Πώς γίνεται να νιώσουμε τόσο δυνατά συναισθήματα βλέποντας μία μονάχα μέρα από τη ζωή κάποιου; Πώς είναι δυνατόν, έπειτα από μόλις ένα εικοσιτετράωρο, να είμαστε τόσο συνεπαρμένα από την ιστορία του, που ευχόμαστε να είχαμε περισσότερο χρόνο μαζί του; Η εν λόγω ταινία απαντάει στα παραπάνω ερωτήματα, κάνοντάς μας να ερωτευτούμε όχι έναν, αλλά τρεις χαρακτήρες στο διάστημα μίας ημέρας.
Το The Hours αποτελεί την κινηματογραφική μεταφορά του ομώνυμου βιβλίου του Michael Cunningham. Η ιστορία ακολουθεί τρεις γυναίκες, μία εκ των οποίων είναι η γνωστή συγγραφέας, Virginia Woolf. Οι τρεις τους ζουν σε διαφορετικές χρονικές περιόδους, αλλά οι ζωές τους είναι συνυφασμένες με έναν όμορφο και συνάμα τραγικό τρόπο. Αντί της παρουσίασης τυχαίων στιγμιοτύπων από τη ζωή τους, το The Hours επικεντρώνεται σε μία μόνο ημέρα, η οποία είναι καθοριστική για όλες τους.
Οι ιστορίες των τριών γυναικών εκτυλίσσονται παράλληλα, με τρόπο όμορφο και απρόσκοπτο. Η ταινία καταφέρνει να εμβαθύνει στις ζωές όλων των χαρακτήρων, και μας κάνει δεθούμε μαζί τους, παρόλο που τους γνωρίζουμε μονάχα μία μέρα.
Η κυρία Dalloway
Η κυρία Dalloway αποτελεί το κύριο πρόσωπο που ενώνει τις τρεις γυναίκες. Υπερβαίνοντας το χρόνο και την απόσταση, παίρνει θέση στις ζωές τους, αφήνοντας ένα ανεξίτηλο σημάδι.
Τα πάντα ξεκινάνε φυσικά, με την Virginia Woolf (Nicole Kidman), το 1923. Όταν τη συναντάμε, η Virginia βρίσκεται στο Ρίτσμοντ, μία πόλη έξω από το Λονδίνο. Εκείνη την περίοδο η ψυχική της κατάσταση είναι ιδιαίτερα εύθραυστη. Για τον λόγο αυτό, οι γιατροί της συνέστησαν να αλλάξει για λίγο καιρό περιβάλλον, με την ελπίδα να αισθανθεί καλύτερα. Οι μέρες όμως φαίνονται ατελείωτες. Έτσι λοιπόν, η Virginia βρίσκει καταφύγιο στο γράψιμο. Γεμίζει τις μέρες της σχεδιάζοντας τη μοίρα της κυρίας Dalloway. Η συγγραφή του εν λόγω βιβλίου την απορροφά πλήρως, κυριαρχώντας πάνω σε κάθε σκέψη της. Για την Virginia, η κυρία Dalloway είναι ίσως το μοναδικό άτομο που τη βοηθάει να καλύψει την εκκωφαντική σιωπή που επικρατεί στη ζωή της εκείνη την περίοδο.
Το 1951, βλέπουμε την Laura Brown (Julianne Moore) να διαβάζει το Mrs Dalloway. Ούσα έγκυος στο δεύτερο παιδί της και περιορισμένη στο σπίτι, η καθημερινότητά της είναι αρκετά μονότονη. Γρήγορα καταλαβαίνουμε, ότι η Laura δεν είναι απόλυτα ευχαριστημένη με τη ζωή της. Έτσι, το εν λόγω βιβλίο, αποτελεί τη μοναδική πηγή παρηγοριάς για εκείνη. Κάθε φορά που κάθεται μόνη της, συντροφιά με την κυρία Dalloway, τη διακατέχει μία απόλυτη αίσθηση ηρεμίας. Όπως για πολλά άτομα, έτσι και για την Laura, το διάβασμα αποτελεί το μοναδικό μέσο διαφυγής από τη συμβατική ζωή στην οποία είναι παγιδευμένη.
Το 2001, η Clarissa Vaughn (Meryl Streep) πηγαίνει να αγοράσει λουλούδια για ένα πάρτι που διοργανώνει, όπως ακριβώς και η συνονόματή της. Το εν λόγω πάρτι είναι προς τιμήν του καλύτερού της φίλου, Richard (Ed Harris), ο οποίος κέρδισε ένα λογοτεχνικό βραβείο. Καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας, ο Richard αποκαλεί χαϊδευτικά την Clarissa με το προσωνύμιο “κυρία Dalloway”. Μάλιστα, σε ένα σημείο της λέει χαρακτηριστικά “Mrs Dalloway, always giving parties to cover the silence”, υπονοώντας ότι όπως και η λογοτεχνική ηρωίδα, έτσι και η ίδια χρησιμοποιεί το πάρτι ως περισπασμό από τη ζωή της.
Επιθυμία διαφυγής και λαχτάρα για κάτι παραπάνω
Το The Hours είναι πρωτίστως μία ταινία για τις επιθυμίες, τα πάθη και τη διαρκή αναζήτηση του νοήματος. Οι τρεις πρωταγωνίστριες είναι διαφορετικοί χαρακτήρες, με τελείως διαφορετικές ζωές. Παρ’ όλα αυτά, εκείνο που τις ενώνει, -πέρα από την κυρία Dalloway-, είναι η προσπάθειά τους να δώσουν νόημα στη ζωή τους, κάνοντας κάτι που αξίζει. Και οι τρεις θέλουν κατά μία έννοια να ξεφύγουν από την τωρινή τους ζωή. Όχι απαραίτητα επειδή υποφέρουν, αλλά διότι επιθυμούν κάτι παραπάνω από αυτή. Ή ίσως γιατί σκέφτονται πώς θα ήταν η ζωή τους αν έκαναν διαφορετικές επιλογές.
Η Virginia, περνώντας τις μέρες της στο Ρίτσμοντ, νιώθει παγιδευμένη. Ασφυκτιά μέσα στην ησυχία που επικρατεί και νοσταλγεί την κίνηση και τη διαρκή φασαρία του Λονδίνου. Παρόλο που η αλλαγή αυτή έγινε με σκοπό τη βελτίωση της υγείας της, η ίδια εξακολουθεί να υποφέρει. Η τωρινή της κατάσταση την πνίγει και νιώθει σα να πεθαίνει μέρα με τη μέρα. Της λείπει το νόημα, ο σκοπός. Λαχταρά ένα διαφορετικό τρόπο ζωής, ακόμα κι αν αυτός δεν αποτελεί την ιδανικότερη λύση. Ακόμα κι έτσι όμως, πιστεύει ότι είναι δική της επιλογή, όσο ‘λάθος’ κι αν φαίνεται.
Η Laura με τη σειρά της, είναι μια γυναίκα που νιώθει έντονη δυσφορία μέσα στο ίδιο της το σπίτι. Εκ πρώτης όψεως, εκείνη και ο άνδρας της ζουν το “Αμερικανικό όνειρο”. Λίγα χρόνια μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, είναι αρκετά τυχεροί ώστε να έχουν μία οικογένεια και ένα ωραίο σπίτι, χωρίς να χρειάζεται να παλέψουν για να ζήσουν. Η Laura όμως είναι βαθύτατα δυστυχισμένη. Νιώθει ότι έχει παγιδευτεί σε έναν τρόπο ζωής που κυριολεκτικά τη σκοτώνει. Ακόμα και η κυρία Dalloway δεν είναι αρκετή, εφόσον δεν της προσφέρει παρά μόνο εφήμερη ανακούφιση. Αυτό που επιθυμεί η Laura είναι η άμεση διαφυγή, με οποιονδήποτε τρόπο.
Η Clarissa από την άλλη πλευρά, ζει μία όμορφη, ήρεμη ζωή μαζί με τη σύντροφό της και την κόρη της. Παρ’ όλα αυτά, αναπολεί αρκετά το παρελθόν, τότε που αυτή και ο Richard ήταν νέοι. Η ευτυχία των νεανικών χρόνων είναι ένα συναίσθημα που βιώνεται μονάχα μία φορά στη ζωή κάποιου. Όσο ικανοποιημένα και να είμαστε από τη ζωή μας, ένα κομμάτι μας πάντα θα θέλει να επιστρέψει σε εκείνες τις μέρες, όπου όλα έμοιαζαν δυνατά, και τίποτα δεν μπορούσε να μας στερήσει αυτό το τόσο όμορφο συναίσθημα. Έτσι λοιπόν, η Clarissa δεν μπορεί παρά να βλέπει την τωρινή της ζωή ως τετριμμένη, σε σύγκριση με το ανέμελο παρελθόν.
