Εδώ και πολλά χρόνια, η πλειοψηφία των λιστών με τα καλύτερα ντοκιμαντέρ όλων των εποχών, συμπεριλαμβάνει οπωσδήποτε το «Grey Gardens» του 1977. Πάνω από τέσσερις δεκαετίες πριν, κάποιος και στην συγκεκριμένη περίπτωση κάποιοι, ανακάλυψαν μια τρομερά ενδιαφέρουσα ιστορία μιας μητέρας και της κόρης της και τον ιδιόμορφο τρόπο ζωής τους. Πρόκειται για την θεία και την ξαδέρφη της Jacqueline Kennedy Onassis, οι οποίες συγκλόνισαν το κοινό έως και σήμερα για το «αρχοντικό» τους (Grey Gardens) αλλά και την πρωτότυπη ιδιορρυθμία τους.
Grey Gardens (1975)
Την δεκαετία του ’20, ο Αμερικανός δικηγόρος Phelan Beale απέκτησε στην κατοχή του ένα ονειρεμένο σπίτι στα εξοχικά Χάμπτον της Νέας Υόρκης (Grey Gardens), για εκείνον, την γυναίκα του, την Edith Ewing Bouvier Beale και την κόρη τους, την Edie. Μετά το διαζύγιό τους, ο Beale, δεσμεύτηκε με ένα συμβολικό χρηματικό ποσό με σκοπό η γυναίκα και η κόρη του (Edie Bouvier Beale), να μπορέσουν να συντηρήσουν την -πελώρια για τις δυο τους- ιδιοκτησία. Ωστόσο, ύστερα από ένα χρονικό διάστημα, αφότου το πρώην ζευγάρι έχασε ολοσχερώς κάθε είδους επαφή, η μητέρα και η κόρη αδυνατούσαν πλήρως να φροντίσουν τις ανάγκες του σπιτιού, με αποτέλεσμα την σταδιακή κατάρρευσή του. Από την «χρυσή» εποχή του ’50 έως και τα τέλη του ’70, οι δύο γυναίκες παρέμειναν «εγκλωβισμένες» σε μια χαοτική τρώγλη, που κάποτε υπήρξε ένα άπιαστο όνειρο για κάποιους, διατεθειμένο κυρίως σε άτομα υψηλής τάξεως (όπως άλλωστε ήταν και εκείνες στο παρελθόν). Με το πέρασμα του χρόνου, η λάμψη και η γοητεία του πλούτου και της δόξας των παλαιών καλών εποχών, που αντικατοπτριζόταν επιτυχώς στην οικία Grey Gardens, αφανίζεται αργά και βασανιστικά και την θέση του παίρνει μια κάλπικη ιδέα για το πως θα μπορούσε να είναι σε αντίθεση με το πως πραγματικά είναι πια. Ένα παλαιομένο αρχοντικό, που ο κήπος του έχει μετατραπεί σε μια τεράστια ζούγκλα με άγρια ζώα και το εσωτερικό του σε κατεστραμμένα μπετά σαν να βρίσκεται υπό κατασκευή (ή υπό διάλυση), μαζί με το ίδιο, αλλοιώνει και τις πρωταγωνίστριες και τις «σέρνει» μαζί του στα άδυτα της κόλασης, η οποία έχει το προσωπείο μιας όμορφης ανάμνησης. Την δεκαετία του ’70, οι Beale, απειλήθηκαν με έξωση στην περίπτωση που δεν επιτάγχυναν την διαδικασία ανακαίνισης του σπιτιού, κερδίζοντας αναγνωρισημότητα με τον λάθος τρόπο, αγγίζοντας περισσότερο τα όρια της δυσφήμισης. Ενώ η υπόθεσή τους «σάρωσε» τις επικεφαλίδες των εφημερίδων της εποχής (διασύροντας μαζί και το όνομα της Jacqueline), εκείνες δεν πτοήθηκαν και δεν έσπευσαν να ασκήσουν καμία αλλαγή στην ιδιοκτησία (αδυνατώντας πλέον ολοκληρωτικά να ανταπεξέλθουν στα έξοδά της) αλλά ούτε και έφυγαν. Όμως λίγο καιρό αφότου κυκλοφόρησε το ντοκιμαντέρ (το 1977), η μεγάλη Edie απεβίωσε και εν τέλει η μικρή Edie πούλησε το σπίτι.
