
Ο Ρόμπερτ Ροντρίγκεζ ανέλαβε να γυρίσει την κινηματογραφική μεταφορά του νέο-νουάρ graphic novel του Φρανκ Μίλλερ, «Αμαρτωλή Πόλη» (1991-2000), με στόχο να παραμείνει πιστός, σκίτσο προς σκίτσο, στην καλτ επιτυχία του θρυλικού κομίστα. Το φιλόδοξο πρότζεκτ, που κυκλοφόρησε στις κινηματογραφικές αίθουσες το 2005, γυρίστηκε σε λιγότερο από ένα χρόνο και ο Ροντρίγκεζ, γνωστός στο χώρο για την ταχύτητα και το χαμηλό (σχετικά) κόστος των γυρισμάτων του, από το ντεμπούτο του, «El Mariachi» (1992) και ύστερα, διαλέγει τρεις ιστορίες από το επεισοδιακό κόμικ του Μίλλερ: «That Yellow Bastard» (1996), «The Hard Goodbye» (1991-92) και «The Big Fat Kill» (1994-95), ενώ βλέπουμε και μία μικρή σκηνή στην αρχή βασισμένη στο «The Customer is Always Right», από τη συλλογή «Booze, Broads, & Bullets» (1998). Η ταινία διαθέτει ένα ανσάμπλ καστ, με τον Μπρους Γουίλις, τον Μίκι Ρουρκ και τον Κλάιβ Όουεν σε κεντρικούς ρόλους, και τους Ροζάριο Ντόσον, Τζέσικα Άλμπα, Ντεβόν Αόκι, Μπενίσιο ντελ Τόρο, Τζέιμι Κινγκ, Τζος Χάρτνετ, Ελάιτζα Γουντ, Πάουερς Μπουθ, Κάρλα Γκουγκίνο, Αλέξις Μπλέντελ και Μπρίτανι Μέρφι σε δευτερεύοντες. Ιστορικά, η «Αμαρτωλή Πόλη» υπήρξε μία από τις πρώτες ταινίες που χρησιμοποίησε εξολοκλήρου ψηφιακά σετ (πράσινο πανί) και αποκλειστικά ψηφιακές κάμερες και κινηματογραφικό εξοπλισμό για το editing, κάτι το οποίο, στα μέσα της δεκαετίας του 2000, αποτελούσε ακόμα εξαίρεση στον γενικό κανόνα.

Η ταινία του Ροντρίγκεζ είναι, στο μεγαλύτερο μέρος της, ασπρόμαυρη (όπως είναι άλλωστε και το graphic novel) με έντονες αντιθέσεις μεταξύ του άσπρου και του μαύρου και μερικές πινελιές χρώματος, όπως για παράδειγμα στο «That Yellow Bastard», όπου το «κάθαρμα», το οποίο ενσαρκώνει ο Νικ Σταλ, είναι επιχρωματισμένο με έντονο κίτρινο. Η ιστορία αυτή είναι η πρώτη που βλέπουμε στην ταινία, όμως «κόβεται» στη μέση για να τονίσει το χρονικό διάστημα που περνάει μεταξύ των γεγονότων στην αρχή της, σε σχέση με τη συνέχεια, 8 χρόνια αργότερα, την οποία βλέπουμε πια στο τέλος της ταινίας. Ο Τζον Χάρτιγκαν (Μπρους Γουίλις), αναλαμβάνει την αποστολή, στην τελευταία του υπηρεσία πριν βγει στη σύνταξη, να σώσει την εντεκάχρονη Νάνσυ Κάλλαχαν (Μακένζι Βέγκα και Τζέσικα Άλμπα), την οποία έχει απαγάγει ο διεστραμμένος γιος ενός γερουσιαστή και παράγοντα της Αμαρτωλής πόλης, Ρορκ Τζούνιορ (Σταλ), με σκοπό να τη βιάσει και ύστερα να τη σκοτώσει. Ο Χάρτιγκαν βρίσκει τον Τζούνιορ και τη μικρή Νάνσυ σε μία αποθήκη κοντά στο λιμάνι και όταν ο Τζούνιορ προσπαθεί να ξεφύγει απειλώντας τη Νάνσυ με όπλο, με μεγάλη ακρίβεια ο Χάρτιγκαν τον πυροβολεί, πρώτα στο αυτί και έπειτα στα γενετικά όργανα. Ο διεφθαρμένος συνάδελφος του Χάρτιγκαν, Μπομπ (Μάικλ Μάντσεν), τον αφοπλίζει λίγο πριν συλλάβει τον Τζούνιορ και ο αστυνόμος καταλήγει στη φυλακή, κατηγορούμενος για απόπειρα βιασμού της ανήλικης Νάνσυ. Μέσα στα επόμενα 8 χρόνια, η Νάνσυ γράφει τακτικά στον Χάρτιγκαν χρησιμοποιώντας ένα ψευδώνυμο για να μην την εντοπίσουν, μέχρι που κάποια στιγμή, εντελώς ξαφνικά, η αλληλογραφία τους σταματάει απότομα. Η αλλαγή αυτή συμπίπτει με την επίσκεψη ενός μυστηριώδους, κίτρινου και παραμορφωμένου άντρα στο κελί του Χάρτιγκαν, που του αφήνει ένα φάκελο με το ακρωτηριασμένο δάχτυλο ενός 19χρονου κοριτσιού, όσο δηλαδή είναι σήμερα η Νάνσυ. Ο Χάρτιγκαν, φοβούμενος για την τύχη της, βγαίνει από τη φυλακή υπογράφοντας τη μαρτυρία πως είναι ένοχος και ύστερα από έρευνα, εντοπίζει τελικά τη Νάνσυ στο Kadie’s bar, όπου δουλεύει ως στρίπερ. Ο Χάρτιγκαν συνειδητοποιεί πως όλο αυτό ήταν μία παγίδα την οποία έστησε το κίτρινο κάθαρμα, που στην πραγματικότητα είναι ο Τζούνιορ ύστερα από αλλεπάλληλες εγχειρήσεις και πλαστικές, ούτως ώστε να εντοπίσει τη Νάνσυ και να πάρει την εκδίκησή του. Ο Χάρτιγκαν βλέπει πως καλείται να σώσει για άλλη μία φορά την 19χρονη πλέον Νάνσυ, αψηφώντας την καρδιακή του πάθηση και όποιο κόστος μπορεί να έχει η επικίνδυνη αυτή αποστολή για τον ίδιο. Η πλοκή έχει δανειστεί πολλά στοιχεία από νουάρ ταινίες του ’40 και του ’50 και το όνομα της Νάνσυ είναι μία αναφορά στη σειρά αστυνομικών θρίλερ με πρωταγωνιστή τον Κλιντ Ίστγουντ, «Dirty Harry» (1971-88), στις οποίες ο ηθοποιός ενσαρκώνει επίσης έναν αστυνομικό που παίρνει τη δικαιοσύνη στα χέρια του και συχνά αψηφά τους κανόνες για να κάνει αυτό που θεωρεί εκείνος δίκαιο.

Στο «Hard Goodbye», ο Μίκι Ρουρκ, μεταμφιεσμένος με μπόλικο μέικ-απ και CGI, υποδύεται τον σκληροτράχηλο Μαρβ, ο οποίος, όταν μία μέρα βρίσκει την αγαπημένη του Γκόλντι (Τζέιμι Κινγκ) νεκρή στο κρεβάτι του, ξεκινάει ένα οργισμένο ταξίδι βίας, με σκοπό να βρει το δολοφόνο της και να πάρει την εκδίκησή του. Ο Ροντρίγκεζ, αλλάζοντας για μία και μοναδική φορά την παλέτα του κόμικ του Μίλλερ, δίνει στη Γκόλντι παλ χρυσαφένια χρώματα, κάνοντάς την έτσι να ξεχωρίζει από τους άλλους χαρακτήρες της ιστορίας. Ο Μαρβ, βασανίζοντας και σκοτώνοντας μπράβους και άλλα κακοποιά στοιχεία της πόλης, ανακαλύπτει αφενός πως η Γκόλντι ήταν πόρνη και αφετέρου πως ο δολοφόνος της ήταν ο λυκάνθρωπος και θετός γιός του καρδινάλιου Ρορκ (Ρούτγκερ Χάουερ), ενώ εντελώς αναπάντεχα, σαν σε όνειρο, συναντάει ένα doppelgänger της Γκόλντι, τη δίδυμη αδερφή της Γουέντι. Με στόχο την εκδίκηση και τη Γουέντι να είναι το νέο άτομο που πρέπει να προστατέψει με κάθε κόστος, ο Μαρβ μπαίνει κρυφά στο κτήμα των Ρορκ για να αντιμετωπίσει τον τερατώδη Κέβιν (Ελάιτζα Γουντ), ο οποίος αποδεικνύεται δύσκολος αντίπαλος, ακόμα και για τον σχεδόν άτρωτο Μαρβ. Η ιστορία έχει και αυτή αναφορές σε ταινίες και μυθιστορήματα της νουάρ παράδοσης, ενώ ο τίτλος παραπέμπει στο βιβλίο του Ρέημοντ Τσάντλερ, «The Long Goodbye» (1953), που μεταφέρθηκε σε ταινία το 1973 με ελληνικό τίτλο, «Μια Σφαίρα, Ένα Αντίο», από τον Ρόμπερτ Όλτμαν και με πρωταγωνιστή τον Έλιοτ Γκουλντ.

