Όλα ξεκίνησαν από μια εβδομάδα απομόνωσης, εξαιτίας ενός συγκατοίκου- φορέα ενός πλέον ξεχασμένου ιού, που είχε την ευγένεια να μη με κολλήσει. Έτσι, η δουλειά από το σπίτι μπορούσε άνετα να επεκταθεί εκτός. Άλλωστε, η Αθήνα την άνοιξη έχει μια τρομακτική ομορφιά, το ίδιο και τα απόκοσμα καφέ της, όχι αυτά που προσφέρονται μαζικά σε πλατείες- τουριστικές κυψέλες, αλλά τα άλλα, που πρέπει να κάνεις μόνος σου έρευνα ή να περιμένεις- στην καλύτερη- κάποιο κουλτουρέ σάιτ να στα προτείνει. Σε τέτοια καφέ, αν είσαι αρκετά τυχερός, μπορεί να γίνεις μάρτυρας καταπληκτικών συζητήσεων, πρώτων συναντήσεων, ραντεβού προγραμματισμένων ή τυχαίων, ενώ σίγουρα θα υπάρχουν και αυτοί που έρχονται και φεύγουν μόνοι και είτε κοιτάζουν τη δουλειά τους είτε κουτσομπολεύουν νοερά τους λιγότερο μοναχικούς «άλλους». Μάλλον στους δεύτερους ανήκει ο Τζιμ Τζάρμους, κύριος εκφραστής του αμερικανικού ανεξάρτητου σινεμά, αγαπημένος του maxmag και σκηνοθέτης «του καφέ και των τσιγάρων», μιας ταινίας ύμνου για όλους εμάς τους παρατηρητές συζητήσεων τρίτων.
Συνταγές με δύο απλά υλικά
Η ταινία δεν είναι παρά ένα άλμπουμ από διάφορα σκηνικά χωρίς συνοχή. Σκετσάκια με 2-3 χαρακτήρες, που διαδέχονται το ένα το άλλο και τελειώνουν συνήθως με την αποχώρηση του ενός. Σε κάθε διαφορετική ιστορία, ένα πλάνο μένει ίδιο: από ψηλά κούπες καφέ και τασάκια, που σε αντίθεση με τις σχέσεις των ανθρώπων, μένουν σταθερά, χαρίζοντας μάλλον μια ψευδαίσθηση αρμονίας.
Ο Τζιμ Τζάρμους, βέβαια, δεν θέλει μάλλον να μας μιλήσει για αυτήν την ψευδαίσθηση. Τα μηνύματά που εκμαιεύονται από κάθε συζήτηση είναι σίγουρα βαθύτερα: οι τάξεις που συγκρούονται, η ανάγκη για αλληλεγγύη και προσφορά, η απόγνωση από μια κοινωνία που μας χωρίζει σε losers και winners, η απορία γιατί όλα να μην είναι κοινά σε όλους, η εικόνα της πολυάσχολης business woman που δεν δίνει δεκάρα για την παρακατιανή ξαδελφούλα της (και οι δύο ενσαρκωμένες από τη σπουδαία Κέιτ Μπλάνσετ).
Η ψευδαίσθηση αρμονίας, όμως, είναι εκεί, είναι το πέπλο που καλύπτει κάθε σκηνή, είναι ο ίδιος ο τίτλος. Ο καφές και τα τσιγάρα συνδέουν τους χαρακτήρες, τους δίνουν αφορμή για συζήτηση, τους δίνουν την ευκαιρία να προσφέρουν κάτι και, εν τέλει να συνδεθούν. Θα ξεκινήσουν ξανά μαζί το τσιγάρο, ενώ προσποιούνται ότι το έχουν από καιρό κόψει, θα τσακωθούν για το πόσο κακό κάνει, θα παρασύρουν ο ένας τον άλλον σε κάτι σαν αμαρτία. Παράλληλα, θα διαμαρτυρηθούν για το πόσο χάλια είναι ο καφές τους, πόση ακριβώς ζάχαρη θέλουν, ενώ θα γκρινιάξουν κι όλας, αν ο κακομοίρης σερβιτόρος χαλάσει την ιδανική χημεία μεταξύ ροφήματος, ζάχαρης και γάλακτος. Μέχρι εκεί, όμως.
Το περιθώριο μεταξύ δύο πραγμάτων
Οι πρωταγωνιστές δεν θα έλθουν σε καμία σοβαρή σύγκρουση, το πολύ πολύ να ειρωνευτούν, να μειδιάσουν, να δείξουν λίγη δυσαρέσκεια. Φωνάζουν καμιά φορά, αλλά όχι δραματικά, φωνάζουν όπως φωνάζουν συνήθως, μια φωνή που δεν ξαφνιάζει ούτε τρομάζει. Όλα στο τέλος θα πάρουν τον δρόμο τους, ο ένας θα φύγει και η ζωή θα συνεχιστεί, όπως συμβαίνει τις περισσότερες φορές σε παρόμοιες περιστάσεις. Άλλωστε κι ο ίδιος ο Τζιμ Τζάρμους έχει δηλώσει ότι τον γοητεύουν οι μη δραματικές στιγμές, οι παρενθέσεις, το «περιθώριο μεταξύ δύο πραγμάτων», όπως έγραφε κι ο τάφος κάποιου που ο Τζιμ θαύμαζε.
Οι παρενθέσεις, όμως, ανοίγουν για να κλείσουν και, όταν κλείνουν, σηματοδοτούν την επιστροφή στην κανονική ροή, που συνοδεύεται συνήθως από τα όσα τραγικά προδιαγράφεται να συμβούν. Οι παρενθέσεις δεν κλείνουν άγρια, τουλάχιστον όχι στην ταινία του Τζάρμους, οι παρενθέσεις κλείνουν γλυκά με έναν τόνο μελαγχολίας. Οι καφέδες και τα τσιγάρα αποτελούν την εγγύηση ότι όλα θα πάρουν τον δρόμο τους, ώστε ό,τι τελειώσει να τελειώσει απαλά.
Μια νοηματοδότηση του τυχαίου
Σε καφέ σαν αυτά τα περιθωριακά της Κυψέλης μπορούμε να ζήσουμε το όνειρο ότι η ζωή είναι απλή κι έχει νόημα. Οι άνθρωποι ντύνονται με τα καθημερινά τους, μιλάνε χύμα και όσοι φορούν προσωπείο, γρήγορα το εγκαταλείπουν. Τα όνειρα, ωστόσο, δεν είναι αληθινά, η ζωή κανονικά δεν έχει νόημα, αυτό το βλέπουμε καθημερινά, σε όλους μας μπορεί ανά πάσα στιγμή να συμβεί το πιο απρόβλεπτο, τα πράγματα να εξελιχθούν με τρόπο που ποτέ δεν φανταζόμασταν κι όλα γύρω μας να αλλάξουν. Οι παρενθέσεις μπορεί να κλείνουν ανώδυνα, όμως είναι μόνο αυτές, όλα τα άλλα, οι σχέσεις, οι αποφάσεις, οι πόρτες, όλα μπορεί να κλείσουν βίαια και τραυματικά.
Η ζωή δεν είναι πάντα τόσο οριοθετημένη όσο μια κουβέντα δύο τυχαίων ανθρώπων σε ένα τραπέζι, δεν μπορούμε πάντα να είμαστε αυθεντικοί, να μιλάμε όπως θέλουμε, να κάνουμε συνέχεια ουσιώδεις συζητήσεις. Ίσα ίσα, έκπληκτοι συνειδητοποιούμε ότι μάλλον κι εμείς φοράμε μάσκες που φορούν κι οι άλλοι, πως κάνουμε ανούσια τσιτ τσατ, πως λέμε αυτά που οι άλλοι θεωρούν «σωστά», χωρίς να τα πιστεύουμε απαραίτητα. Περιπλανώμενοι σε αυτό το χάος, όμως, κανείς δεν μπορεί να μας αρνηθεί ένα διάλειμμα σαν αυτό που ο Τζάρμους δημιούργησε. Λίγη τάξη μέσα σε ένα ατελείωτο «τα πάντα όλα», μια αυθεντική συζήτηση με αυθεντικούς ανθρώπους, όποιοι κι αν είναι, κι ας πίνουν μόνο πορτοκαλάδα, κι ας μην καπνίζουν. Εξάλλου, το τσιγάρο σκοτώνει και ο καφές δεν ενδείκνυται για όσους πάσχουν από ασθένειες του στομάχου.