Δεν έχει σημασία αν κάποιο υποφέρει στις τωρινές του συνθήκες ζωής. Δεν έχει σημασία αν τα πάντα είναι τέλεια ή μοιάζουν να καταρρέουν. Σε κάθε περίπτωση, όλοι οι άνθρωποι αρέσκονται στο να βασανίζουν τους εαυτούς τους, σκεπτόμενοι τι θα μπορούσαν να έχουν κάνει διαφορετικά και πόσα παραπάνω θα μπορούσαν να πετύχουν.
Η ψυχική υγεία στο The Hours
Η συζήτηση γύρω από την ψυχική υγεία αποτελεί ένα αρκετά λεπτό ζήτημα, το οποίο αρκετές ταινίες δεν αντιμετωπίζουν με τον ανάλογο σεβασμό. Το The Hours όμως, καταφέρνει να θίξει με έναν προσεγμένο τρόπο τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι χαρακτήρες του, χωρίς παράλληλα να τους θυματοποιεί.
Όπως είναι γνωστό, η Virginia Woolf έπασχε από διπολική διαταραχή. Καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής της, υπέστη αρκετούς νευρικούς κλονισμούς, έκανε δύο απόπειρες αυτοκτονίας και αυτοκτόνησε το 1941. Ακόμα και μέσα στο διάστημα μίας ημέρας, είναι ξεκάθαρο ότι η Virginia βάζει τα δυνατά της προκειμένου να μη βυθιστεί περαιτέρω στην κατάθλιψη. Δυστυχώς, το γεγονός ότι περιτριγυρίζεται από άτομα τα οποία επιμένουν πως ξέρουν καλύτερα τι είναι σωστό για την ίδια, δεν είναι ιδιαίτερα βοηθητικό. Παρόλο που νοιάζονται για εκείνη, ταυτόχρονα αγνοούν αυτό που έχει πραγματικά ανάγκη, προκειμένου να αισθανθεί έστω και λίγο καλύτερα.
Η Laura Brown, ούσα δυστυχισμένη από τη ζωή της, έχει εμφανή σημάδια κατάθλιψης και έντονο αυτοκτονικό ιδεασμό. Η ταινία διαχειρίζεται ένα ζήτημα που ακόμα είναι ταμπού με εξαιρετικό τρόπο. Σε μία κοινωνία όπου τα άτομα με αυτοκτονικές τάσεις θεωρούνται αδύναμα ή δειλά, το The Hours επικεντρώνεται στην ανθρώπινη πλευρά του όλου θέματος. Δε ρίχνει το φταίξιμο στους χαρακτήρες που έχουν ψυχικά προβλήματα, ούτε τους παρουσιάζει ως δειλούς ή εγωιστές.
Ο Richard τώρα, ζει με τον HIV. Όπως είναι αναμενόμενο, η ψυχική του υγεία είναι ιδιαίτερα καταπονημένη. Ανεξαρτήτως όμως της εξάντλησης που αισθάνεται, η ταινία δεν τον παρουσιάζει ως μία τραγική φιγούρα, με μοναδικό χαρακτηριστικό την οροθετικότητά του. Δίνεται μεγαλύτερη έμφαση στην υπαρξιακή ανησυχία που νιώθει, με αφορμή την αναπόληση του παρελθόντος, καθώς και στη μεγάλη αγάπη που υπάρχει ανάμεσα στον ίδιο και την Clarissa. Ο σκοπός λοιπόν δεν είναι η λύπηση, αλλά η συμπόνια και η ταύτιση με τον χαρακτήρα.
Στο τέλος της ημέρας, το The Hours είναι μία ταινία για το πώς επιλέγουμε να ζήσουμε τη ζωή μας με βάση του τι είναι καλό για εμάς τους ίδιους και όχι τους άλλους. Όσο κι αν αυτό ακούγεται εγωιστικό, δεν παύει να αποτελεί μία βαθιά ανθρώπινη παρόρμηση. Κάποιες φορές ερχόμαστε αντιμέτωπα με δύσκολες, αδύνατες επιλογές, όπου όλα μοιάζουν λάθος. Όμως δεν υπάρχει σωστό και λάθος. Υπάρχει μόνο αυτό που μας βοηθάει να δώσουμε ένα νόημα στη ζωή μας, αυτό που μειώνει, έστω και λίγο, τον πόνο και την οδύνη.