Δε θέλω να ‘ναι από ‘κείνα τα γλυκανάλατα κειμενάκια που δοξάζουν τη φιλία και τη δύναμη της, όχι! Θέλω να ‘ναι από ‘κείνα που τα διαβάζει κανείς και βλέπει τον εαυτό του, βλέπει το εγώ του, μέσα στο εμείς. Δε θα αρχίσω να σου εξιστορώ με τις ώρες, τι εστί φίλος αληθινός, κάτσε και κανε την κριτική σου και βρες το μόνος σου, δες από τι ανθρώπους περυτριγιρίζεσαι τι δίνεις και τι παίρνεις. Τούτο το «δείξε μου τους φίλους σου, να σου πω ποιος είσαι» των παππούδων μας, εγώ το κρατώ σαν κουβέντα κειμήλιο.
Λοιπόν, ως ον κοινωνικό δε ντρέπομαι, ξεθάρρεψα αν θες, μαζί σου και θα στο πω ανοιχτά, τη φοβάμαι τη μοναξιά, θέλω επικοινωνία, συναναστροφές και παρέα, Παρέα φίλε μου, συντροφιά, στιγμές με άτομα που διάλεξα και με διάλεξαν, όχι απαραίτητα κολλητούς, φίλους που είπαμε απόψε να μοιραστούμε το ίδιο τραπέζι, την ίδια γωνιά του μαγαζιού, να πιούμε ένα κρασί, να ανοίξουμε μια συζήτηση, να μοιραστούμε κάτι από το μέσα μας, που όλο και τείνει να εξωτερικεύεται, καθώς η ώρα περνάει, γιατί έτσι είναι η παρέα, έχει τη δύναμη να κάνει το εγώ, εμείς, να σε μετατρέπει σε γενναίο, πολυμήχανο ον, από εκεί που ήσουν, ένα μικρο σκαθαράκι που έτρεμε στη γη.
Ένα κρασί, ένα κρασί που λες αρκεί, να ανοίξει μια κουβέντα, να βρεθεί το κέφι και να πεταχτεί η πρώτη σπίθα από την ενέργεια του “μαζί”. Μα και χωρίς κρασάκι ολότελα, πάλι κάτι τέτοιο είναι εφικτό να συμβεί αρκεί να χουν όλοι την καλή διάθεση του να δώσουν και να πάρουν. Αν δεν αφήσεις να σου δώσουν κι αν δεν προσφέρεις κι ο ίδιος κάτι από τον ψυχισμό σου, εκείνη την ώρα, δεν μπορείς να αντιληφθείς την ενέργεια της παρέας και είναι αδύνατον να νιώσεις κάτι από τη δύναμη της. Δε σου λέω να σαι ανοιχτός, να λες τα πάντα και να εκθειάζεις το είναι σου, σαν γύφτικο σκεπάρνι, ούτε να αναγκαστείς να ‘σαι υπερκοινωνικός, εξάλλου, όλα εκείνα, τα υπερβολικά, καλό δεν κάνουν. Σου λέω μονάχα, να δεχτείς κείνο που σου δίνεται και να μην το απορρίπτεις κι έπειτα ανταπόδωσε με το δικό σου τρόπο ό,τι μπορείς.
Θυμάσαι τους παππούδες σου, που σου λέγαν ιστορίες; Δε μπορεί, θα έχεις ακούσει για τις ωραίες παρέες που κάναν στα σπίτια τους, που τα άνοιγαν συχνά- πυκνά, χωρίς φόβο κι ανασφάλεια. Σήμερα, δεν είναι έτσι τα πράγματα, σε έβαλαν σε ένα τριπάκι να φοβάσαι και τη σκιά σου, μα εγώ το νιώθω πως αν κάτσεις σε ένα τραπέζι, με μια παρέα καλή, παλαιινή- αν μου επιτρέπεται ο όρος- θα νιώσεις σαν και τότε και θα καταλάβεις μέσα σου, τα λόγια των παππούδων σου. Χάνεται το εγώ, κατάλαβες; Δεν υπάρχει εγωισμός, αρκεί να επιλέξεις να τον αφήσεις στην απόξω. Είστε ένα σύνολο πια, μαζί τους, ίσως ξεπεράσεις τα όρια, ίσως δοκιμάσεις κάτι που μόνος σου δε θα έκανες ποτέ, ίσως ξεθαρρέψεις και τολμήσεις λίγο παραπάνω, ίσως δεις τα πράγματα πιο φωτεινά. Ουπς! Μόλις σου περιέγραψα το νόημα της ζωής θαρρώ, δεν είμαι και σίγουρη βέβαια- καθώς κι εγώ, μη με βλέπετε έτσι- το ψάχνω και το εξετάζω πολύ.
Δε θέλω να με βαρεθείς και λέω να τελειώνω, κάπου εδώ, τα δικά μου, τα φλύαρα. Ένα πράγμα μόνο, το γέλιο, δε γνωρίζω πιο ειλικρινή ήχο, πιο μοναδικό άκουσμα, φάρμακο ψυχής. Δυνατό, ηχηρό, διακριτικό, κραυγαλέο, το γέλιο είναι το χαρούμενο ξέσπασμα της ψυχής, το ερέθισμα της ευδαιμονίας, που αντανακλαστικά ξεπροβάλλει από μέσα μας. Τόσο αυθόρμητα, δίνει ουσία στη μονότονη συνέχεια, αποτελεί τη μουσική, μια μουσική ξεχωριστή για τον καθένα. Σκέψου τώρα, έναν κόσμο χωρίς μουσική, τρομακτικό! Σκέψου έναν κόσμο χωρίς παρέα, μα μόνος του φίλε μου, δε γελά κανείς! Τώρα, την ένιωσες τη δύναμή της;
(Αφιερωμένο σε όλη μου την κομπανία, ξέρουν αυτοί!).