Το γοβάκι!
…Οι μέρες περνούσαν και το μόνο που σκεφτόταν ήταν πότε και πώς θα τον έβλεπε ξανά. Δεν ήξερε τίποτα για εκείνον. Ούτε καν το όνομά του. Πώς θα τον έβρισκε; Πώς θα έπαιρνε πίσω το γοβάκι της; Είχε πείσει τον εαυτό της, ότι αυτό που ήθελε ήταν το γοβάκι της. Όχι εκείνον! Μα… πώς είναι δυνατόν να ήθελε κάποιον που της ήταν εντελώς άγνωστος; Της ήταν όντως άγνωστος; Μετά από μια τόσο παθιασμένη νύχτα, παρέμεναν ακόμα άγνωστοι;
“Αμάν πια…τίποτα δεν πάει καλά” αποκρίθηκε. “Μέχρι και αυτός ο καφές έχει κρυώσει”. Είχαν καταστεί όλα μέτρια μετά από εκείνη την νύχτα. Λες και είχε εξαφανιστεί κατά κάποιο τρόπο, όλη η ουσία και η γεύση από την ζωή της.
Η έρευνα
Σήκωσε την κούπα του καφέ και εκεί που την έφερνε κοντά στα χείλη της, μια σκέψη πέρασε στιγμιαία από το μυαλό της. Κοπάνησε την κούπα του καφέ πάνω στο τραπέζι και είπε: “Ε, δεν μπορώ να μείνω και με σταυρωμένα τα χέρια! Έχει κάτι που μου ανήκει, και το θέλω πίσω!”. Ανάβει ένα τσιγάρο και ξεκινάει να στέλνει μηνύματα σε όλους όσους ήξερε από το λάτιν πάρτι, έχοντας μία ελπίδα ότι κάποιος θα τον ήξερε. Κάποιος θα ήξερε κάτι για εκείνον, δεν μπορεί…δεν γίνεται να μην τον ήξερε κανείς. Δεν ήταν δα και φάντασμα, ή μήπως ήταν;
Η έρευνά της, δεν απέδιδε καρπούς και η ταχύτητα με την οποία ο καπνός του τσιγάρου εισχωρούσε στους πνεύμονές της, αυξανόταν με γοργούς ρυθμούς. Δεν ήξερε πώς να τον βρει. Έκοβε βόλτες πάνω κάτω μέσα στο σπίτι και μονολογούσε. “Ποιός είσαι; Από πού ξεφύτρωσες και δεν σε ξέρεις κανείς ;” Είχαν περάσει σχεδόν πέντε μέρες από το λάτιν πάρτι και κανένας δεν είχε ακουστά γι’ αυτόν τον… άγνωστο που είχε κλέψει το μυαλό της. Ώσπου…μέσα στην τρέλα της, αποφάσισε να πάει από το μαγαζί, όπου γίνεται το πάρτι κάθε Παρασκευή βράδυ. Ωραία, και πώς θα τον περιέγραφε; Φφφ…ήταν όλο ένα λάθος! Όλο! Πρώτη φορά της συμβαίνει κάτι τέτοιο και δεν είχε ιδέα πώς έπρεπε να το διαχειριστεί.
Άνοιξε την ντουλάπα της, έβαλε ό, τι βρήκε μπροστά της και πήρε τους δρόμους. Το μόνο που υπήρχε στο μυαλό της ως σκέψη ήταν…” Αχχ…μακάρι να τον ξέρει κάποιος”. Όταν έφτασε αισίως στο μαγαζί έτρεξε να ρωτήσει το προσωπικό για τον γνωστό- άγνωστο.
Το δώρο
Ένας από το προσωπικό του μαγαζιού την παρέπεμψε στο μπαρ. Της είπε, ότι κάποιος είχε αφήσει κάτι εκεί για εκείνη. Όταν εκείνη ρώτησε το πώς γνώριζε ότι ήταν για εκείνη, η απάντηση που πήρε ήταν “σε είχε περιγράψει σε μας, ο μυστηριώδης θαυμαστής σου”. Η Ελπίδα, από την μία ένιωσε μια απερίγραπτη χαρά, αλλά από την άλλη ένα αίσθημα φόβου και άγχους κυρίευσε το σώμα και την ψυχή της. Ευχαρίστησε τον νέο και πήγε στο μπαρ, παίρνοντας μια βαθιά ανάσα. Ζήτησε από τον νεαρό το δέμα που είχαν αφήσει για εκείνη. Ο υπάλληλος της το έδωσε, χωρίς να ρωτήσει ή να της πει κάτι. Περιορίστηκε σε ένα καταφατικό νεύμα και ένα χαμόγελο. Η Ελπίδα πήρε στα χέρια της το κουτί και έφυγε.
Όσο περπατούσε για να πάει πίσω στο σπίτι της, ήταν σχεδόν σίγουρη ότι μέσα στο κουτί θα υπήρχε το γοβάκι της, αλλά γιατί να το βάλει μέσα σ’ ένα τόσο περιποιημένο κουτί; Όσο πλησίαζε προς το σπίτι, τόσο τα γιατί πλήθαιναν. Βγάζει βιαστικά τα κλειδιά του σπιτιού από την τσέπη του τζιν της, και ανεβαίνει τρέχοντας τις σκάλες της πολυκατοικίας, με σκοπό να φτάσει όσο πιο γρήγορα μπορούσε στο διαμέρισμά της. Μπαίνει μέσα στο σπίτι της και ακουμπάει προσεκτικά το δέμα πάνω στο γραφείο της.
Το ανοίγει…και βλέπει μέσα το γοβάκι της. Όμως, το κουτί είχε και ένα γράμμα μέσα. Τα χέρια της, όσο πλησίαζαν το γράμμα άρχιζαν να τρέμουν, και η καρδιά της χτυπούσε σαν τρελή. Το παίρνει στα χέρια της και αρχίζει να το διαβάζει.Το γράμμα έγραφε: “Για να διαβάζεις αυτό το γράμμα, σημαίνει, οτι έψαξες να με βρεις ή μάλλον να πάρεις πίσω αυτό που σου ανήκει. Αν θες να ανακαλύψεις ποιός είναι αυτός ο γνωστός- άγνωστος, έλα την Παρασκευή εκεί που άρχισαν όλα! Ίσως και να είμαι εκεί. Ίσως και όχι. Ίσως και να σε περιμένει κάποιο ακόμα στοιχείο. Ποιός ξέρει…Αν πάλι δεν έρθεις, το μόνο σίγουρο είναι, ότι το μυστήριο θα παραμείνει άλυτο.”
Το λάτιν πάρτι
Οι μέρες μέχρι να φτάσει η Παρασκευή πέρασαν αργά και βασανιστικά. Της φάνηκαν σαν αιώνας. Η περιέργεια της, είχε χτυπήσει κόκκινο. Ήθελε να δει τί της επιφύλασσε πάλι αυτός ο γνωστός-άγνωστος. Άραγε θα εμφανιζόταν; Το μόνο σίγουρο ήταν, ότι ήθελε διακαώς να τον δει. Να μάθει επιτέλους το όνομά του. Να ανακαλύψει τί θα μπορούσε να βγει μέσα απ’ αυτή την περίεργη συνάντηση που είχαν, μετά από αυτό το παθιασμένο βράδυ. Αχχ…αχχ και να τον έβλεπε…
Ξεκίνησε να ετοιμάζεται για το λάτιν πάρτι από νωρίς. Δεν ήθελε να έχει καμία ατέλεια πάνω της. Ντύθηκε, βάφτηκε, και αφού έριξε μία τελευταία και άκρως λεπτομερή μάτια στον καθρέφτη της, πήρε τα παπούτσια του λάτιν, και τα έβαλε μέσα στην τσάντα της. Στην διαδρομή μέχρι να φτασει στο παραθαλάσσιο μαγαζί, σκεφτόταν διάφορα. Η καρδιά της χτυπούσε πιο γρήγορα απ’ οτι συνήθως. Το βήμα της, γινόταν όλο και πιο γρήγορο. Ήθελε να φτάσει όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Φτάνοντας έξω από το μαγαζί, σκέφτηκε: “Πρέπει να είσαι προετοιμασμένη για όλα! Πάρε μια βαθιά ανάσα και μπες μέσα με αυτοπεποίθηση”. Έτσι και έκανε. Αφού μπήκε μέσα, άρχισε να σκανάρει με το βλέμμα της τον χώρο με την ελπίδα ότι θα ήταν εκεί, όμως μάταια. ” Ίσως έρθει αργότερα, εξάλλου είναι νωρίς ακόμα”. Οι ώρες πέρασαν, και ο γνωστός- άγνωστος δεν εμφανίστηκε ποτέ.
Την ώρα που η Ελπίδα άρχισε να μαζεύει τα πράγματά της, ένιωσε κάποιον να την σκουντάει στον ώμο, γύρισε απότομα με την ελπίδα ότι θα ήταν εκείνος. Όμως, αντί για αυτόν, ήταν ένας υπάλληλος του μαγαζιού, με ένα σημείωμα στο χέρι. “Αυτό είναι για εσάς”, της είπε και έφυγε πριν προλάβει να του πει κάτι εκείνη. Η Ελπίδα το άνοιξε γρήγορα. Το σημείωμα έγραφε: ” Αύριο στις 20:00 θα σε περιμένω στην παραλία, δίπλα από την γέφυρα”. Το δίπλωσε και το έβαλε γρήγορα στην τσέπη της και έφυγε από το πάρτι.
Εκείνο το σούρουπο
“Έφτασε η μεγάλη ώρα” σκέφτηκε. “Αν δεν έρθει ούτε αυτή την φορά; Εγώ τι θα κάνω;”, έκανε μία απότομη κίνηση με το κεφάλι της, πήρε τα πράγματά της, και κίνησε προς το σημείο που της είχε πει στο σημείωμα. Την ώρα που έφτασε στην παραλία, ο κόσμος είχε αρχίσει να φεύγει. “Ευτυχώς! Δεν έχει πολύ κόσμο.”, είπε από μέσα της και άρχισε να τον ψάχνει με το βλέμμα της. Κάπου στο βάθος, δίπλα περίπου στην γέφυρα, πήρε το μάτι της ένα απλωμένο σεντόνι με δύο μαξιλάρες πάνω στην άμμο, όμως δεν έβλεπε κανέναν εκεί κοντά. Αναστέναξε με απογοήτευση και πλησίασε λίγο ακόμα. Όταν έφτασε κοντά, είδε ότι εκτός από τις μαξιλάρες, υπήρχαν πάνω δύο τριαντάφυλλα, με μια σαμπανιέρα γεμάτη με πάγο και μπύρες. Αποκρίθηκε “Οκ καλό αυτό. Λογικά θα εμφανιστεί “. Αποφάσισε να κάτσει στην μια μαξιλάρα, και χάθηκε για λίγο το βλέμμα της στην θάλασσα, που εκείνη την ώρα είχε ξεκινήσει το ηλιοβασίλεμα.
Βλέποντας αυτή την υπέροχη θέα, αναστέναξε για δεύτερη φορά και είπε δυνατά: “αχχχ…μα πού είσαι επιτέλους; ” ώσπου, ακούγεται μια φωνή να της λέει : “Με φώναξε κανείς”; Εκείνη γύρισε απότομα και τον είδε. Ήταν εκεί! Ήταν αυτός! Ο γνωστός- άγνωστος!
– Συγγνώμη, είχα πάει να φέρω τις πίτσες. Δεν ήθελα να κρυώσουν…
– Επιτέλους! Ήρθες! Επιτέλους σε βρήκα!
Σηκώθηκε γρήγορα από την μαξιλάρα και τον πήρε αγκαλιά. Δεν μπορούσε να το πιστέψει, ότι τον είχε εκεί μπροστά της. Την πήρε από το χέρι και έκατσαν και οι δύο στις μαξιλάρες τους.
– Βλέπω, ότι τελικά έψαξες να με βρεις!
– Μμμ…αφού μου πήρες το “μαγικό” μου γοβάκι…δεν είχα άλλη επιλογή…
– Τελικά, έπιασε το κόλπο μου. Αν δεν ήταν αυτό, δεν νομίζω πως θα με έψαχνες…
– Έτσι πιστεύεις;
– Ναι!
– Οκ! Αφού αυτό πιστεύεις για μένα, τότε καλύτερα να πηγαίνω!
Η Ελπίδα έκανε πως πήγε να σηκωθεί. Εκείνος, της άρπαξε το χέρι και της είπε
– Δεν έχεις να πας πουθενά! Τώρα που σε βρήκα, δεν σ’ αφήνω να φύγεις!
– Τελικά, ποιός βρήκε ποιον;
– Χμμ… δεν ξέρω! Δεν έχει και ιδιαίτερη σημασία πια.
Χαμογέλασαν και οι δύο. Εκείνος, την χάιδεψε απαλά στο μάγουλο, την τράβηξε προς το μέρος του και άρχισαν να φιλιούνται παθιασμένα. Κάποια στιγμή, εκείνη σταμάτησε και τον κοίταξε μέσα στα μάτια. Εκείνος της είπε: “Αν αναρωτιέσαι και τώρα τι θα γίνει με εμάς, η απάντηση είναι απλή. Τώρα πια, δεν είμαστε εσύ και γω. Τώρα πια είμαστε εμείς!”. Την πήρε αγκαλιά και έμειναν να κοιτάνε την θέα…
Για κοίτα να δεις λοιπόν, τί μπορεί να συμβεί από το πουθενά. Τί μπορεί να συμβεί, μόνο και μόνο επειδή στάθηκες τυχερός μέσα στην αφηρημάδα σου. Τελικά, τα ωραία πράγματα στην ζωή, έρχονται από εκεί που δεν το περιμένεις!
Τα ωραία δεν είναι αυτά τα οποία έψαξες, αλλά αυτά που βρήκες τυχαία!