O πολυεκατομμυριούχος, John de Pont (Steve Carell), γόνος μιας εκ των πλουσιοτέρων οικογενειών της Αμερικής θα ενσωματώσει στην νεοσύστατη ομάδα του τον πρωταθλητή πάλης Mark Schultz, με βλέψεις κατάκτησης των επικείμενων ολυμπιακών αγώνων. Ο εργένης Mark (Channing Tatum), με το αίμα του να βράζει, καθώς και ο μεγαλύτερος αδερφός David (Mark Ruffalo) με την ωριμότητα που προστάζει ο οικογενειακός του ρόλος, είναι αμφότεροι παγκόσμιοι πρωταθλητές της πάλης, με τον πρώτο να ζει στην σκιά της φήμης και καταξίωσης του οικογενειάρχη αδερφού του, κάνοντας έτσι πολύ εύκολη την αποδοχή της πρότασης να μετακομίσει στις πολυτελείς εγκαταστάσεις που κατοικοεδρεύει ο John. Ο διακαής πόθος του John να τον αποκτήσει, μαζί με το εξαιρετικά ελκυστικό ποσό που θα προσφέρει αυτός ο πλούσιος, μυστήριος άντρας, θα κινητοποιήσουν τον Mark να δουλέψει πυρετωδώς για να αποδείξει κατά πάντων (και προπαντός στον εαυτό του) την αυταξία του.

Η παρατεταμένη «εφηβεία» και ο παιδόθεν «ευνουχισμός» του John από την δωρική μητέρα του, έχουν σμιλεύσει μια έμπλεη απωθημένων προσωπικότητα, καταπιεσμένων επιθυμιών και αδήριτης ανάγκης για αναγνώριση από την ψυχρή, συντηρητική μητέρα που δεν αποδέχτηκε ποτέ πραγματικά τον γιο της, ο οποίος δεν υπήρξε ποτέ αυτοδημιούργητος, όντας και αυτός στην πελώρια σκιά της και στο βάρος του ονόματος που φέρει. Μια μητέρα που θεωρεί την ασχολία του γιου της κατώτερη των περιστάσεων και του ταξικού του φρονήματος, ένα άθλημα που δεν συνάδει με το «κύρος» και τα (αμφιλεγόμενης «προέλευσης») αποκτηθέντα της πάμπλουτη οικογένειας, θεωρώντας οτι ο γιος της κάνει κάτι για να περνάει η άνετη και άεργη ζωή του, επιζητώντας δάφνες καταξίωσης. Ωστόσο, αυτό που ο ίδιος δείχνει να αποζητά είναι βάλσαμο στην απέραντη μοναξιά του και συνεχή επιβεβαίωση από τον περίγυρο του, αλλά με μοχλό πίεσης το μόνο πράγμα που ξέρει να χρησιμοποιεί άψογα: το χρήμα, το οποίο φυσικά ρέει άφθονο.
Ο John έχει γαλουχηθεί με την φιλοσοφία του «τα πάντα αγοράζονται» που έχει η θέση εξουσίας του, αγοράζοντας και πουλώντας ανθρώπους σαν υλικά αντικείμενα και παρ’ όλη την προβληματική του συμπεριφορά, ο θεατής νιώθει μια συμπόνοια για αυτόν, κάτι που φροντίζει ο σκηνοθέτης να διατυπώσει εύγλωττα με ελάχιστα πλάνα αυτή την σχέση αίτιου-αιτιατού του χαρακτήρα. Ο Μαρκ, θα βρεί στο πρόσωπο του John τον πατέρα που δεν είχε ποτέ, τον ιδανικό αδερφό που τον κολακεύει και τον πριμοδοτεί με επαίνους, σχηματίζοντας μια νοσηρή, αλλόκοτη σχέση μεταξύ τους που όλα δείχνουν ότι έχει ετοιμόρροπα θεμέλια και ημερομηνία λήξης. Το «Foxcatcher» αφορμάται από την πραγματική ιστορία της πλουσιότερης οικογένειας στην Αμερική τότε, το 1984, με ελάχιστες μυθοπλαστικές ενέσεις για να ειπωθεί μια ιστορία αμερικανικού ονείρου που σκοντάφτει στο ανώμαλο έδαφος του βρώμικου χρήματος, στις σχέσεις εξουσίας, στη ψυχολογική ερήμωση και στα καταχωνιασμένα απωθημένα, με τρομερή σκηνοθετικη βιρτουζιτέ από τον σκηνοθέτη των «Moneyball» και «Truman Capote».

Η ταινία αξιοποιεί αλληγορικά το άθλημα της πάλης, ένα άθλημα στο οποίο οι συμμετέχοντες έρχονται σε συνεχή επαφή μεταξύ τους και μέσω -στην κυριολεξία- αγκαλιών και αγγιγμάτων επιτυγχάνεται η εξολόθρευση του αντιπάλου. Έτσι είναι και το το πλέγμα των σχέσεων των χαρακτήρων στο «Foxcatcher», χαρίζοντάς μας εξαιρετικές σκηνές με πλήρη απουσία διαλόγου μέσω ανασών (η αριστουργηματική σκηνη σιωπηλής προθέρμανσης-αναμέτρησης των δύο αδερφών που ξεδιπλώνει την μεταξύ τους σχέση). Έτσι και ο John που θα ηγηθεί των αθλητών ως αυτόκλητος προπονητής και αφεντικό τους, θα έρθει σε επαφή με τα σώματα των αθλητών υπονοώντας τον ομοφυλοφιλικό του καταπιεσμένο προσανατολισμό, θα μασκαρέψει την συναισθηματική του απληστία με συνεχείς προσταγές στους αθλητές να κατακτήσουν τον έναν τίτλο μετά τον άλλον, για να εξυπηρετήσει τα δικά του συμφέροντα, με μια επαμφοτερίζουσα προσωπικότητα που δεν ξεσπάει φωναχτά, δεν λέει ποτέ αυτό που θέλει να πει, αψυχολόγητος σε κάθε σκηνή και απρόβλεπτος σε κάθε του αντίδραση.
Ένα κακομαθημένο γκριζομάλλικο αγόρι που φέρεται παιδαριωδώς, μποϊκοτάρει την προσπάθεια του αθλητή που ίδιος προθυμοποιήθηκε να κάνει πρωταθλητή, ψάχνοντας επι της ουσίας μια παρέα, μια συντροφιά, ένα υποκείμενο ταύτισης, ένα αντικείμενο που θα απορροφάει τα συναισθηματικά του λακτίσματα. Δύο προσωπικότητες με κοινές εμπειρίες παραμέλησης και οικογενειακής «αφάνειας» και εκ διαμέτρου αντίθετες ευκαιρίες, θα δεθούν για λίγο μέχρι θα γίνει αντιληπτό πως η φιλία δεν τιμολογείται ούτε προκύπτει ως συναλλαγή, με αποτέλεσμα οι αρχικοί ούρειοι άνεμοι αυτής της επαγγελματικής και φιλικής συνεργασίας να καταλήξουν διαβρωτικοί και τοξικοί για τον Mark, αποφασίζοντας να αποχωρήσει με παρότρυνση του αδερφού του.

Με ένα βραδύκαυστο αφηγηματικό ρυθμό, ο σκηνοθέτης γνωρίζει πολύ καλά να χειρίζεται την οπτική αφήγηση και την συναισθηματική εγκράτεια, σκηνοθετώντας αποστασιοποιημένα το ειδυλλιακό τοπίο, με μια πένθιμη ατμόσφαιρα που καταπίνει οποιαδήποτε έξαρση και βυθίζει τους πρωταγωνιστές στον απομονωτισμό του προυχόντα John, ο οποίος κοσμεί το πελώριο σπίτι του με πληθώρα μεταλλίων για να γεμίσει το συναισθηματικό του κενό. Δεν διστάζει να γράφει για τον εαυτό του διθυράμβους και λογίδριαπου επαινούν τον εαυτό του, χρησιμοποιώντας κολακευτικά επίθετα για να αποδείξει την αξία του και οριοθετώντας τον Mark στην τεράστια έπαυλη του έχοντας τον έγκλειστο σε μια πελώρια πανέμορφη «φυλακή» και καθιστώντας τους όλους επί της ουσίας περιχαρακωμένους στα κόμπλεξ του ίδιου, με πρόσχημα το δήθεν όραμα που έχει.

Τρεις εκπλητικές ερμηνείες από τους: Steve Carell, Channing Tatum και Mark Ruffalo, υπό τις σκηνοθετικές εντολές του Bennett Miller, ο οποίος για άλλη μια φορά συναρπάζει με την σκηνοθετική του δεινότητα αναλαμβάνοντας για τρίτη συνεχόμενη φορά να μεταφέρει στην οθόνη μια αληθινή βιογραφικία και θα αποσπάσει τις καλύτερες ερμηνείες και των τριών που έχουν κάνει ποτέ στην καριέρα τους, όπως ακριβώς πέτυχε και σε όλες τις προηγούμενες ταινίες του αντίστοιχα. Διαπραγματεύεται διακριτικά τις εντάσεις και τις χειρίζεται με τρομερή πειθώ και σωστή συναισθηματική απόσταση, χωρίς να εκτροχιάζεται σε καμιά στιγμή, με σωστές δόσεις κλιμάκωσης, δίνοντάς μας το δικαίωμα να τον χαρακτηρίζουμε έναν επαΐοντα του σινεμά, με το σύντομο του βιογραφικό -μέχρι στιγμής- να αποτελεί μια λαμπρή «μίνι» ταινιοθήκη.
Δείτε εδώ το trailer της ταινίας «Foxcatcher»: