Ο Γάλλος σκηνοθέτης και ιδεολόγος, Ζαν Βιγκό, γεννήθηκε το 1905 στο Παρίσι, στην οικογένεια της Εμιλί Κλερό και του δηλωμένου αναρχικού δημοσιογράφου, γνωστό υπό το ψευδώνυμο, Μιγκέλ Αλμερέιδα. Όντας δραστήριος σε ένα τόσο επικίνδυνο τομέα της πολιτικής ζωής, ο πατέρας του Βιγκό, που μέσα από την εφημερίδα, «Le bonnet rouge» (Ο κόκκινος σκούφος), προωθούσε ιδέες που εναντιώνονταν στο καθεστώς της Action Française, δηλαδή της γαλλικής Ακροδεξιάς, κατηγορήθηκε σύντομα πως χρηματοδοτούταν από τους Γερμανούς και αφού συνελήφθηκε, βασανίστηκε και τελικά βρέθηκε νεκρός από στραγγαλισμό στο κελί του, αφήνοντας το μικρό Ζαν ορφανό από πατέρα, σε ηλικία 12 ετών. Ο Βιγκό απέκτησε, μεγαλώνοντας, παρόμοιες πεποιθήσεις με εκείνες του πατέρα του, όμως, μαθαίνοντας από τα λάθη του, δεν επιδίωξε ποτέ να τις διαφημίσει με τον ίδιο τρόπο. Στα πλαίσια του σινεμά, ο Βιγκό θεωρείται ένας από τους πλέον πρωτοποριακούς Γάλλους σκηνοθέτες, με ένα έργο που περιορίζεται σε μόλις τέσσερις ταινίες, οι τρεις εκ των οποίων είναι μικρού μήκους. Ξεκινώντας σε ηλικία 19 ετών, ο Βιγκό ακολούθησε τα βήματα του Ρώσου ντοκιμαντερίστα και μαρξιστή θεωρητικού, Τζίγκα Βερτόφ και βοήθησε στο να καθιερωθεί το κινηματογραφικό είδος του «ποιητικού ρεαλισμού», ένα κίνημα επηρεασμένο από το Σοβιετικό μοντάζ και τον γαλλικό ιμπρεσιονισμό, που επηρέασε με τη σειρά του το γαλλικό Νέο Κύμα (Nouvelle Vague). Αυτές είναι οι ταινίες του Ζαν Βιγκό, που αξίζει να δει κάθε νέος που ευελπιστεί να γίνει σκηνοθέτης, ή απλώς ενδιαφέρεται για την ιστορία του σινεμά, από το 1930 μέχρι σήμερα:
À propos de Nice (1930)
Δείτε ολόκληρη την ταινία στο YouTube: https://www.youtube.com/watch?v=iF8etSOykPY
Στα τέλη της δεκαετίας του 1920, ο Βιγκό, αφότου γύρισε από το Παρίσι, όπου είχε πάει για σπουδές και ανακαλύπτοντας πως είχε κολλήσει φυματίωση, ταξίδεψε στη Νίκαια και την Κυανή Ακτή. Το 25λεπτο ντεμπούτο του, «À propos de Nice», γυρίστηκε εκεί και είναι στην ουσία ένα ντοκιμαντέρ αλά Ρόμπερτ Φλάχερτι και Τζίγκα Βερτόφ. Η βωβή και ασπρόμαυρη ταινία δεν είναι λιγότερο σουρεαλιστική από μία ταινία του Μαν Ραίη, ακόμα κι αν ο Βιγκό θέλησε να την «πουλήσει» ως ρεπορτάζ. Η εξήγηση, φυσικά, βρίσκεται στη σημασία που οι κινηματογραφιστές απέδιδαν στον όρο ντοκιμαντέρ στις απαρχές του σινεμά, η οποία ήταν διαμετρικά αντίθετη από τη σημερινή. Το ντοκιμαντέρ, όπως το αντιλαμβανόταν, για παράδειγμα, ο Βερτόφ, ήταν ένα «κολλάζ» από εικόνες που μπορούσε κανείς να συλλέξει κάνοντας μια βόλτα στην πόλη, χωρίς αυτό να σημαίνει πως αυτές έχουν επιλέγει αυθόρμητα, ή δίχως καμία καλλιτεχνική επιμέλεια, όσο αφορά το μοντάζ, ούτως ώστε το τελικό προϊόν να φέρει κάποιο μήνυμα. Αντιθέτως, το agitprop ντοκιμαντέρ, εκείνο, δηλαδή, που έχει γυριστεί για να προπαγανδίσει μία πολιτική ιδεολογία, ήταν μάλλον μία από τις πιο επιτυχημένες υποκατηγορίες του είδους. Στο «À propos de Nice», ο Βιγκό μιλάει για τη φτώχεια και τις κοινωνικές ανισότητες στη γαλλική πόλη της Νίκαιας και, όντας ένας ιδεαλιστής της avant-garde, φαίνεται να πιστεύει πως η πιο αποτελεσματική μορφή επανάστασης μπορεί να επιτευχθεί στον τομέα της αισθητικής. Έτσι, το καρναβάλι, με τις παγανιστικές του ρίζες, παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στη σύντομη αυτή ταινία. Μέρος της ιδιαίτερης αισθητικής του «À propos de Nice» οφείλεται στην άριστη φωτογραφία του Μπόρις Κάουφμαν.
Taris, roi de l’eau (1931)
Δείτε ολόκληρη την ταινία στο YouTube: https://www.youtube.com/watch?v=erMPN8Z7wac
Η δεύτερη, 9λεπτη ταινία του Ζαν Βιγκό είναι επίσης ένα ντοκιμαντέρ, αυτή τη φορά για τον Γάλλο Ολυμπιονίκη κολυμβητή, Ζαν Ταρί. Η ασπρόμαυρη και βωβή ταινία, ο τίτλος της οποίας μεταφράζεται κυριολεκτικά ως: «Ταρί, ο βασιλιάς του νερού», είναι μία ωδή στο ανθρώπινο σώμα, όπως είναι και το αριστούργημα σε δύο μέρη της Γερμανίδας σκηνοθέτη, Λένι Ρίφενσταλ, «Olympia: Parts I & II», που αφορά τους Ολυμπιακούς αγώνες του 1938 στη Ναζιστική Γερμανία. Ο Βιγκό εστιάζει εδώ σε ένα μόνο αθλητή και χρησιμοποιεί πολλές καινοτομικές τεχνικές, όπως, ας πούμε, τα «close-ups» και τα «παγωμένα» καρέ από λήψεις του σώματος του αθλητή. Η μεγαλύτερη επιρροή του Βιγκό εδώ είναι και πάλι ο σοβιετικός κινηματογράφος και συγκεκριμένα ταινίες όπως «Ο άνθρωπος με την κινηματογραφική μηχανή» (1929), του Βερτόφ, που συμπεριλαμβάνει μια σκηνή με κολυμβητές η οποία «παγώνει» ή παίζει αντίστροφα. Ο Βιγκό φαίνεται πως έβρισκε στο σοβιετικό σινεμά έναν ολόκληρο, ανεξερεύνητο κόσμο αισθητικής, τουλάχιστον όσο αφορά τη Γαλλία και παρότι οι ταινίες του δεν βρήκαν ιδιαίτερη ανταπόκριση σε οικονομικό επίπεδο, ο πρωτοπόρος σκηνοθέτης φαίνεται πως είχε δίκιο σε βάθος χρόνου.
Zéro de conduite (1933)
Δείτε ολόκληρη την ταινία στο YouTube: https://www.youtube.com/watch?v=uXnSE4Gbo_o
Είναι δύσκολο να ξεχωρίσει κανείς σήμερα τις ταινίες, αυτές καθαυτές, του Ζαν Βιγκό, από την κληρονομιά που έχουν αφήσει στον κινηματογράφο της Δύσης, μέσω της επιρροής τους επάνω σε γενιές και γενιές νεώτερων σκηνοθετών. Η δεύτερη πιο ευρέως γνωστή ταινία του, το «Zéro de conduite» (1933), έχει πολλά κοινά στοιχεία με την ταινία, «Les enfants terrible» (1950) του Ζαν-Πιέρ Μελβίλ, η οποία με τη σειρά της βασίζεται στο ομώνυμο βιβλίο του Ζαν Κοκτώ, που προηγείται της 40λεπτης ταινίας του Βιγκό κατά τέσσερα χρόνια. Όποιο, όμως, και να ήρθε πρώτο, η βασική ιδέα και των δύο έργων είναι πως η παιδική ηλικία, αν και όχι τόσο αθώα όσο θα ήθελαν να πιστεύουν οι μεγάλοι (τα νεαρά παιδιά καπνίζουν, μπλέκουν σε καυγάδες και τελικά επαναστατούν απέναντι στους δασκάλους τους), είναι μια ηλικία στη ζωή κάθε ανθρώπου γεμάτη μυστήριο και μαγεία και είναι η μόνη περίοδος κατά την οποία κάποιος μπορεί να επαναστατήσει πραγματικά. Ο Βιγκό, αναγνωρίζοντας το υπερφυσικό της περιόδου αυτής, απεικονίζει τα παιδιά, στην τελευταία σκηνή της ταινίας, αφότου έχουν απελευθερωθεί από δασκάλους και κανονισμούς, να απελευθερώνονται τέλος και από τους νόμους της βαρύτητας, αφήνοντας πίσω τους τα κεραμίδια της σκεπής του σχολείου για να «πετάξουν». Η ταινία του Βιγκό απαγορεύτηκε στη Γαλλία από το 1933, όταν πρωτοκυκλοφόρησε, έως το 1945, όταν έληξε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος στην Ευρώπη. Η θεματολογία της είχε απήχηση ξανά κατά τη δεκαετία του 1960, μια εποχή αμφισβήτησης και θυμού, και ο Βρετανός σκηνοθέτης Λίντσεϊ Άντερσον μοιάζει να θέλει να προκαλέσει ένα παρόμοιο συναίσθημα με την ταινία του, «Αν…» (1968). Το «Zéro de conduite», όμως, είναι ένα σπάνιο φιλμ, με μια λιτότητα και περιεκτικότητα που δύσκολα επιτυγχάνονται, ειδικά σε μια τόσο σύντομη ταινία όσο αυτή. Η αυτοβιογραφική ταινία του Γάλλου σκηνοθέτη της Nouvelle Vague, Φρανσουά Τρυφώ, τα «400 Χτυπήματα» (1959), φαίνεται να ασπάζεται την πεποίθηση του Βιγκό, πως η παιδική ηλικία ακολουθεί τα ιδεώδη του αναρχισμού, καθώς κυριαρχεί ο αυθορμητισμός και η ελεύθερη βούληση είναι το παν.
L’Atalante (1934)
Δείτε ολόκληρη την ταινία στο YouTube: https://www.youtube.com/watch?v=cFVBhLDiuWI
Μοιάζει κάπως ειρωνικό πως η τελευταία ταινία της σύντομης καριέρας του Ζαν Βιγκό είναι και η πιο συμβατική του. Με συνολική διάρκεια μία ώρα και 29 λεπτά, η «Αταλάντη» (1934) είναι ομιλούσα και έχει πρωταγωνιστές τον Μισέλ Σιμόν, τη Ντίτα Πάρλο και τον Ζαν Νταστέ σε συγκεκριμένους και ως επί το πλείστον συμβατικούς ρόλους. Στην ταινία, η οποία κυκλοφόρησε από το στούντιο Gaumont, ο Ζαν (Νταστέ), καπετάνιος ενός ποταμόπλοιου, της «Αταλάντης», ερωτεύεται και παντρεύεται τη Ζουλιέτ (Παρλό) στο χωριό της. Οι δυο τους αποφασίζουν να ζήσουν στην «Αταλάντη» μαζί με το πλήρωμα, δηλαδή τον εκκεντρικό Περ Ζουλς (Σιμόν) και ένα νεαρό μούτσο (Λουί Λεφέβρ). Η ιστορία που πραγματεύεται η ταινία λίγο διαφέρει από την πλοκή μιας τυπικής Χολιγουντιανής ρομαντικής κωμωδίας και ίσως ακριβώς εκεί να κρύβεται και το μεγαλείο της. Όπως όλες οι ταινίες του Βιγκό, έτσι και η «Αταλάντη», είναι μια χαρακτηριζόμενη από ευθύτητα ταινία, που εστιάζει στην πιο μπανάλ, αλλά και σημαντικότερη περιπέτεια στη ζωή του ανθρώπου, τον έρωτα. Ο χαρακτήρας του Περ Ζουλς και η σχέση του με το νεαρό αγόρι, μας δείχνουν πως η πολιτική και η διαφορετικότητα στη σεξουαλικότητα, μέσα από την ενδυμασία ή τη γλώσσα του σώματος, στριφογυρίζουν πάντα στο μυαλό του ανήσυχου σκηνοθέτη, όμως η κεντρική πλοκή δεν είναι επιτηδευμένα περίπλοκη, αλλά αντίθετα απλή σε σκανδαλώδη επίπεδο. Δικαίως, πολλοί κριτικοί έχουν συμπεριλάβει την «Αταλάντη» σε λίστες τους με τις καλύτερες ταινίες όλων των εποχών.
Είναι πιθανό, ένας από τους λόγους που θυμόμαστε τον Ζαν Βιγκό τόσα χρόνια μετά το θάνατό του και αμέτρητοι σκηνοθέτες έχουν μελετήσει τις ελάχιστες ταινίες του με τόση προσοχή, να είναι ότι ο Βιγκό πέθανε στο άνθος της ηλικίας του (29 ετών από επιπλοκές της φυματίωσης, από την οποία υπέφερε καιρό) και το έργο του έμεινε ημιτελές. Η τραγική ζωή και καριέρα του έχει συγκριθεί με εκείνη των ποιητών Τζον Κιτς και Πέρσι Σέλλεϋ και η σύγκριση δεν είναι αβάσιμη, κυρίως λόγω της εμβέλειας της επιρροής του, αλλά και της αδιαμφισβήτητης ποιητικής του φλέβας. Παρότι η κληρονομιά του, όπως διασώζεται στις avant–garde και underground ταινίες μέχρι σήμερα μπορεί να μην ενδιαφέρει μεγάλο μέρος του σινεφίλ κοινού, η επιρροή που άσκησε στον Φελίνι, τον Μπέργκμαν, τον Αλαίν Ρενέ, κλπ., έφερε μια αλλαγή στα κινηματογραφικά δεδομένα, που σιγά-σιγά εισχώρησε μέχρι και στο σινεμά του Χόλυγουντ.
Όλες οι ταινίες του Ζαν Βιγκό είναι διαθέσιμες από την Criterion Collection: