Με μάτια σαν βατράχου, λαιμό σαν στρουθοκαμήλου και αραιά μαλλιά, όπως έλεγε η ίδια, η Bette Davis κατάφερε να καταξιωθεί στο Χόλιγουντ της λάμψης και της ομορφιάς και να κάνει καριέρα για πάνω από πενήντα χρόνια. Ωμή, εύστροφη και δυναμική ήξερε πώς να διεκδικεί τη θέση της στο χώρο του θεάματος και έμεινε στην ιστορία του κινηματογράφου χάρη στον σκληρό και ασυμβίβαστο χαρακτήρα της. Ο «εξοπλισμός» της μπορεί να μην εντυπωσίαζε εξωτερικά, το πηγαίο ταλέντο της, ωστόσο, την ανέδειξε σε κορυφαία εκπρόσωπο του ασπρόμαυρου Χόλιγουντ! Η Bette Davis πεθαίνει στα 81 της χρόνια, σαν σήμερα, στις 6 Οκτωβρίου του 1989. Ας κάνουμε, λοιπόν, μία αναδρομή στο χρόνο και ας δούμε τον αμερικάνικο κινηματογράφο μέσα από τα μοναδικά μάτια της!
Η Bette Davis αντιμέτωπη με το Χόλιγουντ
Γεννημένη στις 5 Απριλίου του 1908, στη Μασαχουσέτη, η Ruth Elizabeth Davis, μετέπειτα γνωστή ως Bette Davis, έδειξε ενδιαφέρον για την υποκριτική ήδη από τα εφηβικά της χρόνια, όσο σπούδαζε ακόμα στην πολιτεία της, στο Cushing Academy. Ξεκίνησε να παίζει σε off season, καλοκαιρινές παραγωγές, μέχρι που έγινε δεκτή στη σχολή υποκριτικής του John Murray Anderson στη Νέα Υόρκη, όπου έκανε θραύση! Οι εμφανίσεις της στο Broadway γρήγορα έφεραν και την πρόταση από το Χόλιγουντ, και συγκεκριμένα από τα Universal Pictures. Οι ρόλοι που της προτάθηκαν, ωστόσο, δεν ήταν ταιριαστοί στο χαρακτήρα και τον τύπο της (βλ. “The Bad Sister”, 1931). Η έλλειψη του sex appeal, που προωθούσε η βιομηχανία της εποχής, αποτέλεσε τον καταλυτικό παράγοντα για την σύντομη συνεργασία της με το στούντιο.
Το πρώτο Όσκαρ
Η χολιγουντιανή καριέρα της, βέβαια, βρισκόταν ακόμα στην αρχή της. Ο Murray Kinnell, με τον οποίο είχε συνεργαστεί στις πρώτες εμφανίσεις της στη μεγάλη οθόνη, την πρότεινε ως συμπρωταγωνίστριά του στο έργο «Ο άνθρωπος που έπαιζε το Θεό» (“The Man who Played God”, 1932). Αποτέλεσμα της ερμηνείας της Bette Davis ήταν ένα συμβόλαιο με την Warner Bros. Για άλλη μία φορά, όμως, οι ρόλοι που της προτείνονταν ήταν κατώτεροι του επιπέδου και των ικανοτήτων της.
Στην προσπάθειά της να δείξει που μπορεί να φτάσει, παρακάλεσε την εταιρεία να της επιτρέψει να πρωταγωνιστήσει στην ταινία «Ανθρώπινη Δουλεία» (“Of Human Bondage”, 1934), παραγωγή των RKO Radio Pictures. Το αδίστακτο του ρόλου της, σε απόλυτη αρμονία με το αδίστακτο της προσωπικότητάς της, μάγεψαν κοινό και κριτικούς! Η δουλειά της, ωστόσο, δεν γινόταν να βραβευτεί με το Όσκαρ που τόσο άξιζε, λόγω της πολιτικής των συμβολαίων μεταξύ των δύο στούντιο. Γι’ αυτό και το πολυπόθητο χρυσό αγαλματίδιο, με το οποίο βραβεύτηκε την αμέσως επόμενη χρονιά, για την ερμηνεία της στο «Μια επικίνδυνη γυναίκα» (“Dangerous”, 1935), θεωρήθηκε ως «βραβείο παρηγοριάς» για την αδικία που υπέστη προηγουμένως.
Το συμβόλαιο με την Warner Bros
Η αρνητική στάση της Davis απέναντι στους περισσότερους ρόλους που της προωθούσε η εταιρεία παραγωγής, οδήγησε σε άλλη μία ατελέσφορη συνεργασία. H Bette κατέφυγε τότε στην Αγγλία, ωστόσο, δεν κατόρθωσε να εργαστεί, καθώς το συμβόλαιό της με την Warner Bros., περιείχε ρήτρα που απαγόρευε τη συνεργασία της με άλλες εταιρείες. Έτσι, επέστρεψε δυναμικά και αξίωσε (δικαστικά) αυτά που της αναλογούσαν: ρόλους και απολαβές ανάλογες του ταλέντου και των δυνατοτήτων της! Οι απαιτήσεις της ικανοποιήθηκαν αυτή τη φορά και το δεύτερό της Όσκαρ ακολούθησε πολύ σύντομα (“Jezebel”, 1938).
Η δεκαετία που ακολούθησε σήμανε την ακμή (με επιτυχίες όπως τα “Now Voyager”, 1942 και “The Corn is Green”, 1945), αλλά και τη προσωρινή λήξη της καριέρας της Bette Davis. Το πρώτο της “comeback” έγινε το 1950 με το ανεπανάληπτο «Όλα για την Εύα» (“All About Eve”, 1950). Φιλοδοξία, ματαιοδοξία, απληστία, εγωισμός, το κυνήγι του πλούτου, η μέθη της φήμης και η ανάγκη του ανήκειν στο χώρο του θεάματος συνοψίζονται στο ντουέτο Bette Davis-Anne Baxter, που αποκτά δική του σελίδα στην ιστορία του Χόλιγουντ. Το δεύτερο “comeback” της έγινε αρκετά χρόνια μετά, αυτή τη φορά με συμπρωταγωνίστρια την μισητή της Joan Crawford, με το «Τι απέγινε η Μπέιμπι Τζέιν;» (“Whatever Happened to Baby Jane”, 1962).
Η Bette Davis αντιμέτωπη με το γάμο
Η Bette Davis αυτοπροδιοριζόταν μέσα από την καριέρα της. Η προσωπική της ζωή ποτέ δεν υπήρξε η προτεραιότητά της. Παντρεύτηκε τέσσερις φορές και απέκτησε τρία παιδιά, όμως ήταν άνθρωπος πολύ κλειστός, εγωκεντρικός και μοναχικός (όπως μαρτυρά και ο τίτλος της αυτοβιογραφίας που εξέδωσε το 1962, “The lonely life”). Μπορεί να μην αποδεχόταν τη μετριότητα στη δουλειά της, σίγουρα πάντως δεν έδινε την ίδια βάση στην οικογένεια. Η κόρη της, μάλιστα, B.D. δημοσίευσε το 1985 ένα βιβλίο με τίτλο “My Mother’s Keeper”, όπου παρουσίαζε την Davis ως αλκοολική, εγωίστρια και υβριστική.
Η Bette Davis αντιμέτωπη με τη Joan Crawford
Η Joan Crawford υπήρξε αιώνιος ανταγωνισμός της Bette Davis, σε όλους τους τομείς. Η θρυλική αντιζηλία τους ξεκίνησε από τη δεκαετία του 1930, όταν η Crawford ήταν ήδη «όνομα» στο Χόλιγουντ, ενώ η Davis έκανε το ντεμπούτο της. Η ανακοίνωση του διαζυγίου της Crawford με τον πρώτο της σύζυγο Douglas Fairbanks Jr., την ίδια ημέρα με τη μεγάλη διαφημιστική καμπάνια για τον πρώτο μεγάλο πρωταγωνιστικό ρόλο της Bette στο “Ex-Lady” (1933), ο αρραβώνας της με τον έρωτα και συμπρωταγωνιστή της Davis στο «Μια επικίνδυνη γυναίκα», τον Franchot Tone, τα αρνητικά σχόλιά της για το λιτό μπλε φόρεμα της Bette στη βράβευσή της από την Ακαδημία (1936) πυροδότησαν την μεταξύ τους έχθρα.
Αυτή κλιμακώθηκε με το συμβόλαιο της Joan Crawford με την Warner Bros. (1943), όπου ήδη εργαζόταν η Davis, αλλά και η ανάληψη από αυτήν ρόλων που προηγουμένως είχε απορρίψει η Bette (“Mildred Pierce”, 1945, “Possessed”, 1947). Η Davis θεωρούσε την Joan μία απλή σταρ του σινεμά, ενώ η ίδια ήταν αληθινή ηθοποιός.
Το 1950 διέρρευσε μία φήμη περί ερωτικού ενδιαφέροντος της Joan (που είχε συνάψει και ερωτικές σχέσεις με γυναίκες) προς την Bette, ενώ λίγα χρόνια αργότερα η τελευταία πρωταγωνίστησε στο έργο “The Star” (1952), γραμμένο από μακροχρόνια φίλη της Crawford και βασισμένο στο χαρακτήρα της.
Ειρωνεία μέχρι τέλους
Η κορύφωση της αντιζηλίας τους ήρθε με τη συνεργασία τους στο «Τι απέγινε η Μπέιμπι Τζέιν;» (1962). Απελπισμένες και οι δύο να κάνουν την επανεμφάνισή τους σε ένα Χόλιγουντ που τις είχε ξεχάσει, τα δύο «τέρατα» της μεγάλης οθόνης έθεσαν στην άκρη τις διαφορές τους. Όπως πιστά παρουσιάζεται στην σειρά “Feud” (2017) του Ryan Murphy, το χάος ξεκίνησε αμέσως μετά τα γυρίσματα. Το σαμποτάζ της οσκαρικής υποψηφιότητας της Bette και η εγκατάλειψη των γυρισμάτων μεταγενέστερης συνεργασίας τους με τίτλο “Hush…hush sweet Charlotte” (1964) από την Crawford ως «άρρωστη», κατέστησε τη σχέση τους μη λειτουργική.
Μετά το θάνατο της Crawford (1977), η Davis ειρωνεύτηκε(;), δηλώνοντας χαρακτηριστικά ότι: «Ποτέ δεν πρέπει να λες άσχημα πράγματα για τους νεκρούς, πρέπει να λες μόνο ωραία…η Joan Crawford πέθανε. Ωραία.». Ωστόσο, εξέφρασε το σεβασμό της για εκείνη και της συμπαραστάθηκε, όταν η κόρη της Christina εξέδωσε το βιβλίο “Mommy Dearest”, όπου περιέγραφε την κακοποίηση που ασκούσε στα παιδιά της η αυταρχική Crawford (πιθανότατα γιατί ούτε η Davis είχε ιδανική σχέση με τα δικά της παιδιά!).
Η κληρονομιά
Η Bette Davis άφησε ως κληρονομιά στην κινηματογραφική ιστορία πάνω από εκατό ερμηνείες. Η συνολική προσφορά της στο χώρο βραβεύτηκε το 1977 από το American Film Institute (πρώτη γυναίκα που έλαβε αυτό το βραβείο), ενώ το 1979 τιμήθηκε και με βραβείο Emmy για την τηλεταινία της με τίτλο “Strangers: The Story of a Mother and Daughter”. Εργατική μέχρι και τον τελευταίο χρόνο της ζωής της, η Davis άξια έλαβε τον τίτλο ενός εκ των «ιερών τεράτων» του παγκόσμιου σινεμά και αποτελεί πηγή έμπνευσης για πολλούς μεταγενέστερους καλλιτέχνες.
Χαρακτηριστικό το τραγούδι που αφιερώθηκε στα μοναδικά μάτια της!
Πηγές
A Timeline of the Real Feud Between Bette Davis and Joan Crawford. Ανακτήθηκε από https://www.harpersbazaar.com/culture/film-tv/a20666/feud-bette-davis-joan-crawford-timeline/ (τελευταία πρόσβαση 29.09.2019)
Bette Davis. Ανακτήθηκε από https://www.britannica.com/biography/Bette-Davis (τελευταία πρόσβαση 29.09.2019)