
Δεν υπάρχει αμφιβολία. Το τέταρτο κεφάλαιο της ιστορίας του John Wick είναι η πιο απίστευτη και η πιο αξιοθαύμαστη επίθεση στις αισθήσεις που έχει υπάρξει τα τελευταία χρόνια. Περιγράφοντας τα πράγματα που γίνονται στη ταινία μπορεί κάποιος να νομίζει πως πρόκειται για μια ταινία τύπου Chuck Norris. Και ο ίδιος ανησυχούσα πως μετά την τρίτη ταινία είχαμε αγγίξει τα όρια της υπερβολής πριν περάσουμε σε παρωδία. Όμως το John Wick 4 είναι τόσο υπερβολικό που ξεπερνάει κάθε σχόλιο σχετικά με τα όρια στα οποία λειτουργεί. Όχι μόνο έχουμε περάσει τη γραμμή, είμαστε τόσο μακριά από τη γραμμή που είναι πλέον τελεία και το πανηγυρίζουμε φωναχτά. Ο κύριος λόγος που βγαίνει αλώβητη η ταινία είναι ο σεβασμός προς το αντικείμενο και το είδος που υπηρετεί.
Ο σκοπός του κινηματογράφου στα πρώιμα στάδιά του, πριν γίνει καν βιομηχανία, ήταν απλά η καταγραφή της κίνησης. Τρένα, άλογα, οτιδήποτε. Οι πρώτοι σπουδαίοι ηθοποιοί την περίοδο του βωβού κινηματογράφου ήταν άνθρωποι που με το σώμα τους θα περνούσαν ότι συναίσθημα χρειαζόταν. Από το John Wick 2, όταν υπήρχε σε μια σκηνή μια προβολή του «Στρατηγού» του Buster Keaton το μήνυμα ήταν ξεκάθαρο. Όλο το franchise είναι επαναφορά στο βωβό κινηματογράφο, μια ωδή προς την μαγεία της όμορφης κίνησης. Ο Chad Stahelski θα επιμείνει να κάνει συνέχεια λήψεις μέχρι να πάρει το τέλειο, το πιο όμορφο και μας θυμίζει γιατί οι ταινίες δράσεις κρύβουν μέσα τους την ουσία του σινεμά. Και δεν νομίζω πως η επιλογή του Buster Keaton ήταν τυχαία.
Ο Keaton είχε επιλέξει να είναι ανέκφραστος στους ρόλους του γιατί έμαθε πως ο κόσμος γέλαγε περισσότερο αν ο ίδιος κράταγε την ίδια έκφραση. Στον Keanu Reeves έχει κολλήσει η φήμη του ανίκανου να εκφράσει συναισθήματα. Προσωπικά θεωρώ πως όντως είναι περιορισμένες οι υποκριτικές του ικανότητες αλλά κανείς δε μπορεί να αρνηθεί πως έχει βελτιωθεί απίστευτα με τα χρόνια και πως έχει αφήσει την «Whoa dude» φάση του. Συνεχίζει την υπόγεια προσέγγιση και μεταφέρει την ένταση με το βλέμμα του. Σαν τον Keaton ο Reeves θα περπατήσει ανέκφραστος στο πρόσωπο όμως ο Reeves δίνει προσοχή σε κάθε μικρή κίνηση για να ζωντανέψει τον χαρακτήρα.
