά μέρος αυτού. Μόνο με την ανάληψη δράσεων, βασισμένων στα δημοκρατικά ιδεώδη, υπό το σύνολο των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης μέσω της εφαρμογής κοινών οικονομικών πολιτικών και πολιτικών ελέγχου και ίσης ανακατανομής των μεταναστευτικών ροών στις ευρωπαϊκές χώρες, δύνανται να απομονωθούν και να περιθωριοποιηθούν αυτές οι δυνάμεις. Η επίτευξη όμως της λήψης και υλοποίησης των ανωτέρω πολιτικών, προϋποθέτει μια εντονότερη προσπάθεια πολιτικής και οικονομικής ενοποίησης, ώστε να καταστεί λιγότερο δυσχερές το έργο της εναρμόνισης των υπερεθνικών συμφερόντων μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.