Η ανδρική ταυτότητα. Μία έννοια που συνδυάζει τόσες πολλές διαφορετικές σημασίες του τι ορίζεται ως άνδρας, καθώς και του τρόπου με τον οποίο συγκροτείται πολιτισμικά. «Η αρρενωπότητα διαφέρει ανάλογα με τις εποχές αλλά και ανάλογα με τις κοινωνικές τάξεις (Astrachan, 1986), τις φυλές (Staples, 1984) και την ηλικία (Badinter, 1994)». Ο άνδρας δεν προσδιορίζεται μόνο από το βιολογικό του φύλο, είναι κατασκευασμένος κοινωνικά μέσα στον πολιτισμό, από τον πολιτισμό. Βεβαίως και το βιολογικό φύλο είναι χρήσιμο ταξινομικά για τον διαχωρισμό βάσει των ανατομικών χαρακτηριστικών που προσδιορίζουν τη γυναίκα από τον άνδρα και αντιστρόφως. Ωστόσο, η έννοια της ταυτότητας και του πώς αυτή συγκροτείται είναι πολύ πιο σύνθετη.
Ο κυρίαρχος άνδρας
Η ταυτότητα είναι πολιτισμικά καθορισμένη, με την έννοια ότι ο τρόπος με τον οποίο επιλέγει ένας άνθρωπος να προσδιορίσει τον εαυτό του επηρεάζεται από τον τρόπο με τον οποίο έχει μάθει να ερμηνεύει την πραγματικότητα. «Ως πολιτισμό αναφερόμαστε στα ρητά και υπονοούμενα πρότυπα συμπεριφοράς που προσλαμβάνονται και μεταδίδονται με σύμβολα, και τα οποία συνιστούν τα ιδιαίτερα επιτεύγματα και τεχνήματα ανθρώπινων ομάδων, μέσω των οποίων αυτές επικοινωνούν μεταξύ τους» (Kroeber-Kluckholn, 1952 : 71-72). Προκειμένου ωστόσο να εξελιχθεί ο πολιτισμός και να προσαρμοστεί στις συνθήκες, επιτάσσεται η ανάγκη να έρθει σε επαφή με άλλους πολιτισμούς, και μέσω τις αλληλεπίδρασής του με αυτούς να ανασυγκροτηθεί.
Ακριβώς εκεί βρίσκεται το κλειδί μεταξύ πολιτισμού και ταυτότητας. Ο ορισμός της ταυτότητας ως μία διαδικασία συγκρότησης της πραγματικότητας διυποκειμενικά μέσω του εαυτού αλλά και μέσω των άλλων, εξηγεί απόλυτα τον τρόπο με τον οποίο αυτή επηρεάζεται από τον πολιτισμό. «Σε κάθε πολιτισμό διαμορφώνεται μία κυρίαρχη ενοποιητική τάση, ένας σχετικά σταθερός τρόπος σκέψης και δράσης, που προσανατολίζει τα μέλη του σε ανάλογη συμπεριφορά» (Mead, 1930). Αυτός ο κυρίαρχος τρόπος συμπεριφοράς δημιουργεί πρότυπα, τα οποία με την σειρά τους υιοθετούνται από τα μέλη της κοινωνίας, και αυτά τα μέλη επηρεάζουν άλλα στη συγκρότηση της ταυτότητας ως μίας αέναης διαδικασίας.
Οι άνθρωποι συγκροτούν την ταυτότητα τους σύμφωνα με κάποιες ομοιότητες και κάποιες διαφορές με τα κυρίαρχα πρότυπα. «Η απόκτησή της είναι μία εξαιρετικά πολύπλοκη διαδικασία που περιέχει μία θετική σχέση αποδοχών και μια αρνητική σκέψη απορρίψεων» (Erikson, 1959). Είναι λοιπόν λογικό να γίνεται λόγος για μία «πολλαπλότητα των αρρενωποτήτων» όπως τη διατύπωσε και το 1949 η Margaret Mead μελετώντας επτά ιθαγενείς πληθυσμούς που ζουν στις θάλασσες του Νότου και διακρίνοντας σε αυτές πολλές διαφορές στο ανδρικό πρότυπο.