Όσοι έχετε ακολουθήσει μέχρι τώρα το ταξίδι ξέρετε τι να περιμένετε. Η ταινία έχει δομή video game. Ένα ταξίδι στην υδρόγειο με ευφάνταστους χαρακτήρες οι οποίοι είτε θα πάρουν το μέρος του John Wick είτε θα πεθάνουν. Για την δράση δεν υπάρχει κάτι να ειπωθεί που δεν είναι πλέον αυτονόητο. Μιλάμε για την τελειότητα την ίδια. Η ομάδα των κασκαντέρ αγαπάει σίγουρα την σχολή δράσης του Χονγκ-Κονγκ δίνοντάς μας ξεκάθαρη πληροφορία για τον εκάστοτε χώρο ώστε να τον κάνει σμπαράλια αργότερα. Πολλές πρόβες και ήρεμες κινήσεις κάμερας με αυτοπεποίθηση. Κάθε μάχη είναι ένα παζλ με διαφορετική λύση. Ο Stahelski δεν ανακυκλώνει καμία ιδέα. Το απόγειο από άποψη εντυπωσιασμού είναι σίγουρα η σκηνή στην αψίδα του θριάμβου, το franchise έχει σίγουρα φετίχ με χτυπήματα σε οχήματα και σε μια ταινία υπερβολής ξεπερνάει και εδώ τον εαυτό της. Όσα έχω πει δεν σημαίνουν πως η ταινία είναι ένα ζωντανό καρτούν με ανθρώπους που γίνονται ακορντεόν όταν πέφτει κάτι πάνω τους ή πως όταν καίγονται γίνονται στάχτη από κάτω προς τα πάνω. Όταν η ταινία ρίχνει ρυθμούς όπως στην σκηνή που ο Koji (Hiroyuki Sanada) για να σώσει την κόρη του παλεύει με τον Caine (Donnie Yen) κάθε χτύπημα μετράει και πονάει πραγματικά.
Η μαγική απόφαση που έχει πάρει ο Chad Stahelski με την ομάδα του είναι τα μικρά αστεία που βάζει ανάμεσα στις σκηνές δράσης αλλά και μέσα στην μάχη τόσο για να χαλαρώσει η ατμόσφαιρα αλλά και για να αγοράσει συγχωροχάρτι στον εαυτό του να το πάει στα άκρα χωρίς να κλωτσήσει στο κοινό. Και το κοινό καταλαβαίνει το χιούμορ ως επί το πλήστον. Η αλήθεια είναι πως στην αίθουσα που είχα πάει μόνο σε μία στιγμή το κοινό ρόλαρε συλλογικά τα μάτια του απορώντας πως έζησε ο Wick. Αυτές οι ερωτήσεις σε ταινία John Wick είναι σαν να ρωτάς αν τα Transformers όταν αρρωσταίνουν πάνε στον μηχανικό ή στον γιατρό ή τι απέγιναν οι εργολάβοι που έφτιαξαν τη σπηλιά του Batman. Προς το τέλος, στη σκηνή με τις σκάλες η ταινία έχοντας προβλέψει όμως πως κάποια στιγμή θα έχουν ειπωθεί τέτοιες ερωτήσεις βάζει τον Wick να πέφτει και να πέφτει και να πέφτει και να πέφτει μέχρι που το κοινό σταματάει να γελάει με τη ταινία και γελάει μαζί της. Well played Chad!
Dan Laustsen, γνωστός συνεργάτης του Del Toro δείχνει με την εξαιρετική εικόνα της ταινίας πως μάλλον είναι ο πιο υποτιμημένος διευθυντής φωτογραφίας αυτή τη στιγμή. Όσο το franchise ξέφευγε από την εκ των υστέρων προσγειωμένη πρώτη ταινία χρειαζόταν ένα έντονο στυλιζάρισμα για να μπορεί να στέκεται. Ο Laustsen βουτάει την ταινία σε σάπια πράσινα, νέον μπλε και πορτοκαλί. Η κάμερα που έχουν επιλέξει να ακολουθεί τη δράση είναι η Alexa 35, από τις καλύτερες μικρού μεγέθους κάμερες αυτή τη στιγμή . Τσακίζει τα μαύρα, τα κάνει να μοιάζουν σαν παχύ μελάνι και κάνει την ταινία σαν ένα κόμικ εν ζωή. Έχουμε δει χίλιες φορές τα ίδια μνημεία που εμφανίζονται και εδώ αλλά ο Laustsen τα κάνει να κάνει να πάρουν πίσω λίγη από την αίγλη που έχουν χάσει.

