
Στο σημερινό κείμενο θα ταξιδέψουμε στο Πλωμάρι Λέσβου και θα μελετήσουμε την ιστορία του, τη γεωγραφία του και τον ιδιαίτερα πλούσιο και μοναδικό πολιτισμό που έχει αναπτυχθεί στην περιοχή. Το Πλωμάρι αποτελεί κωμόπολη και λιμάνι με δυναμική τουριστική κίνηση και έχει καταγραφεί σαν η πατρίδα του ούζου. Αποτελεί ένα μοναδικής ομορφιάς τόπο όσον αφορά την αρχιτεκτονική και τη ρυμοτομία του ενώ υπάρχουν πλήθος παλιών βιομηχανικών κτιρίων ελαιοπαραγωγής και σαπουνιού. Η παραγωγή του φημισμένου ούζου γινόταν αρχικά σε μικρά τοπικά αποστακτήρια που τα αποκαλούσαν “ρακαριά”. Μετά τα τέλη του 19ου αιώνα αναπτύχθηκαν ιδιαίτερα οι ποτοποιίες, όπως και οι σαπωνοποιίες και αναδείχτηκαν σε σημαντικές βιοτεχνίες με αξιόλογες εξαγωγές, αναπτύσσοντας τον πρωτογενή τομέα ολόκληρου του νησιού της Λέσβου.

Ιστορικά στοιχεία σχετικά με το Πλωμάρι
Οι πρώτες αναφορές στην ευρύτερη περιοχή του Πλωμαρίου γίνονται κατά την προϊστορική περίοδο όπου στη Λέσβο γνωρίζαμε την ύπαρξη πέντε αυτόνομων πόλεων της Μυτιλήνης, της Μήθυμνας, της Πύρρας, της Άντισσας και της Ερεσού. Εκτός από αυτές τις αυτόνομες πόλεις διάφοροι γεωγράφοι και ιστορικοί της Αρχαίας και Βυζαντινής εποχής αναφέρουν τη δημιουργία και άλλων οικισμών που δημιουργήθηκαν μετά τον Θ΄ αιώνα π.Χ. και που είναι δύσκολο να προσδιοριστούν ακόμη και σήμερα γεωγραφικά. Ένας από τους οικισμούς αυτούς που αναφέρονται, σύμφωνα με τον ιστορικό Ελλάνικο τον Μυτιληναίο, κτίστηκε από τον Τυρρηνό Μέτα και αποκαλούνταν το Μέταον. Στον εν λόγω οικισμό πιθανολογείται η ύπαρξη του Πλωμαρίου στη προϊστορική περίοδο.
Το πέρασμα από τα χρόνια της προϊστορίας στην ιστορική εποχή, από τον 8ο έως τον 2ο π.Χ. αιώνα, βρίσκει τη Λέσβο με πέντε διαμορφωμένες πόλεις-κράτη και πλέον με προσδιορισμένη τη γεωγραφική επικράτεια της καθεμίας. Σύμφωνα με αναφορές του Ηροδότου, η Μυτιλήνη κατελάμβανε το Νοτιοανατολικό τμήμα του νησιού της Λέσβου πράγμα το οποίο δείχνει τη σύνδεση με το Πλωμάρι, το οποίο ήταν υπό τον έλεγχο και την επιρροή της.
Από επόμενες ιστορικές αναφορές που συναντάμε για το νησί της Λέσβου και για την περιοχή του Πλωμαρίου, μέσα στο 18ο αιώνα ήταν ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος του 1768- 1774. Στον πόλεμο αυτό η Λέσβος έπαιξε σημαντικό ρόλο εξαιτίας της καίριας θέσης της σαν προπύργιο του Ελλησπόντου. Την περίοδο του Ρωσοτουρκικού πολέμου το νησί έπεσε θύμα και πολλών πειρατικών επιδρομών, κύρια από τους Ψαριανούς. Η σπουδαιότερη από τις επιδρομές τους ήταν των καπεταναίων Καραπατάκη και Καλημέρη, οι οποίοι στα 1772 γυρίζοντας από μία επιδρομή στα Μικρασιατικά παράλια βγήκαν στο Πλωμάρι και λεηλάτησαν την περιοχή, σκοτώνοντας μεγάλο μέρος του ντόπιου πληθυσμού.

Κατά την περίοδο διοίκησης της Λέσβου από τους Τούρκους, 1462-1912, το Πλωμάρι όπως και οι λοιπές κωμοπόλεις εντάσσεται στα πλαίσια του ιδιότυπου φεουδαρχικού τουρκικού συστήματος οργάνωσης και διοίκησης και αποκαλείται- θεωρείται καζάς που αποτελεί διοικητικό διαμέρισμα. Μετά την έκρηξη της επανάστασης του 1821, οι Τούρκοι προέβησαν σε συλλήψεις κατοίκων του Πλωμαρίου που ήταν μυημένοι στη Φιλική Εταιρεία. Τον Ιανουάριο του 1823 ο Γάλλος ιστορικός Φρανσουά Πουκεβίλ περιέγραψε μία από τις επιδρομές των πολεμικών καραβιών των Ψαριανών στο Πλωμάρι. Το Πλωμάρι απελευθερώνεται από τους Τούρκους στις 10 Νοεμβρίου 1912.

Μετά τη λήξη του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα, η οικονομική ζωή ανέκαμψε γρήγορα για να μπει σε ραγδαίους ρυθμούς μέσα στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Σημαντική ανάπτυξη παρουσιάζει η βελτίωση παραγωγής λαδιού, το κτίσιμο νέων ελαιοτριβείων, η βελτίωση των λιμανιών ενώ ιδιαίτερα σημαντική ανάπτυξη παρουσιάζει η ποτοποιία και η σαπωνοποιεία, ένας κλάδος που συνδέεται με την ελαιοπαραγωγή. Σημαντικά σαπωνοποιεία υπήρχαν πέρα της Μυτιλήνης και στο Πλωμάρι. Οι εμπορικές συναλλαγές έχουν αυξηθεί ιδιαίτερα και βασικότερα εξαγώγιμα προϊόντα του νησιού είναι το λάδι, το σαπούνι και τα πυρηνέλαια.
Πριν από τη μικρασιατική καταστροφή του 1922 το Πλωμάρι ήταν μια ανθούσα και πολυάνθρωπη κωμόπολη με πολλά ελαιοτριβεία, σαπωνοποιεία και ουζοποιεία. Την μαζική παραγωγή ελαιοσαπώνων υπαγόρευσε η μεγάλη ζήτηση που είχαν τα προϊόντα αυτά στις αγορές της Ανατολής. Το 1889 η εξαγωγή σαπουνιού φτάνει τα 65 – 70.000 καντάρια, ενώ το 1909 μειώθηκε στα 30 – 35.000. Μετά το 1912 η σαπουνοβιομηχανία περιορίστηκε αισθητά και πολλά εργοστάσια μετατράπηκαν σε αποθήκες επεξεργασίας καπνών. Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή το Πλωμάρι έχασε ένα μέρος της παλιάς αίγλης, καθώς έχασε τη δυνατότητα συναλλαγών με τα τουρκικά παράλια.

Οι ναυτικοί δρόμοι των Πλωμαριτών
Η ναυτιλία αναπτύχθηκε σε στενή σχέση με το εμπόριο και τη βιομηχανία και γνώρισε τη μεγαλύτερη ακμή της από τα μέσα του 19ου αιώνα έως τα μέσα του 20ου αιώνα. Γύρω από τη θάλασσα αναπτύχθηκαν πολλά επαγγέλματα όπως ναυτικοί, μάστορες, καλφάδες, αχθοφόροι, έμποροι και γιομιτζήδες. Τα ναυτικά τραγούδια, τα μοντέλα των πλοίων και τα εργαλεία των ταρσανάδων μιλούν γι’ αυτόν το μοναδικό κόσμο. Από τα μέσα του 19ου αιώνα έμποροι, βιομήχανοι και ναυπηγοί έκλειναν συμφωνίες για τη ναυπήγηση σκαφών. Ένα από τα μυστικά της πλωμαρίτικης ξυλοναυπηγικής τέχνης ήταν ο ιδιότυπος τρόπος κατασκευής σκαφών. Τα σκάφη κατασκευάζονταν πρώτα σε κλίμακα με τη μορφή ξύλινων ομοιωμάτων. Στη συνέχεια μεταφέρονταν οι διαστάσεις του σε μεγέθυνση στη σάλα του ταρσανά. Η χρησιμοποίηση του μοντέλου πρόσφερε τη δυνατότητα μιας πιο τελειοποιημένης κατασκευής. Η τεχνική αυτή των πλωμαρίτικων ταρσανάδων ήταν ξακουστή σε όλο τον αιγαιοπελαγίτικο χώρο.
Οι ναυτικοί δρόμοι των Πλωμαριτών κάλυπταν όλο το Ανατολικό Αιγαίο, από τα παράλια της Μικράς Ασίας ως τη Μαύρη Θάλασσα. Τα καΐκια ζευγάριζαν τις θάλασσες από τη Θεσσαλονίκη ως την Οδησσό και την Αττάλεια. Οι αυξομειώσεις της δυναμικότητας του πλωμαρίτικου στόλου ακολουθούσαν τις αντίστοιχες τάσεις του εμπορίου και της βιομηχανίας. Όλα αυτά γίνονταν κυρίως μέχρι το 1922 όπου αποτέλεσε αποφασιστικό σημείο καμπής για τη λεσβιακή οικονομία.

Φτάνοντας στο σήμερα
Το Πλωμάρι είναι η πρώτη σε πληθυσμό κωμόπολη της Λέσβου μετά την πόλη της Μυτιλήνης. Βρίσκεται στη νότια πλευρά του νησιού της Λέσβου και είναι ένα αμφιθεατρικό και παραδοσιακά χτισμένα χωριό. Το Πλωμάρι θα λέγαμε ότι είναι μια σχετικά νέα πόλη που κτίστηκε το 1842, όταν σταμάτησαν οι πειρατικές επιδρομές και οι κάτοικοι κατέβηκαν στη θάλασσα από το Μεγαλοχώρι. Με την πάροδο των χρόνων, το Μεγαλοχώρι υποβαθμίστηκε και το Πλωμάρι αποτέλεσε την βασική κωμόπολη της ευρύτερης περιοχής. Το διασχίζει ο χείμαρρος Σεδούντας, γι’ αυτό παλαιότερα λεγόταν και Ποταμός, ενώ η ονομασία Πλωμάρι αποδόθηκε πιθανολογείται να προέρχεται είτε από το λατινικό Plumarius, που σημαίνει στολιστής, είτε από το γενοβέζικο Plumare, που σημαίνει ποταμός ή από τους φλόμους που είναι γαλατερά φυτά της περιοχής.
Το τωρινό χωριό του Πλωμαρίου είναι κτισμένο γύρω από το παλιό ιστορικό κέντρο και την εκκλησία του Aγίου Nικολάου που χτίστηκε το 1847 και περιλαμβάνει τις γειτονιές Πλάτανο, Tαρσανά, Αγία Παρασκευή, Αγορά, Προάστιο, και Προφήτη Ηλία. Σήμα κατατεθέν του Πλωμαρίου ο πλάτανος της κεντρικής πλατείας, από το 1813. Στα περίχωρα του Πλωμαρίου δεσπόζουν τα ορεινά χωριά ή αλλιώς τα πλωμαριτοχώρια, το Μεγαλοχώρι, το Παλιοχώρι, το Νεοχώρι, η Πλαγιά, η Κουρνέλα, οι Μηλιές.
Οι κεραμιδένιες στέγες, που κατεβαίνουν κλιμακωτά από το λόφο προς τη θάλασσα, τα πράσινα δέντρα που περιτριγυρίζουν το χωριό, τα γραφικά καλντερίμια, τα ψηλά σπίτια με τα χαρακτηριστικά σαχνισίνια, τα παλιά καφενεία, ο αρχοντομαχαλάς γύρω από την εκκλησία του Αγίου Νικολάου, οι πλακόστρωτες πλατείες, τα παλιά βιομηχανικά κτήρια που λειτουργούσαν σαν ελαιοτριβεία και σαπωνοποιεία δίνουν τον αέρα ενός μεγάλου και προσεγμένου χωριού.

Το Πλωμάρι και οι παραλίες του
Το Πλωμάρι φημίζεται για τις όμορφες και καθαρές παραλίες του. Η παραλία «Άγιος Ισίδωρος» βρίσκεται 2 χιλιόμετρα από το κέντρο του Πλωμαρίου στα ανατολικά πηγαίνοντας για Μυτιλήνη. Έχει πάρει το όνομα της από την εκκλησία του Αγίου Ισιδώρου που βρίσκεται στην περιοχή.
Η παραλία της «Μελίντας» βρίσκεται 6 χιλιόμετρα δυτικά του Πλωμαρίου. Είναι μια όμορφη παραθαλάσσια περιοχή με ωραία ακροθαλασσιά και γραφικά καφενεδάκια Εκεί ξεχωρίζει ο μεγάλος βράχος στο δυτικό τμήμα της παραλίας. Είναι προορισμός που προσφέρεται για camping. Διατηρεί την παραδοσιακή και φυσική της ομορφιά.
Η παραλία «Αμμουδέλι», μία μικρή γραφική παραλία, βρίσκεται μόλις 300 μέτρα από την κεντρική πλατεία του Πλωμαρίου προς τα δυτικά στο δρόμο για Μελίντα.
Σε απόσταση περίπου 500 μέτρων από το κέντρο του Πλωμαρίου βρίσκονται οι παραλίες Έσο Πάπας που είναι αρκετά δημοφιλής με φόντο το μεγάλο κτήριο του παλιού ελαιοτριβείου και τα Πλακάκια που είναι πιο ήσυχη με τα χαρακτηριστικά κόκκινα μάρμαρα(βράχια) και τις πλάκες, ενώ δίπλα βρίσκεται το κτίριο του παλιού σαπωνοποιείου Μιχαλέλη.
Επίσης υπάρχουν κι άλλες μικρές παραλίες πιο απόμερες, οι περισσότερες είναι προσβάσιμες μόνο με σκάφος και βρίσκονται κατά μήκος της ακτογραμμής της ευρύτερης περιοχής του Πλωμαρίου. Ακόμα πιο δυτικά μπορεί κανείς να φτάσει μέχρι τη Παναγιά την Κρυφή, κρυμμένη σε απότομα βράχια με γαλαζοπράσινα ζεστά νερά.
Λέσχη Πλωμαρίου «Βενιαμίν Ο Λέσβιος»
Πυρήνας της πολιτιστικής ζωής της πόλης, είναι το “Πολύκεντρο“, παλιό σαπωνοποιείο που στεγάζει αίθουσα εκδηλώσεων, συνεδρίων και εκθέσεων. Φέρνει το όνομα “Βενιαμίν ο Λέσβιος”, προς τιμήν του μεγάλου Διδασκάλου του Γένους, που γεννήθηκε στο Μεγαλοχώρι της επαρχίας Πλωμαρίου.
Η Λέσχη Πλωμαρίου «Βενιαμίν Ο Λέσβιος» (ΛΒΛ) είναι ένα πολιτιστικό μορφωτικό σωματείο που δημιουργήθηκε πριν από 130 χρόνια, το 1878, με πρωτοβουλία πολιτών επηρεασμένων από τη διδασκαλία του Βενιαμίν. Πρόκειται για ένα σωματείο πολιτιστικό, που διαθέτει μια βιβλιοθήκη 3.500 τόμων και κάποια χειρόγραφα του σοφού και αγωνιστή εθνοδιδασκάλου Βενιαμίν.
Μουσείο Σαπουνιού
Στο Πολύκεντρο του Δήμου, το ανακαινισμένο και μετασκευασμένο πρώην σαπωνοποιείο Πούλια, λειτουργεί “Μουσείο Σαπουνιού”, όπου εκτίθενται όλα τα σύνεργα παρασκευής του προϊόντος, ετικέτες από διάφορες μάρκες λεσβιακών σαπουνιών, καθώς και η εμπορική αλληλογραφία των ιδιοκτητών του σαπωνοποιείου με αγορές του εξωτερικού. Στον ίδιο χώρο λειτουργεί και μόνιμη έκθεση φωτογραφικού υλικού για τα πλεούμενα του Πλωμαρίου, μια και η περιοχή είχε έναν αξιόλογο εμπορικό στόλο, με τον οποίο οι πλοιοκτήτες του Πλωμαριού όργωναν το Αιγαίο και τη Μεσόγειο και έφταναν ως τη Μαύρη Θάλασσα.
Κάθε καλοκαίρι πραγματοποιούνται πλήθος πολιτιστικών εκδηλώσεων με σημαντικότερη τη “Γιορτή του Ούζου”, τη Ναυτική εβδομάδα και τα “Βενιαμίνεια”.
Πλωμάρι και ούζο
Η ονομασία “ούζο” είναι από το 1989 κατοχυρωμένη ως ελληνική και το ποτό μπορεί να παράγεται και να ονομάζεται με αυτόν τον τρόπο μόνο στην Ελλάδα. Κάποιοι τόποι με μακροχρόνια παράδοση στην παρασκευή ούζου είναι η Λέσβος και ιδιαίτερα το Πλωμάρι.
Το Πλωμάρι, έχει μακρά παράδοση στην παραγωγή του ούζου. Ξεκίνησε να παράγεται το 19ο αιώνα από ελληνικές οικογένειες και να αποστάζεται μέχρι και σήμερα με παραδοσιακό τρόπο. Οι κάτοικοι του Πλωμαρίου, και κυρίως οι ναυτικοί και οι έμποροι, αποτελούσαν μία εύπορη τάξη με κοσμοπολίτικο χαρακτήρα που ήξερε να απολαμβάνει τις χαρές της ζωής. Ο χαρακτήρας των κατοίκων σε συνδυασμό με το αναπτυγμένο εμπόριο και το εύφορο έδαφος με τους αρίστης ποιότητας καρπούς και βότανα της λεσβιακής γης, βοήθησαν την τοπική παραγωγή και το ανέδειξαν ως ένα από τα πιο γνωστά τοπικά προϊόντα στον ελληνικό χώρο.
Μουσεία Ούζου
Σήμερα υπάρχουν 2 μουσεία ούζου στο Πλωμάρι. Το ένα ονομάζεται “Ο κόσμος του Ούζου” του Ισίδωρου Αρβανίτη και το άλλο “Μουσείο Ούζου Βαρβαγιάννη” του Ευστάθιου Βαρβαγιάννη.
Ο Ισίδωρος Αρβανίτης ήταν ένας επίμονος και τελειομανής Πλωμαρίτης, που ονειρευόταν να δημιουργήσει την καλύτερη δυνατή ποιότητα ούζου. Έτσι, το 1894, ξεκίνησε την αναζήτηση των ιδανικών εκείνων υλικών που θα τον βοηθούσαν να φτιάξει την τέλεια συνταγή. Έπειτα από ταξίδια που πραγματοποίησε σε όλο τον κόσμο και μετά από πολλούς πειραματισμούς απόσταξης, δημιούργησε τη μυστική συνταγή του ούζου Πλωμαρίου. Χρησιμοποιώντας μοναδικά υλικά, στις κατάλληλες αναλογίες, έδωσε στο ούζο του τη γεύση που ονειρευόταν: Μία γεύση που να δένει με την παράδοση, ένα ποτό καθαρό σαν το κύμα του Αιγαίου. Το αποστακτήριο του Ούζου Πλωμαρίου Ισιδώρου Αρβανίτου, βρίσκεται σε έναν υπέροχο ελαιώνα. Γιορτάζοντας περισσότερα από 120 χρόνια ιστορίας και παράδοσης, το αποστακτήριο άνοιξε τις πύλες του στο ευρύ κοινό, και εγκαινίασε το Μουσείο Ούζου: «Ο Κόσμος του Ούζου».
Ο Ευστάθιος Ι. Βαρβαγιάννης έφτασε στο Πλωμάρι της Λέσβου γύρω στα 1860, έχοντας εμπειρία και γνώση της απόσταξης από την Οδησσό της Ρωσίας. Εκεί ξεκίνησε τη διαδικασία της πρώτης απόσταξης και την παραγωγή του άριστης ποιότητας ούζου. Από τότε έγινε γνωστό με την ονομασία Ούζο Βαρβαγιάννη Μπλε. Στα χρόνια που πέρασαν, πέντε γενιές της οικογένειας ακολούθησαν την πορεία που χάραξε ο Βαρβαγιάννης. Σήμερα, δίπλα στα σύγχρονα, ιδιόκτητα αποστακτήρια της Ποτοποιίας βρίσκεται το Μουσείο του Ούζου της οικογένειας Βαρβαγιάννη. Στο μουσείο εκτίθενται τα πρώτα εργαλεία, που χρησίμευαν για την εμφιάλωση και την επικόλληση της διάσημης Μπλε ετικέτας. Εκεί λειτουργεί το “Μουσείο Ούζου”, όπου ο επισκέπτης μπορεί να δει παλιούς αποστακτήρες και άλλα σύνεργα του τρόπου παραγωγής του προϊόντος, καθώς και έγγραφα δηλωτικά των τρόπων εμπορίας και των αγορών στις οποίες εξαγόταν.
Η Μουσική παράδοση του Πλωμαρίου
Στην επαρχία Πλωμαρίου, εκτός από τους συνήθεις χορευτικούς σκοπούς, τους οποίους συναντάμε στη Λέσβο, υπάρχουν ορισμένες διακριτές μουσικές ιδιομορφίες. Η πλέον ενδιαφέρουσα είναι η γενικευμένη παρουσία του ομαδικού τραγουδιού, γνωστού ως ”Πλωμαρίτικου” με τις διάφορες εκδοχές του, καθώς και του αποκριάτικου ”Ερι πάλε”.
Ο Πλωμαρίτικος
Είναι αργός καθιστικός σκοπός, ο οποίος στην περιοχή Πλωμαρίου τραγουδιέται χωρίς συνοδεία οργάνων. Παρουσιάζει έντονη μουσική ιδιομορφία και ενδιαφέρουσα ιδεολογική διάσταση. Είναι το τραγούδι κυρίως των φτωχών και των εργατών. Τραγουδιόταν από τις δύο κατώτερες κοινωνικές τάξις τους ανθρώπους και τη μεσαριά και ποτέ από την τάξη των πλουσίων, απηχώντας μια ξεχωριστή στάση ζωής, έναν τρόπο κοινωνικής συνείδησης και ιδιαίτερου ήθους. Είναι τραγούδι βαρύ ομαδικό και συντροφικό, όπου ο καθένας συμμετέχει με το προσωπικό του στυλ. Το λιτό και πρωτογενές αυτό τραγούδι με το ιδιαίτερο ύφος, δεν σχετίζεται καθόλου με τα τραγούδια του υπόλοιπου νησιού, σαν να ανήκει σε άλλη γεωγραφική ενότητα και παράδοση. Ίσως αυτή η διαφοροποίηση δικαιολογεί και την περιορισμένη του διάδοση. Στο υπόλοιπο νησί, δεν αγνοείται παντελώς η ύπαρξή του, είναι γνωστό μόνον ανεκδοτολογικά, με τη διακωμώδηση της μουσικής του εκφοράς και της χρονικής έκτασης.
Η λαϊκή θυμοσοφία μας λέει ό,τι ”συναντήθηκαν μια φορά ένας Πλωμαρίτης και ο Διάβολος. Για να μην περπατούν, συμφώνησαν ο ένας να σηκώνει τον άλλον σε όλο το διάστημα που θα λέει ένα τραγούδι της εκλογής του. Πρώτος στους ώμους του Πλωμαρίτη ανέβηκε ο Διάβολος που, καταχαρούμενος, είπε το πιο μεγάλο τραγούδι που ήξερε. Ύστερα ανέβηκε ο Πλωμαρίτης που είπε τον Πλωμαρίτικο σκοπό του, ως που έφτασαν στο χωριό, χωρίς να κατεβεί από τους ώμους του Διαβόλου. Κι ο Διάβολος από το κακό του έσκασε…”.
Προσωπικότητες του Πλωμαρίου
Υπάρχουν αρκετές προσωπικότητες που θα μπορούσαν να αναλυθούν αλλά θα σταθούμε σε τρεις χαρακτηριστικές περιπτώσεις διαφορετικών χρονολογιών που αναδεικνύουν το υψηλό πνευματικό και πολιτισμικό επίπεδο της περιοχής του Πλωμαρίου.

Βενιαμίν ο Λέσβιος
Ο Βενιαμίν ο Λέσβιος γεννήθηκε το 1759. Λόγιος και μοναχός με σαφή την επιρροή του πνεύματος του ευρωπαϊκού διαφωτισμού, κατηγορήθηκε από εκκλησιαστικούς κύκλους για τη διδασκαλία της νέας φυσικής κοσμολογίας. Υπήρξε μέλος της Φιλικής Εταιρείας και συμμετείχε στην οργάνωση των στρατιωτικών επιχειρήσεων και στα πολιτικά δρώμενα της επαναστατημένης χώρας. Κατά τη διάρκεια της εκεί πολύχρονης παραμονής του στο Παρίσι και παράλληλα με τις σπουδές του των θετικών επιστημών γνωρίζεται με τον Κοραή και εισέρχεται στον κύκλο των Ελλήνων λογίων της διασποράς. Η συγγραφική παραγωγή του Λέσβιου αποτελείται από εγχειρίδια διδακτικού περιεχομένου. Πρόκειται για έργα μαθηματικών, φυσικής και φιλοσοφίας όπου παρουσιάζονται επιστημονικές και φιλοσοφικές θεωρίες των διαφωτιστών υπό το πρίσμα της δικής του κριτικής προσέγγισης.

Λουκάς Γεραλής
Ο Λουκάς Γεραλής, γεννήθηκε το 1871. Ο πατέρας του, θέλοντας να τον κάνει έμπορο, τον έστειλε στη Σμύρνη. Εκεί, όμως, αισθάνθηκε μια έντονη κλίση προς τη ζωγραφική. Εμπνέεται από τις αιγαιοπελαγίτικες ομορφιές, αλλά και από τις δουλειές της υπαίθρου. Έργα του βρίσκονται στην Εθνική Πινακοθήκη, στο Μουσείο Μπενάκη, στη Βουλή των Ελλήνων, στο Ναυτικό Μουσείο, στην αίθουσα διαπιστευτηρίων του Προεδρικού Μεγάρου καθώς και σε πλήθος ιδιωτικών συλλογών στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.

Αλέκος Γαλανός
Ο Αλέκος Γαλανός με καταγωγή από το Πλωμάρι Λέσβου σπούδασε γεωπόνος αλλά ασχολήθηκε και με την μεγάλη του αγάπη που ήταν το θέατρο και ο κινηματογράφος. Ως γεωπόνος ήταν ο πρώτος που εφάρμοσε τη μαζική εκπαίδευση του αγροτικού πληθυσμού και κατάφερε να φέρει τον πολιτισμό, το ραδιόφωνο, τον κινηματογράφο κι αργότερα την τηλεόραση στο χωράφι και το σπίτι του Έλληνα αγρότη.
Πέρα από τη γεωπονία το μεγάλο του ταλέντο όμως ήταν του θεατρικού συγγραφέα και καταπιάστηκε με τη συγγραφή πολλών έργων που προβλήθηκαν σε Ελλάδα κι εξωτερικό. Γνωστός όμως έγινε κυρίως από το κλασικό έργο του τα “Κόκκινα Φανάρια” που παίζονταν το 1962-63 με καταπληκτικές κριτικές κι εμπορική επιτυχία. Το ίδιο έργο το μετέτρεψε σε σενάριο και με σκηνοθέτη το Βασίλη Γεωργιάδη γυρίστηκε ταινία που τέθηκε υποψήφιο μέχρι και για Όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας. Πρόκειται για ένα έργο διαχρονικό που εξακολουθεί να βρίσκεται στην επικαιρότητα. Το 2008, λίγο μετά το θάνατό του, όταν ανέβηκαν τα “Κόκκινα Φανάρια” στο θέατρο “Ένα” της Κύπρου, στο πρόγραμμα των παραστάσεων διαβάζουμε πως ο Αλέκος Γαλανός κατάγεται από το Πλωμάρι Λέσβου.
Πηγές:
- wikipedia
- plomarinews.gr
- plomaricity.gr
- barbayanni-ouzo.com
- ouzoplomari.gr
- veniaminlesviossociety.gr
- theotheraegean.com
Σύνταξη κειμένου: Λευτέρης Μαργαρίτης
Επιμέλεια κειμένου: Ελευθερία Σακελλαρίου