Αγόρια ιππότες, κορίτσια μαύρες κότες
Η ίδια η αρρενωπότητα δεν έχει ωστόσο πραγματική υπόσταση, αλλά αποτελεί μια ιδεολογία που προσπαθεί να δικαιολογήσει την ανδρική κυριαρχία. «Σημείο αναφοράς της ανθρωπότητας δεν είναι οι άνδρες αλλά οι γυναίκες. Οι άνδρες προσδιορίζονται αναφορικά με αυτές και σε αντίθεση με αυτές» (Badinter, 1992). Ο άνδρας στην προσπάθεια του να ξεφύγει από τη γυναίκα συγκροτεί την αρρενωπότητα του ως κάτι μη-γυναικείο. «Τα αγόρια μαθαίνουν γενικά τι δεν πρέπει να είναι, για να είναι αρσενικά, πριν ακόμη μάθουν αυτό που μπορούν να είναι» (Hartley, 1959 : 458).
«Ο άνδρας πρέπει να καταβάλλει προσπάθειες προκειμένου να δηλώσει την ανδρική του ταυτότητα και να πείσει τον εαυτό του και τους άλλους ότι δεν είναι βρέφος, δεν είναι γυναίκα, δεν είναι ομοφυλόφιλος» (Badinter, 1992). Μοιάζει πολιτισμικά υποχρεωμένος να δηλώσει πως δεν υιοθετεί κανένα πρότυπο που έρχεται σε ρήξη με το κυρίαρχο ανδρικό. Άλλωστε, οι άνθρωποι έχουν την ανάγκη να τυποποιούν κοινωνικά τον εαυτό τους, ώστε να μπορέσουν να προβούν σε μια ταξινόμηση. Το γεγονός πως ο άνδρας βρίσκεται θεωρητικά σε αυτή την ταξινόμηση στην ανώτερη βαθμίδα τον καθιστά εκ πρώτης ματιάς κυρίαρχο. Η κυριαρχία αυτή βέβαια, όπως θα δούμε παρακάτω, δεν πηγάζει από την προσπάθεια απόκτησης εξουσίας, αλλά είναι ένας τρόπος αποδέσμευσης από τη γυναικεία φύση. Μια αποδέσμευση φυσικά επιβεβλημένη, από όπου είναι σχεδόν αδύνατο να υπάρξει διαφυγή.
«Η σεξουαλικότητα και η χρήση της αποτελούν πολυλειτουργική πραγματικότητα κάθε κοινωνικής ομάδας, άμεσα συνδεδεμένη με τη θεμελίωση και τη διατήρηση της κοινωνικής τάξης και της διευθέτησης της εσωτερικής της συνεργασίας, άρα και εξασφάλισης της πολιτικής ενότητας» (Γκασούκα, 2001 : 153). Χρησιμοποιείται δηλαδή «η σεξουαλικότητα ως έσχατη αναφορά, για να δικαιολογήσει την ανδρική κυριαρχία» (Godelier, 1982). «Αδιάκοπα χαρακτηριζόμενοι σαν γκόμενες και πούστηδες είναι υποχρεωμένοι να υφίστανται αλλεπάλληλες νίλες χωρίς να λιποψυχήσουν. Κάτω από τέτοιου είδους συνθήκες γεννιέται ένας καινούργιος άνδρας, ένας σωστός άνδρας απαλλαγμένος από κάθε γυναικείο μίασμα» (Raphael, 1988). Η διδασκαλία του μισογυνισμού και της ομοφυλοφοβίας επιβεβαιώνει τον ανδρισμό τους.
Το «όλον» και το αντίθετό
Κατά τη γέννηση του ο άνδρας σε αντίθεση με τη γυναίκα έρχεται σε σύγκρουση με «το όλον και το αντίθετό του. Με θηλυκή καταγωγή καλείται να εγκαταλείψει την πρώτη του πατρίδα, για να υιοθετήσει μία άλλη, που είναι ενάντια, για να μην πούμε εχθρική» (Badinter, 1994 : 65). Είναι δηλαδή ορθωμένος μπροστά σε μία προσπάθεια αποταυτοποίησης από τη μητέρα του, η οποία ενδεχομένως να οφείλεται «στην ανικανότητα της ίδιας να επιτρέψει στον γιο της να αποχωριστεί το σώμα της» (Stoller, 1978). Ωστόσο είναι σχεδόν αδύνατο για ένα παιδί να μη δεθεί με τη μητέρα του. Η ένταξη στην ομάδα των ανδρών πρέπει να επιτευχθεί όσο το δυνατόν νωρίτερα, μόνο με αυτό τον τρόπο θα καταστεί δυνατός ο αποκλεισμός της θηλυκής του φύσης.
Στην προσπάθεια της η κοινωνία να απομακρύνει το αγόρι από κάθε τι θηλυκό καταφεύγει σε διάφορες πρακτικές,. Μία από αυτές είναι η περιτομή. Η επίδειξη της βαλανού απελευθερωμένης από την ακροποσθία αποτελεί μέρος της ολοκλήρωσης των προσπαθειών για την επιβεβαίωση του ανδρισμού. Η τακτική αυτή υπήρξε πολύ διαδεδομένη σε διάφορους πολιτισμούς. Οι Εβραίοι μέσω της περιτομής υποστηρίζουν πως απωθούν την αμφισεξουαλικότητα. «Η ακροποσθία κόβεται, για να εξαφανίσει κάθε γυναικείο χαρακτηριστικό από το σύμβολο της αρρενωπότητας, γιατί η ακροποσθία είναι θηλυκή, είναι ο κόλπος μέσα στο οποίο βρίσκεται η αρσενική βάλανός. Με την περιτομή ο Εβραίος γίνεται απλώς και μόνο άνδρας» (Groddeck, 1973 : 194).
Ενώ στο κορίτσι οι τρόποι ταύτισης είναι συσχετιστικοί, το αγόρι είναι αναγκασμένο να αναζητήσει την ταυτότητα του αντιθετικά. Ο ανδρισμός εμφανίζεται περισσότερο ως αντίδραση στο γυναικείο πρότυπο παρά ως συναίνεση με το ανδρικό. Το αγόρι πρέπει απλά να μην ταυτιστεί με τη μητέρα του, να αντιδράσει και να αποτινάξει από πάνω του τη θηλυκότητά της. Κίνητρο του είναι ο φόβος μήπως η κοινωνία του προσάψει κάποιο στοιχείο της θηλυκής της συμπεριφοράς, γεγονός που θα είναι επιζήμιο στην ταυτότητά του. «Υιοθετεί έτσι συμπεριφορά επιθετική και σκληρή προς τις γυναίκες, αναζητεί τη φιλία των ανδρών, αλλά μισεί τους ομοφυλόφιλους. Μιλάει χυδαία και χλευάζει τις γυναικείες απασχολήσεις» (Stoller, 1989 : 311). Μόνο μακριά από τη γυναίκα μπορεί να είναι άνδρας. «Ο άνδρας αναγκάζεται ακριβώς να καλλιεργήσει στη συμπεριφορά του την ιδέα του κυρίαρχου, ώστε να εξασφαλίσει τη διατήρηση της κοινωνικής δομής» (Γκασούκα, 2001).
Διαβατήριες τελετουργίες
Η ανδρική διαμαρτυρία είναι μία εν δυνάμει διαβατήρια τελετουργία για την απόκτηση της ανδρικής ταυτότητας. «Η λέξη διαμαρτυρία δείχνει καθαρά την ύπαρξη κάποιας αμφιβολίας. Διαμαρτύρεται κανείς για την αθωότητά του όταν υπάρχει υποψία ενοχής. Ο άνδρας διαμαρτύρεται για τον ανδρισμό του, γιατί υπάρχει κάποια υποψία θηλυκότητας. Η αμφιβολία δεν προέρχεται τόσο από τους άλλους όσο από τον εαυτό του. Τον εαυτό του πρέπει να πείσει για την αρρενωπότητά του» (Adler, 1927). «Το να είσαι άνδρας σημαίνει να είσαι εξαρχής εγκατεστημένος σε θέση ισχύος» (Bourdieu, 1991). Προκειμένου ο άνδρας να μη βρεθεί στο περιθώριο καλείται να διατηρήσει αυτήν τη θέση. Βρίσκεται ακριβώς κυριαρχούμενος μέσα στην κυριαρχία του.
«Η εκ πρώτης όψεως θηλυκή ταυτότητα που αποκτά πρέπει να μετατραπεί σε ανδρική και αυτό συντελείται μόνο με την επέμβαση ενός ισχυρού ανδρικού προτύπου» (Badinter, 1994). Η διαφοροποίηση αυτή πλαισιώνεται τελετουργικά σε κάθε πολιτισμό μέσω διαφόρων μεθόδων με κυρίαρχες τις τελετουργίες μύησης. Το να γίνει κανείς άνδρας είναι μία εκούσια ή ακούσια διαδικασία που ωστόσο δεν παύει να παραμένει τεχνητή και να μη συντελείται με φυσικό τρόπο. Η μετάβαση από την παιδική υπόσταση στην αρρενωπότητα κερδίζεται μέσα από έναν αγώνα που συχνά ενέχει φυσικό και/ή ψυχικό πόνο.