Μεγάλο προσόν της ταινίας είναι πως όσο καλή είναι η δράση είναι εξίσου ευχάριστο να βλέπεις τους χαρακτήρες που συναντάει ο John Wick. Στο John Wick 4 ίσως να έχουμε το καλύτερο cast χαρακτήρων. Ο Bill Skarsgård ως ο αρχι-κακός μας, ο Μαρκήσιος Vincent de Gramont είναι εξαιρετικά γλοιώδης, εξαιρετικά αντιπαθητικός ως ο πιο βάτραχος Γάλλος που έχει γεννηθεί. Η έκπληξη για εμένα είναι η Rina Sawayama ως Akira, η κόρη του Koji. Δεν την ήξερα και υπέθεσα πως είναι κάποια καινούργια πολεμικοτεχνίτισσα. Η τύπισσα είναι μια Αγγλίδα ποπ τραγουδίστρια την οποία ο σκηνοθέτης είδε και του άρεσε φυσιογνωμικά. Ίσως κάποιος με πιο εκπαιδευμένο μάτι να έβλεπε τις διαφορές στις κινήσεις τις με τους έμπειρους στην οθόνη εγώ όμως δεν είδα καμία αδυναμία. Στις σκηνές με τον πατέρα της έχει άμεση χημεία και γενικά είναι ωραίος χαρακτήρας. Στα μισά όμως την παρατάνε και δεν ξέρω αν είναι επειδή δεν ήξεραν τι να την κάνουν ή επειδή την θέλουν για κάποιο spin-off/sequel. Σε κάθε περίπτωση είναι το μόνο πράγμα που μου κλώτσησε στη ταινία. Η Sawayama κάνει και το τραγούδι τίτλων τέλους δίνοντας στον John Wick καλύτερο Bond theme απ’ότι έχει ο Bond τα τελευταία χρόνια.
Aπολαυστικότατος είναι ο Donnie Yen ως Caine, ο τυφλός δολοφόνος και πρώην φίλος του John Wick που αναγκάζεται να υπηρετήσει τον Μαρκήσιο για να μείνει ζωντανή η κόρη του. Ο Donnie Yen είναι έμπειρος και μπορεί να φέρει εις πέρας την χορογραφία που του ζητείται, η οποία είναι και η πιο απαιτητική στη ταινία. Είναι διακριτικός στην ερμηνεία του και δίνει μια ζεν στάση σε έναν χαρακτήρα που αναγκάζεται να πάρει δύσκολες αποφάσεις. Πίστεψα πως έχει ξαναδουλέψει με τον Keanu Reeves, έχουν μια εξαιρετική χημεία που δίνει περισσότερο βάθος στον χαρακτήρα του Caine και στη σχέση του με τον Wick ακόμα και αν δεν υπάρχει τόσο στο χαρτί.
Στο βάθος η ιστορία του John Wick είναι μια ιστορία σαν του Σίσυφου, αν ο Σίσυφος είχε λίγη αξιοπρέπεια και έπαιρνε τα όπλα. Ο John Wick προσπαθεί ξανά και ξανά να σταματήσει το κύκλο βίας ανακαλύπτοντας πως μπορεί να σταματήσει μόνο αν τους σκοτώσει όλους. Ακόμα δεν ξέρω αν αυτό είναι έξυπνο σχόλιο ή χαζό κλισέ. Στο ταξίδι μπλέκεται λίγο η επιθυμία του για εκδίκηση και την όποια απόλαυση παίρνει από αυτή με τον σκοπό του να σταματήσει να είναι επικηρυγμένος. Oι τελευταίες σκέψεις του John Wick μας διαβεβαιώνουν πως πάντα στο μυαλό του ήταν, είναι και θα είναι η γυναίκα του. Σπάει τον κύκλο του με τον μόνο τρόπο που γίνεται. Βέβαια αν φτιαχτεί όντως η πέμπτη ταινία όπως φημολογείται τότε αυτό το όμορφο τέλος θα θυσιαστεί στον βωμό των sequel. Ο κόσμος έχει να δώσει πράγματα όμως και περιμένω για το Ballerina και τη σειρά που είναι να βγει. Και θα είμαι εκεί να το στηρίξω. Έχω εμπιστοσύνη πως ακόμα και να βγει John Wick 5 θα είναι απολαυστικό, η ιστορία όμως δεν έχει κάπου να πάει και ο καημένος ο Wick χρειάζεται να αναπαυθεί.