Το ιδιοφυές σκηνοθετικό δίδυμο Albert και David Maysles («Gimme Shelter»), αφιέρωσε ένα επικό 95λεπτο ντοκιμαντέρ στις δύο αυτές εκκεντρικές προσωπικότητες (Edith και Edie Bouvier Beale) και τις έδωσε την ευκαιρία να πρωταγωνιστήσουν για πρώτη τους φορά σε κινηματογραφική ταινία. Ένας ανεκπλήρωτος -έως τότε- στόχος, κυρίως για την μικρή Edie. Έτσι κυκλοφόρησε και το διάσημο ντοκιμαντέρ του 1975, αφήνοντας μια αμφιλεγόμενη αίσθηση και κατ’ επέκταση ανταπόκριση στο κοινό. Μέσα από ένα συνονθύλευμα αποκλειστικών πλάνων στην σταρ της ταινίας, την Edie, την μητέρα της, την Edith σε ώριμη ηλικία αλλά και τις φαινομενικά ανούσιες συζητήσεις και κόντρες τους, μας δίνεται η δυνατότητα να μάθουμε εκτενέστερα τους δύο χαρακτήρες και την σχέση μεταξύ τους. Από τις λίγες αυτές στιγμές που απεικονίζονται στην κάμερα, εκμαιεύεται εκ πρώτης όψεως η αυτοκόλλητη σχέση μητέρας και κόρης, αλλά ουσιαστικότερα το παράπονο της Edie για την ζωή που δεν έζησε εξ’ αιτίας της ανικανότητάς της να απογαλακτιστεί από την μητέρα της. Οι Beale, δείχνουν στην κάμερα φωτογραφίες του παρελθόντος, αφήνοντάς μας να «χτίσουμε» μια καθαρότερη εικόνα για την προηγούμενη ζωή τους και ίσως και να προσπαθήσουμε να αιτιολογήσουμε την εμμονή των δύο γυναικών με αυτή την οικία και τους ισχυρούς δεσμούς που τους κρατούν εκεί. Δεν χρειάζεται σχολιασμός ή λεζάντες για να αποκαλύψουν τις προσωπικότητές τους. Αρκεί μόνο μια κάμερα, που με τα γυμνά, νοσταλγικά και ειλικρινά εφιαλτικά πλάνα της, είναι ικανή να τα πει όλα, αφήνοντας στον θεατή το απόλυτο συναίσθημα θλίψης και κενότητας, που δεν θα μπορούσε να αποτυπωθεί ξανά ποτέ με τον ίδιο τρόπο.
Edith “Edie” Bouvier Beale Jr.
Παρ’ ότι το ντοκιμαντέρ βασίζεται πάνω στο ντουέτο Beale, η πραγματική πρωταγωνίστρια φαίνεται να είναι η μικρή Edie. Όμως, η θεατρινίστικη παρουσία της, που μοιάζει σαν να παίζει μονίμως έναν ρόλο όντας μια υπέρλαμπρη σταρ του Χόλυγουντ, επισκιάζεται συχνά πυκνά από την μόνιμη θλίψη που υποδηλώνουν τα μάτια της. Παρά το γεγονός ότι οι Maysles, δεν χρησιμοποιούν επιτηδευμένους, δακρύβρεχτους τρόπους για να εντυπωσιάσουν, με σκοπό να εκβιάσουν το συναίσθημα, ο πόνος και ενίοτε η οργή που αποπνέει το έργο είναι αναπόφευκτα, έπειτα αλλά και κατά την διάρκεια της θέασής του. Εκτός από το ίδιο όνομα, η μητέρα και η κόρη έχουν και τις ίδιες συνήθειες. Ζουν στο ίδιο περιβάλλον για χρόνια και τα βασικά αποκτηθέντα που τους έχουν απομείνει πια, είναι η μια την άλλη. Με αυτό, η μικρή Edie, είναι προφανές ότι δεν είναι εξ ολοκλήρου σύμφωνη, παρά δεσμεύεται με μια στάσιμη, πολυετή κατάσταση. Κάτι που το προκαλούν ποικίλοι λόγοι και όχι μόνο η απαιτητική μητέρα της. Χαρακτηριστικό της, αποτελεί το ιδιαίτερο στυλ της, το οποίο συμπληρώνει το μαντήλι στο κεφάλι (το οποίο και επικρατεί ως σήμα κατατεθέν της). Η αλωπεκία που απέκτησε σε νεαρή ηλικία, της άφησε «παρακαταθήκη» ολική απώλεια μαλλιών (για του οποίου την αιτία υπάρχουν και άλλες εκδοχές) αλλά όπως φαίνεται και μια σημαντική πτώση αυτοπεποίθησης, κάτι απαγορευτικό για να λάμψει τις ένδοξες εποχές του μόντελινγκ, οι οποίες δυστυχώς δεν κράτησαν για πολύ. Εάν οι συνθήκες και οι ευκαιρίες ήταν διαφορετικές, η πολυπόθητη καριέρα της Edie Bouvier Beale, στην υποκριτική και γενικότερα στα θεάματα, ίσως να ευδοκιμούσε και να θριάμβευε, αποτελώντας σήμερα ένα ιστορικό σύμβολο και it girl της εποχής της, καθώς κατείχε όλα τα προσόντα για κάτι τέτοιο. Ίσως η συνολική εικόνα που αφήνει το ντοκιμαντέρ «Grey Gardens» για την Edie, να είναι κάπως γκροτέσκα και αισθητικά κακή, όμως η τελευταία γεύση, είναι μιας δυναμικής και ταλαντούχας (παρ’ ότι ιδιαιτέρως αλλοπαρμένης) φιγούρας, που θυσίασε το μέλλον της χάρη σε ένα πλαστό παρόν.
Grey Gardens (2009)
Μια χαρακτηριστική ατάκα της μικρής Edie στο ντοκιμαντέρ του 1975, υπήρξε η εξομολόγησή της για το ότι δεν θα επιθυμούσε να «παίξει» καμία τον δικό της ρόλο και της μητέρας της σε μια ταινία για την ζωή τους, παρά μόνον η ίδιες. Μια επιθυμία που τελικά δεν εκπληρώθηκε, καθότι χρόνια μετά τον θάνατό της, κυκλοφόρησε μια μιούζικαλ εκδοχή στην θεατρική σκηνή το 2007, ενώ μια διετία αργότερα (το 2009) μια τηλεοπτική ταινία (για το HBO), σκηνοθετημένη από τον Michael Sucsy. Στην ταινία την μεγάλη Edie, υποδύεται η Jessica Lange και της μικρής Edie, η Drew Barrymore, κερδίζοντας και οι δύο ηθοποιοί, υποψηφιότητα για Χρυσή Σφαίρα και Emmy για τους ρόλους τους. Παρά τους επαίνους των κριτικών για το εύστοχο casting και -παραδόξως- ειδικά της Barrymore, η ταινία αποτελεί μια παντελώς αχρείαστη εκτέλεση, χωρίς να εμβαθύνει ούτε και να προσθέτει τίποτα στο ήδη υπάρχον ντοκιμαντέρ. Η ταινία ακολουθεί επακριβώς τα βήματα της εκδοχής του 1975, προσθέτοντας στοιχεία ορθόδοξης αφήγησης, αποσκοπώντας στο να αποδώσει πιο απλοϊκά το backstory των ηρωίδων, ίσως και να τραβήξει περισσότερα βλέμματα στην ιστορία και να τους «συστήσει» την προγενέστερη εκδοχή.
Μπορεί η μικρή Edie να μην κατάφερε να ακολουθήσει τα χνάρια ή την φήμη της ξαδέρφης της, ούτε να ζηλεύτηκε για την «θέση» της ως πρώτη κυρία, αλλά κατόρθωσε να γίνει ένα μοναδικό style icon όντας μια εκκεντρική και πρωτότυπη περσόνα, που δεν θα μπορούσε να υποδυθεί ποτέ κανείς, χάρη στον πολύπλευρο και μυσταγωγικό χαρακτήρα της. Αχρείαστο δε, να αναφερθεί, ότι αποτέλεσε σημαντική επιρροή στον μεταγενέστερο χώρο της τέχνης και των θεαμάτων.
“I only mark the hours that shine.”
―