Τα στάδια της μετάβασης στους ιθαγενείς πληθυσμούς της Αφρικής
Στις εξωτικές κοινωνίες των ιθαγενών της Αφρικής, μόνο μέσω του πόνου είναι δυνατόν να επιτευχθεί σωστά η αρρενωπότητα. Η αντοχή στον σωματικό και/ή ψυχικό πόνο είναι στοιχείο που υποδεικνύει δύναμη. Έτσι μπαίνουν στην διαδικασία να υποβάλλουν τα αγόρια σε μια σειρά από δοκιμασίες με την καθοδήγηση των μεγαλύτερων σε ηλικία. Οι τελετουργίες αυτές βάσει του έργου της Badinter χωρίζονται σε τρία στάδια. Τον χωρισμό από τη μητέρα και τον γυναικείο κόσμο, τη μεταφορά σε άγνωστο περιβάλλον και τέλος την υποβολή σε θεαματικές δημόσιες δοκιμασίες. Τέτοιες πρακτικές ακολουθούνται από φυλές όπως τους Σαμπούρου και τους Σικούγιου της Ανατολικής Αφρικής, τους Μπαρούγια και τους Σάμπια της Νέας Γουινέας καθώς και πολλών άλλων.
Η πρώτη στάση όπως είδαμε είναι ο αποχωρισμός από τη μητέρα. Ξεκινώντας από το χρονικό σημείο που αποκόπηκε βίαια το αγόρι από τη μητέρα του, θα χρειαστεί αρκετό καιρό για να την ξαναπλησιάσει ή έστω να την κοιτάξει. «Η μητέρα είναι η γυναίκα που ένας Μπαρούγια χάνει πρώτη από τη ζωή του και η τελευταία που θα ξαναβρεί» (Turner, 1967 : 95). Το δεύτερο στάδιο περιέχει την αλλαγή παραστάσεων και τη διακοπή της συνήθειας. Επιβάλλεται η απομόνωση στο δάσος χωρίς να υπάρχει η προστασία και ο πατρωνισμός κανενός, γεγονός που επιφέρει και τον κλονισμό τους. Βρίσκονται δηλαδή «μεταξύ και ανάμεσα» (Stein-Stein, 1987) στην αρχική και τελική κατάσταση, σε ένα μεταβατικό στάδιο. Αν αποβιώσουν σε αυτό, δεν είναι παιδιά των γονιών τους, καθώς έχουν «βγει» από την κοινωνία. Με αυτό τον τρόπο συντελείται ο θάνατος του θηλυκού αγοριού και η γέννηση του αρσενικού.
Το τρίτο και τελικό στάδιο περιλαμβάνει σκληρές δοκιμασίες, ώστε να επιδειχθεί το θάρρος, η απάθεια στον πόνο και η περιφρόνηση στον θάνατο. «Το αγόρι πρέπει να τραντάξει τις πύλες ανάμεσα στη ζωή και στον θάνατο.» (Herdt, 1982) «Ο ανδρισμός πρέπει να διαβάζεται πάνω στο σώμα» (Loraux, 1984) με την έννοια ότι οι ουλές είναι αποδείξεις αυτής της μετάβασης. Μόνο έτσι είναι δυνατόν να επιτελεστεί η μετατροπή των τρυφερών αγοριών σε τρομερούς πολεμιστές. Κόβοντας τον ομφάλιο λώρο με τη μητέρα και εντάσσοντας τον εαυτό τους στους άνδρες. Διαμορφώνεται έτσι η ανδρική αλληλεγγύη που προέρχεται από την αναμφισβήτητη αντοχή και από την αποφυγή του θηλυκού κινδύνου.
Συμπεράσματα
Η ανδρική ταυτότητα, λοιπόν, είναι συγκροτημένη μέσα στα πλαίσια του πολιτισμού, ενός πολιτισμού που εξακολουθεί να καταδικάζει τη γυναικεία φύση, τις ομοφυλοφιλικές σχέσεις και γενικά καθετί που αποκλίνει από τις πρότυπες κυρίαρχες ταυτότητες. «Οι ταυτότητες αυτές δεν εκφράζουν κάποιες μυστηριώδεις ουσίες» (Weeks, 1987), αυτό που τις καθορίζει είναι το πολιτικό στοιχείο. Ο πολιτισμός διαμορφώνεται από τις εκάστοτε συνθήκες και εν συνεχεία διαμορφώνει στάσεις, συμπεριφορές, πραγματικότητες. Η ταυτότητα δεν είναι μία διαδικασία που επιτελείται έξω από αυτόν. Αντιθέτως, «βλασταίνει σε έδαφος πολιτισμικά διαμορφωμένο και όχι ελεύθερα επιλεγμένο» (Weeks, 1987).
Μοιάζει λοιπόν απαραίτητη μία επανεξέταση του προγονικού ανδρισμού. Επανεξέταση που δεν έχει σκοπό τόσο να πλήξει τον άνδρα, όσο να καταστήσει σαφές πως υπάρχουν και άλλες πραγματικότητες που θα πρέπει να γίνουν σεβαστές καθολικά. Είναι καιρός να αντιληφθούμε πως πέρα και έξω από τις παρωπίδες των μονιστικών προτύπων υπάρχουν και άλλες αλήθειες, τις οποίες και οφείλουμε τουλάχιστον να σεβαστούμε. Γιατί ο μονισμός ίσως προσωρινά να οδηγεί στην εξουσία, μακροπρόθεσμα ωστόσο οδηγεί στην καταστροφή.
Βιβλιογραφία
Adler Alfred, 1927. Understanding human nature, Oxford: Greenberg.
Astrachan Anthony, 1986. How Men Feel, New York: Anchor Press/Double Day.
Badinter Elizabeth, 1994. ΧΥ Η ανδρική ταυτότητα, Αθήνα: Κάτοπτρο.
Bourdieu Pierre, 1992. Η ανδρική κυριαρχία, Αθήνα: Πατάκη.
Γκασούκα Μαρία, 2001. «Εξουσία, Ιερότητα και Βία: Όψεις της σεξουαλικότητας» στο Δημητρίου Σωτήρης (επιμ.) Ανθρωπολογία των Φύλων, σελ. 150-159, Αθήνα: Σαββάλα.
Erikson Erik H., 1959. Identity and the Life Cycle, New York: International Universities Press.
Groddeck Georg, φθινόπωρο 1973. «Le double sexe de l’être humain», Nouvelle revue de psychanalyse, αρ. 7, σελ.194.
Godelier Maurice, 1982. La production des grand hommes, Paris: Fayard.
Herdt Gilbert H. (επιμ.), 1982. Rituals of Manhood, Male Initiation in Papua New Guinea, Oakland: University of California Press.
Kroeber A.L. & Kluckhohn C, 1952. Culture: A critical review of concepts and definitions, New York: Harvard University Peabody Museum of American Archeology and Ethnology.
Loraux Nicole, Ιούνιος 1984. «Blessures de la virilité», Le Genre humain, αρ. 10, Le masculin, σελ. 39-56.
Mead Margaret, 1930. Growing Up in New Guinea, New York: Blue Ribbon Books.
Mead Margaret, 1949. Male and Female: The Classic Study of the Sexes, New York: HarperCollins.
Raphael Ray, 1988. The Men From the Boys, Rites of Passage in Male America, Lincoln: University of Nebraska Press.
Ruth Hartley, 1959. «Sex Role Pressures and the Socialization of the Male Child», Psychological Reports, 5, σελ. 459-468.
Staples Robert, 1985. «Stereotypes of Black male sexuality: The facts behind the myths», Men’s lives, σελ. 375–380.
Stein Jan O. και Stein Murray, 1987. «Psychotherapy, Initiation and the Midlife Transition» στο Luise Carus Mahdi, Steven Foster και Meredith Little (επιμ.) Betwixt and Between, σελ. 287-303, Peru: Open Court Publishing Company.
Stoller Robert, 1978. Recherches sur l’ identité sexuelle, Paris: Gallimard.
Stoller Robert, 1989. Masculin ou féminin ?, Paris: Presses universitaires de France.
Turner Victor, 1967. The Forest of Symbols: Aspects of Ndembu Ritual, Ithaca, United States: Cornell University Press.