Το «Big Fat Kill» στέκεται, ουσιαστικά, στη μέση της ταινίας του Ροντρίγκεζ και συμπεριλαμβάνει τη σκηνή μεταξύ του Κλάιβ Όουεν και του Μπενίσιο ντελ Τόρο, την οποία έχει σκηνοθετήσει ο Κουέντιν Ταραντίνο, σαν αντάλλαγμα για το τραγούδι «Malagueña Salerosa», που ο Ροντρίγκεζ έγραψε για την ταινία του «Kill Bill: Vol. 2» (2004). Στο επεισόδιο αυτό, ο Ντουάιτ ΜακΚάρθι (Όουεν) βρίσκεται κρυμμένος στο μπάνιο της Σέλι (Μπρίτανι Μέρφι), όταν το σπίτι της επισκέπτεται ο μεθυσμένος Τζάκι (ντελ Τόρο) με τη συμμορία του. Όταν ο Τζάκι γίνεται βίαιος, ο Ντουάιτ υπερασπίζεται τη Σέλι και σε μία άτυχη στιγμή, όταν η Σέλι του φωνάζει από το παράθυρο πως ο Τζάκι είναι μπάτσος, ο Ντουάιτ παρερμηνεύει τα λόγια της και νομίζοντας πως του λέει απλά να σταματήσει, τον ακολουθεί στην συνοικία με τα μπουρδέλα, όπου ο Τζάκι βρίσκει άδοξο τέλος. Μεθυσμένος όπως είναι και εκνευρισμένος από το συμβάν στο σπίτι της Σέλι, ο Τζάκι παρενοχλεί μία πόρνη (Αλέξις Μπλέντελ) και όταν καταλήγει να την απειλήσει με όπλο, οι άλλες πόρνες παίρνουν θέση μάχης και τελικά σκοτώσουν τον Τζάκι, με διαταγή της αφεντικίνας τους, Γκέιλ (Ροζάριο Ντόσον). Όταν ο Ντουάιτ συνειδητοποιεί τι έχει συμβεί, εξηγεί στη Γκέιλ πως έχουν τα πράγματα, καθώς όλοι γνωρίζουν πως η δολοφονία ενός μπάτσου στη Αμαρτωλή πόλη σημαίνει πόλεμος. Η σκηνή την οποία έχει επιμεληθεί ο Ταραντίνο είναι εκείνη όπου ο Ντουάιτ έχει βάλει τον Τζάκι στη θέση του συνοδηγού, κάνοντάς τον να μοιάζει απλά μεθυσμένος, και τον πηγαίνει προς το βάλτο, όπου σκοπεύει να ξεφορτωθεί το πτώμα του. Ο Ντουάιτ έχει παραισθήσεις από το άγχος και βλέπει τον Τζάκι, με την κάνη ενός περίστροφου να έχει καρφωθεί στο μέτωπό του και το λαιμό του κομμένο σχεδόν πέρα για πέρα, να του μιλάει και να τον απειλεί, λέγοντάς του πως δεν θα ξεμπερδέψει εύκολα από αυτή την υπόθεση. Το επεισόδιο αυτό έρχεται δεύτερο στο χρονολόγιο, μετά από την άλλη ιστορία του Μίλλερ με πρωταγωνιστή τον Ντουάιτ ΜακΚάρθι, «A Dame to Kill For» (1993), την οποία ο Ροντρίγκεζ συμπεριέλαβε στο δεύτερο μέρος της «Αμαρτωλής Πόλης» το 2014. Σε αυτό το επεισόδιο παίζουν και άλλοι διάσημοι ηθοποιοί του Χόλυγουντ, όπως η Ντέβον Αόκι στο ρόλο της Μίχο, μίας πόρνης με γνώση πολεμικών τεχνών, και ο Μάικλ Κλαρκ Ντάνκαν στο ρόλο του Μανούτ, ενός διεφθαρμένου αστυνομικού που έρχεται στη συνοικία των μπουρδέλων για το «μεγάλο ξεπάστρεμα».

Πολλά από τα ειδικά εφέ της ταινίας του Ροντρίγκεζ έχουν ξεπεραστεί σήμερα, σε σημείο που η «Αμαρτωλή Πόλη» δεν διαθέτει πια την ψυχρή και πολλές φορές ζοφερή ατμόσφαιρα που είχε όταν πρωτοκυκλοφόρησε. Όπως και ο Ταραντίνο, έτσι και ο Ροντρίγκεζ, παρόλα αυτά, δημιούργησαν μια κινηματογραφική σχολή μέσα στις δεκαετίες του 1990 και 2000, η οποία έχει φανατικούς οπαδούς μέχρι και σήμερα. Το κοινό, έχοντας αναισθητοποιηθεί απέναντι στην «αισθητική βία», που πρώτες οι ταινίες των δύο σκηνοθετών υπερασπίστηκαν, δύσκολα πια σοκάρεται στη θέα της καρτουνίστικης βίας της «Αμαρτωλής Πόλης». Πέρα, όμως, από τα σίκουελ και τις αργότερες ταινίες του Ροντρίγκεζ και άλλων σκηνοθετών ταινιών δράσης τις οποίες επηρέασε αυτή η ταινία, υπάρχουν και αρκετά παραδείγματα κινηματογραφικών μεταφορών από graphic novels, με πιο χαρακτηριστικά εκείνα των «Watchmen» (2009), «V for Vendetta» (2005), «300» (2006) και «Wanted» (2008), που δεν θα γυρίζονταν ίσως ποτέ αν δεν είχε προηγηθεί η «Αμαρτωλή Πόλη» με όλα τα θετικά και τα αρνητικά της στοιχεία.
Δείτε το trailer της ταινίας στο YouTube: