Κάποιος αγαπημένος εξαφανίστηκε. Οι δικοί του τον ψάχνουν. Η φαινομενικά αθώα απουσία σταδιακά εξελίσσεται σε φρίκη, η μάνα το υποψιαζόταν από την αρχή, κάτι δεν πάει καλά. Κάποιοι κακοί τον απήγαγαν, εμείς οι καλοί συνεχίζουμε το ψάξιμο, δεν μπορούμε να συμβιβαστούμε με αυτό το κάτι σαν θάνατο. Ο «αγαπημένος» μας είναι θύμα, εμείς οι ήρωες. Πρόκειται για ένα πολύ γνωστό κλισέ, που βρίσκουμε διαρκώς στη δραματουργία. Το είδαμε και πρόσφατα, στο πλαίσιο του φεστιβάλ ισπανόφωνου κινηματογράφου, με το la civil της Teodora Mihai. Το black stone του Σπύρου Ιακωβίδη, από την άλλη, θα ακολουθήσει το ίδιο αφηγηματικό πρότυπο, αλλά θα πει μια ιστορία εντελώς δική του, στην οποία θύτες και θύματα, καλοί και κακοί δεν υπάρχουν.
Κάποιος εξαφανίστηκε
Όλα ξεκινούν στο πλαίσιο ενός ντοκιμαντέρ για τους υπαλλήλους φαντάσματα. Έτσι, δύο τύποι με μία κάμερα θα χτυπήσουν την πόρτα της Χαρούλας (Ελένη Κοκκίδου), της μάνας που μόλις έχασε έναν τέτοιο υπάλληλο, τον γιο της. Ο Πάνος (Αχιλλέας Χαρίσκος) υπήρξε στυλοβάτης από τότε που πέθανε ο πατέρας του- και άνδρας της Χαρούλας- χωρίς ποτέ να εκφέρει παράπονο. Εκείνος τα φρόντιζε όλα, γιατρούς, νοσοκομεία, τη μαμά και τον ανάπηρο αδελφό του.
Η ταινία, όμως, δεν είναι για τον χαμένο Πάνο. Η Χαρούλα θα ανοίξει την πόρτα στους δύο κινηματογραφιστές και η αφήγηση ξεδιπλώνεται. Η κλασική καρικατούρα ελληνίδας μάνας, παρέα με τον άλλο, τον «αδύναμο» γιο της, τον Παντελή, θα προσπαθήσουν να λύσουν το «μυστήριο της μαύρης πέτρας». Στην πορεία θα αναδειχθεί κι ο τρίτος πυλώνας του black stone, ο Μιχάλης (γνωστός κι ως Νέγρος του Μοριά), ένας νεαρός έγχρωμος ταξιτζής, βέρος κυψελιώτης, Έλληνας, παρά την αρχικά αντίθετη άποψη της Χαρούλας.
Black stone, κάτι σαν θρίλερ
Μαζί θα πορευτούν για τη λύση ενός μυστηρίου. Το black stone θα μπορούσε να κάλλιστα να είναι θρίλερ, σαν το μεξικάνικο la civil, οι 3 αθώοι μας ήρωες θα μπορούσαν να ανακαλύψουν ένα ολόκληρο κύκλωμα, μια κοινωνία διεφθαρμένη, στην οποία το «θύμα» μπλέχτηκε άθελά του. «Mockumentary», χαρακτήρισε ο ίδιος ο Σπύρος Ιακωβίδης την ταινία του. Ψευδο- ντοκιμαντέρ, ένα ντοκιμαντέρ που δεν είναι ντοκιμαντέρ, όπου ο ίδιος ο θεατής βυθίζεται στην ψευδαίσθηση ότι παρακολουθεί μια αληθινή ιστορία.
Πέρα κι από ψευδο- ντοκιμαντέρ, όμως, και πάνω απ’ όλα, το black stone υπήρξε… ψευδο- θρίλερ. Γιατί όλα όσα συμβαίνουν στα θρίλερ, συνέβησαν. Ο Πάνος χάθηκε για απροσδιόριστους λόγους, πιθανόν εμπλέκεται σε έγκλημα, ενώ δεν λείπει το συνεχές- μάταιο- από δω κι από κει στους δρόμους της Αθήνας και η ανάκριση όλων όσοι γνώρισαν τον άσωτο γιο.
Καμία σχέση, όμως. Το black stone θα ακολουθήσει ανέμελο όλα τα κλισέ των θρίλερ, γιατί αγαπά να τα καταρρίπτει. Η αναζήτηση θα πασπαλίζεται από την οικειότητα της μαμαδίστικης υστερίας, από τα γέλια και τις σχέσεις αγάπης μεταξύ των τριών συντρόφων, από τα αράγματα στα μπαλκόνια κάτω από τον αθηναϊκό ήλιο. Παράλληλα, σχηματίζεται ένα πλήρες πορτρέτο της Αθήνας του 2023, των Εξαρχείων, της Κυψέλης, των φασαίων και του υφέρποντος ρατσισμού τους. Ο Σπύρος Ιακωβίδης έχει κάνει την σωτήρια επιλογή να μας διηγηθεί μια σχεδόν τραγική ιστορία με ένα καθησυχαστικό χαμόγελο.
Η τύχη της Χαρούλας
Το τέλος θα είναι δραματικό μα γλυκόπικρο. Πολλοί είδαν στο black stone μια αποκαθήλωση της ελληνικής οικογένειας. Αν και το μέσα μου θέλει συμφωνήσει, νομίζω πως ο Σπύρος Ιακωβίδης δεν θα συμφωνούσε με έναν όρο τόσο σκληρό όπως η «αποκαθήλωση». Ούτε ξεμπρόστιασμα ούτε πετσόκομμα ούτε τίποτα από αυτά. Άλλωστε, η Ελένη Κοκκίδου έχει «φτιάξει» μια ανθρώπινη μαμά Χαρούλα, με τα καλά της και τα στραβά της. Όσο χειριστική είναι, άλλο τόσο αγαπάει με ανιδιοτέλεια τα παιδιά της. Όσο βαθιά ρατσίστρια είναι, άλλο τόσο ανθρώπινα και στοργικά φέρεται στον- ξένο στα μάτια της- Μιχάλη.
Πράγματι, η Χαρούλα επέλεξε να δημιουργήσει ένα κλουβί, στο οποίο στρίμωξε τους δύο γιους της. Ο Λευτέρης έχει αφεθεί πάνω της, ανήμπορος να πάει οπουδήποτε μόνος του. Ο προκομμένος Πάνος έχει αναλάβει τον ρόλο του πατερούλη, παντοδύναμος, μα συνάμα αμπαρωμένος στο ίδιο κελί. Μετά τον θάνατο του συζύγου- πατέρα, η Χαρούλα έζησε την εξαφάνιση του γιου- πατέρα. Κακιά δεν είναι κι ούτε της άξιζε τέτοια τύχη.
Στο πρόσωπο της Χαρούλας, ο Σπύρος Ιακωβίδης δημιούργησε ένα πλήρες ψυχογράφημα της ελληνίδας μάνας. Χωρίς κριτική, με ένα φιλικό πατ- πατ στην πλάτη, αναγνώριση ότι δεν φταίει μόνο αυτή. Η μεγαλύτερη ίσως πρωτοτυπία του black stone, η ελληνίδα μάνα όχι ως γέννημα ενός κακού μεσογειακού dna, αλλά απλά ως συνέπεια μιας κοινωνίας που δεινοπαθεί.
Ο ίδιος ο Σπύρος το είπε ιδανικά στη συνέντευξή του στην Καθημερινή:
Το βασικό νομίζω με [τις ελληνίδες μάνες], ειδικά των αμέσως προηγούμενων γενιών, είναι ότι λόγω των σκληρά πατριαρχικών-συντηρητικών κοινωνιών που τις ανέθρεψαν, αναγκάστηκαν να ζήσουν μέσα από τις ζωές των άλλων· των συζύγων, των παιδιών τους κ.ο.κ. Στην πλειονότητά τους δεν μπόρεσαν να κυνηγήσουν δικά τους όνειρα και φιλοδοξίες – ζωές που δεν τις έζησαν ποτέ. Ταυτόχρονα, έφτιαξαν γύρω τους ένα σύστημα επιβίωσης, το οποίο σε μεγάλο βαθμό υποκατέστησε ένα αναποτελεσματικό κοινωνικό κράτος.