Ο τσίου έγινε παράσταση τον Ιούνιο και τον Ιούλιο συνεχίζει. Σε καιρούς που όλες οι καλτ (με την καλή έννοια) ελληνικές ταινίες ανεβαίνουν στο θέατρο, υπάρχουμε κάποιοι καθηλωμένοι από τη δροσιά του ερκοντίσιον και την άνεση του ατημέλητου καναπέ μας. Ασυμβίβαστοι με όλη αυτή την μπουρζουαζικοποίηση του υπέροχα βρώμικου ελληνικού σινεμά, εμείς επιμένουμε στο youtube. Και μπράβο μας. Αυτό είναι ένα κείμενο για τον πατροπαράδοτο τσίου, την ταινία πίσω από το σανίδι. Για την Αθήνα, που τον 15αύγουστο θυμίζει οικονομίδειο σπιρτόκουτο. Κι εν τέλει για όλους εκείνους, που στην αναζήτηση της δόσης τους ανακαλύπτουν ότι μπορούν και χωρίς αυτή.
Αθήνα, το χωριό
Ο τσίου τριγυρνάει στην Αθήνα και ψάχνει την πρέζα του. Ωστόσο, τον κατακαλόκαιρο η πόλη έχει ερημώσει, οι λιγοστές άκρες του τον προδίδουν, τον αναγκάζουν να ζητήσει τη βοήθεια της αδελφής του και του μαφιόζου φίλου της, Ερρίκου Λίτση ή «στειλιάρη». Παράλληλα, ο τσίου δεν είναι ο μόνος εθισμένος στην πόλη, ούτε καν στην τάξη του. Ο Νώντας και ο Γιάννης, παλιοί συμμαθητές, έχουν επίσης ξεμείνει και επιδίδονται στην αναζήτηση λίγης ηρωίνης, ίσως και λίγης κόκας, όχι γι’ αυτούς όμως.
Η Τζένη, κόρη δικηγόρου, αρκετά πλούσια για να καταδέχεται την πρέζα και αρκετά περήφανη για να παραδεχτεί τη μοναξιά της, κράζει τις φίλες της για σεξ και ναρκωτικά δίχως μέτρο, την ώρα που ρουφάει και τον τελευταίο κρύσταλλο ζάχαρης. Πλέον χωρίς ναρκωτικά και χωρίς σεξ, προσκαλεί τους Νώντα και Γιάννη σε μονομαχία. Όποιος βρει κόκα, παίρνει το κορίτσι.
Έτσι, τσίου, μαφιόζοι, παλιοί συμμαθητές καταλήγουν σε έναν αγώνα δρόμου, υπέρμετρη ζήτηση σε προσφορά που δεν υπάρχει. Όλοι λείπουν, οι δρόμοι άδειοι, οι διακινητές διαθέτουν ελάχιστες ποσότητες και τις ξεφορτώνονται σε δευτερόλεπτα. Μια φαινομενικά αχανής πόλη μετατρέπεται σε χωριό, οι τυχαίες συναντήσεις γίνονται συνήθεια, όλοι πέφτουν πάνω στον άλλον, όλοι θα ξεκινήσουν από μια μοναχική αφετηρία για να βρουν εν τέλει έναν σύντροφο. Όχι απαραίτητα, όμως, τον σύντροφο που επιθυμούν.
Τι θα κάνεις με την πρέζα σου τσίου;
Η άδεια Αθήνα, τα ξεσπάσματα του Ερρίκου Λίτση, το πάρτι που περιμένουν η Τζένυ και οι δύο ακόλουθοί της, το μοναδικό πάρτι στην έρημο, όλα αυτά δεν μπορούν παρά να μη δώσουν στο τσίου μια οικονομίδεια αισθητική. Άλλωστε, ο ίδιος ο δημιουργός, Μάκης Παπαδημητράτος, έχει παραδεχτεί, σε συνέντευξη από το 2006, ότι θαυμάζει το σπιρτόκουτο και τον Γιάννη Οικονομίδη.
Ταιριάζει και νοηματικά. Η Αθήνα στις 15 Αυγούστου μοιάζει με μεγάλο σπίτι και η ιστορία του τσίου με ένα μεγάλο κουτί από σπίρτα, που περιμένει ένα να ανάψει για να γίνει η έκρηξη. Προφανώς, όμως, σπιρτόκουτο και τσίου καμία σχέση δεν έχουν, το σπιρτόκουτο είναι μια έκρηξη από την αρχή ως το τέλος, φωνές, βρισιές, χτυπήματα, αποκαλύψεις. Στο σύμπαν του Γιάννη Οικονομίδη, η ηρεμία αποτελεί πάντα εξαίρεση, ποτέ κανόνα.
Ο Μάκης Παπαδημητράτος δεν είναι τέτοιος. Σε εκείνον μάλλον αρέσει πιο πολύ η ησυχία και τα αστειάκια που επικαλύπτουν τραγικούς ήρωες. Τα νοήματα, που δεν δίνονται ωμά και χυδαία, μα με το weird μουσικό cover των Κωνσταντίνου Βήτα, the savage mambas και dr Vodkatini. Τα σπίρτα του τσίου δεν κατασκευάστηκαν κι ούτε θέλησαν να παράξουν κανάν μεγάλο κρότο. Αρκούνται σε μικρές σπίθες, λίγο οι μπατσιές στον Νώντα που υπόσχεται πρέζα μα δεν βρίσκει, λίγο το δράμα ενός τοξικομανή που κλαίει για το «φάρμακό» του, λίγη η απελπισία της Τζένης, που προβάρει ρούχα παρέα με το λυπημένο της είδωλο.
Πέραν, όμως, της διαφοράς ύφους, τα κλειστοφοβικά σύμπαντα του σπιρτόκουτου και του τσίου ακολουθούν την ακριβώς αντίστροφη πορεία. Από τη μία, στο σπιρτόκουτο οι ήρωες βρίσκονται εγκλωβισμένοι σε ένα στενό κουτί, αναπόφευκτα πέφτουν ο ένας πάνω στον άλλον, σα να μην μπορούν να μετακινηθούν, συγκρούονται, κάνουν μπαμ, απομακρύνονται καταδικασμένοι να ξαναβρεθούν. Στον τσίου το κουτί είναι μεγαλύτερο, μια τεράστια πόλη με άδειους δρόμους. Η συνάντηση εδώ δεν πνίγει, ίσα ίσα, συνιστά τη μοναδική πηγή αισιοδοξίας, τη μόνη ελπίδα ανθρώπων χαμένων στον μοναχικό τους λαβύρινθο. Η κόλαση του «άλλου» δίνει τη θέση της σε ένα happy ending, με τον «άλλον» να είναι τελικά η λύση, αυτός που τόσο καιρό έψαχνες μα δεν ερχόταν.
Χωρίς πρέζα
Πράγματι, ο τσίου θα νικήσει την πρέζα με όπλο την παρουσία και συντροφιά ενός άλλου. Δεν ξέρω, ωστόσο, αν το νόημα είναι ότι το μόνο που χρειάζονται οι τοξικομανείς είναι κάποιον να τους αγαπάει. Κάτι τέτοιο θα ήταν μάλλον απλουστευτικό και θα έδινε μια απάντηση «ατομικής ευθύνης» σε ένα σύνθετο ζήτημα. Αν κάποιος πρέπει να αγαπήσει τους τοξικομανείς, αυτός πρέπει πρώτα να είναι ένα αποτελεσματικό κράτος- πρόνοιας, που θα προσπαθήσει να δώσει συντονισμένη λύση στο πρόβλημα των ναρκωτικών.
Οι τελευταίες αυτές παράγραφοι είναι και οι πιο δύσκολες. Με την πάροδο μιας 20ετίας, το τσίου βλέπεται και διαβάζεται εντελώς διαφορετικά. Βλέπεις χαρακτήρες που αναζητούν μανιωδώς λίγη πρόσκαιρη απόλαυση για να καλύψουν τα κενά τους, χρησιμοποιούν το σεξ ως βραβείο, μιλούν μεταξύ τους μόνο και μόνο για τα ναρκωτικά, ο άλλος δεν είναι παρά ένα εργαλείο που θα τους βοηθήσει να φτιαχτούν.
Όταν βγήκε το τσίου, τα social media βρίσκονταν ακόμα σε μια πρώιμη φάση και το ναρκωτικό της πρόσκαιρης επιβεβαίωσης δεν είχε εφευρεθεί. Τώρα, όμως, τα social media είναι παντού. Η ντοπαμίνη εύκολα προσβάσιμη, φθηνή και εθιστική. Και οι τσίου του σήμερα να περιμένουν συνεχώς μια απάντηση, ανανεώνοντας εμμονικά τη σελίδα με τον φόβο ότι ο κόσμος θα τους γυρίσει την πλάτη. Είμαστε ίδιοι εμείς, τα πρεζάκια της ινσταγκραμικής επιβεβαίωσης με τους τοξικομανείς; Προφανώς, όχι. Είναι το τσίου μια ταινία για τη νίκη της σταθερής συντροφικότητας απέναντι στην εύκολη απόλαυση; Ίσως να διαβάζεται κι έτσι.
Πάντως, λίγη αγάπη δεν έβλαψε ποτέ κανέναν. Ειδικά όσους χρειάζονται περισσότερη.