Όλο το πρωί σκεφτόταν τι έγινε χθες το βράδυ. Πώς είναι δυνατόν να ήταν τόσο απερίσκεπτη; Ήπιε δύο γουλιές από τον καφέ της και επανάφερε στο μυαλό της την βλακεία που έκανε χθες. Γιατί περί βλακείας επρόκειτο. Πώς φέρθηκε τόσο ρομαντικά και συνάμα τόσο ανόητα; Όχι όχι αυτή δεν τα έκανε αυτά. Τα κορόιδευε αυτά…
Αυτό το βράδυ θα το μετάνιωνε πολλές φορές ακόμη!
Ας πάρουμε τα πράγματα όμως από την αρχή η Ελπίδα δεν ήταν και ο πιο εύκολος άνθρωπος, παρόλο που είχε πολλούς να την πολιορκούν έψαχνε αυτόν τον ένα που θα έκανε την καρδία της να λυγίσει. Τους υπόλοιπους ούτε να τους βλέπει δεν ήθελε. Τους βαριόταν! Ήταν πολυάσχολη και δεν θα χάλαγε άσκοπα τον χρόνο της.
Σπούδαζε, έγραφε και ένα από τα μεγαλύτερα της πάθη ήταν ο χορός, συγκεκριμένα ο λάτιν χορός. Οπότε καταλαβαίνετε, πού χρόνος για τον κάθε τυχάρπαστο ; Άλλωστε, είχε πείσει τον εαυτό της ότι δεν χρειαζόταν κανένα. Είχε περάσει από χίλια κύματα αλλά τα είχε βρει με την πάρτη της. Δεν χρειαζόταν κανέναν να της γεμίσει κάποιο κενό. Ήθελε κάποιον να σταθεί αντάξια δίπλα της!
Τώρα, που κάπως την καταλάβατε θα ήθελα να το πάρουμε από την αρχή…
Εκείνο το βράδυ
Χθες όπως και κάθε Παρασκευή πήγαινε σ’ ένα παραθαλάσσιο μαγαζί κοντά στο σπίτι της που διοργάνωνε λάτιν πάρτι. Της άρεσε πολύ να πηγαίνει εκεί, ήταν ο τρόπος της να διασκεδάζει. Εκείνη την Παρασκευή όμως δεν ήθελε καθόλου να πάει, κάτι την κρατούσε πίσω. Aποφάσισε όμως, να πάει κόντρα στο προαίσθημά της. Δεν ήθελε να χάσει αυτή την βραδιά.
“Μπορεί να είναι που δεν μου έστρωσε και καλά το μαλλί”, σκέφτηκε. Οι μπούκλες από την υγρασία είχαν διπλασιαστεί. Αλλά ποιός κάθεται να ασχολείται με τρίχες άλλωστε θα πήγαινε για να περάσει καλά, όχι για να εντυπωσιάσει κάποιον! Πήρε την τσάντα της με τα παπούτσια του λάτιν και ξεκίνησε για το μαγαζί. Έτσι άφτιαχτη και άβαφη. Σπάνιο φαινόμενο για την ίδια. Αλλά βαριόταν άπειρα!
Αυτούς που θα παρευρίσκονταν εκεί τους ήξερε. Τι μπορεί να πάει στραβά; Μπήκε μέσα στο μαγαζί χαιρέτησε τους γνωστούς της και παρατήρησε στην άκρη του μαγαζιού μια παρέα από 3 άνδρες, δεν τους είχε ξαναδεί ποτέ. Δεν έμοιαζαν με άνδρες που θα χόρευαν λάτιν. Της έμοιαζαν απλά σαν κάποια λιγούρια που είχαν πάει εκεί για να πάρουν μάτι. Δεν ασχολήθηκε παραπάνω για να μην χαλάσει την διάθεσή της.
Ο φίλος της ο Μιχάλης της μίλαγε αλλά εκείνη ήταν χαμένη στις σκέψεις της. Επανήλθε στην πραγματικότητα και του είπε : “Έλα να χορέψουμε”. Ενώ χόρευαν ένιωθε τα μάτια του ενός από τους 3 άνδρες να την τρυπάνε. Εκεί εκνευρίστηκε. “Μα είναι δυνατόν ;”, σκέφτηκε. Και ενώ τον παρατηρούσε αυτός την πλησίασε και της σκούντησε στον ώμο. “Μα καλά δεν βλέπει ότι χορεύω;” σκέφτηκε αλλά αυτό που βγήκε από το στόμα της ήταν “Πες μου”, “Θέλεις να χορέψουμε; “.
Ο Μιχάλης λες και είχε συμμαχήσει μαζί του λέει: “Όλη δική σου”. Το μόνο που προλάβε να κάνει είναι να τον αγριοκοιτάξει. Αυτό ήταν το τελευταίο που ήθελε! Αλλά ταυτόχρονα έριξε και μια φευγαλαία ματιά στον άγνωστο απέναντι της, δεν ήταν και τόσο κακός ! Δεν θα έχανε κάτι να του προσφέρει έναν χορό.
Αυτός την έπιασε να χορέψουν αλλά από το στόμα του δεν έβγαινε κουβέντα. Η Ελπίδα είχε ενθουσιαστεί. “Καλέ αυτός ξέρει να χορεύει”, “Κοίτα να δεις, δεν του το είχα”, σκεφτόταν. Μόλις τελείωσε το τραγούδι αυτός την άφησε και γύρισε στην παρέα του. Έτσι χωρίς να της πει κουβέντα. Εκείνη είχε μείνει. Μα να μην κάνει ούτε μια προσπάθεια για επικοινωνία;
Αυτό ήταν τώρα της είχε ιντριγκάρει την σκέψη της. Ήξερε καλό το παιχνίδι ο άτιμος. Όλο το βράδυ δεν τον ξανακοίταξε. Αυτό έλειπε να του δώσουμε και επιβεβαίωση! Στο τέλος της βραδιάς άλλαξε παπούτσια έβγαλε τα γοβάκια-παπούτσια του χορού στην τσάντα της και έβαλε τα σνικερς της. Έφυγε όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Δεν ήθελε να πέσει μούρη με μούρη μαζί του.
Ο δρόμος της επιστροφής
Ενώ σχεδόν έτρεχε στον δρόμο της επιστροφής λες και την κυνηγούσε, δεν κατάλαβε ποτέ ότι είχε ξεχάσει την τσάντα της στο μαγαζί. Φτάνει στην εξώπορτα του σπιτιού της και τότε συνειδητοποιεί ότι δεν είχε την τσάντα της. “Πωωω μα πόσο χαζή είμαι;”, αναφώνησε. Πήρε το δρόμο προς το μαγαζί πάλι, και τι να δει ο τυπάς που χόρεψε με την τσάντα της. Κοιτάζονται και την πλησιάζει:
– Ξέχασες την τσάντα σου. Έκλεισε το μαγαζί και δεν ήξερα που να την αφήσω.
-Μα καλά και εσύ είπες να πάρεις την τσάντα μου και να την πας που; Δεν ξέρεις καν ποιά είμαι…
– Ήλπιζα ότι θα σε πετύχω στον δρόμο. Θέλεις να περπατήσουμε λίγο;
– Βασικά θέλω να γυρίσω σπίτι μου..
-Ωραία, θέλεις να συνοδεύσω μέχρι το σπίτι σου;
-Ναι τι πιο φρόνυμο από το να οδηγήσω κάποιον άγνωστο στο σπίτι μου; Έλα να κάτσουμε εδώ για λίγο.
Η ρομαντική ταινία
Κάθισαν εκεί και είπαν τα πάντα μέχρι που ο ήλιος άρχισε να ανατέλλει. Μόνο ονόματα δεν είχαν ανταλλάξει. Αλλά και τίποτα από τα επιφανειακά που ρωτάς κάποιον που γνωρίζεις πρώτη φορά. Χωρίς να το καταλάβουν άρχισαν να περπατάνε προς το σπίτι της, ξεκλείδωσαν την πόρτα… Κάνανε παθιασμένο σεξ και ύστερα χάθηκαν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου. Όταν ξύπνησε το πρωί δεν είδε κανέναν δίπλα της παρά μόνο ένα σημείωμα που έγραφε: “Σ’ ευχαριστώ πολύ. Πήρα το ένα γοβάκι σου. Σου υπόσχομαι θα το επιστρέψω”.

Εκείνο το πρωί
Ο καφές δεν κατέβαινε. Δυο γουλιές κατάφερε μόνο να πιεί. Μετά από τόσο καιρό, ένιωσε τόση έλξη για κάποιον και δεν έμαθε καν το όνομά του… Ούτε που μένει ούτε τι σπουδάζει και αν σπουδάζει. Μα γιατί το έζησε λες και ήταν σε ταινία; Άραγε θα της επέστρεφε ποτέ το γοβάκι; Θα ξαναζούσαν ένα τέτοιο βράδυ;
Άραγε θα τον ξαναέβλεπε;