Το ντελιριακό δράμα δωματίου του Sam Levinson, Malcolm & Marie, γυρισμένο σε ασπρόμαυρο 35άρι φιλμ, αποτελεί μια από τις πιο πολυσυζητημένες κινηματογραφικές αφίξεις της χρονιάς. Μετά την περσινή επιτυχία της σειράς Euphoria, και στο διάστημα της πρώτης καραντίνας, ο Levinson δεν έχασε χρόνο και αποφάσισε να στήσει τον δικό του ερωτικό εμφύλιο. Διατηρώντας τη σταρ της επιτυχίας του, την πλέον βραβευμένη με Emmy, Zendaya και βάζοντας δίπλα της -ή μάλλον απέναντι της- τον J.D. Washington, κατάφερε να στρέψει τα βλέμματα όλων στην καινούρια του ταινία.
Θύμωσες;
Ο Malcolm (J.D. Washington), ένας ανερχόμενος σκηνοθέτης, επιστρέφει σπίτι με την κοπέλα του, Marie (Zendaya), μετά την επιτυχία της πρεμιέρας του. Εκείνος, μεθυσμένος από την αποδοχή του κόσμου και τον θρίαμβο της ταινίας του. Εκείνη, φορτισμένη, κάπως προβληματισμένη, με μία αίσθηση πικρίας. Το γεγονός ότι ξέχασε να την αναφέρει στον ευχαριστήριο λόγο του αποτελεί μόνο την αφορμή για να ανοίξει ο ασκός του Αιόλου. Η μία αντιπαράθεση οδηγεί στην άλλη, και έτσι βγαίνουν στην επιφάνεια τα βαθύτερα ζητήματα της σχέσης τους. Το “Θύμωσες;” του Malcolm, αποτελεί απλώς την αφετηρία του αλληλοσπαραγμού τους.
Η Marie έχει ένα «βαρύ» παρελθόν, όντας πρώην τοξικομανής. Σε αυτή τη περίοδο της ζωής της, γύρω στα 20 της χρόνια, τη γνώρισε και ο Malcolm. Την πίστεψε, την βοήθησε και την στήριξε όσο μπορούσε για να τη «σώσει». Από την άλλη όμως, μήπως δεν στήριξε αρκετά τα όνειρα της; Η ίδια ονειρευόταν να γίνει ηθοποιός, όμως γιατί δεν πρωταγωνιστεί αυτή στην ταινία του; Σε μια ταινία, που η ίδια είναι πεπεισμένη πως βασίστηκε πάνω της.
Η ιστορία φτάνει ως εκεί. Η αλήθεια είναι πως δεν κρίνεται απαραίτητο σεναριακά το κάτι περισσότερο από μια ταινία που παρουσιάζει δύο ανθρώπους μέσα σε -όχι ακριβώς- τέσσερις τοίχους να ουρλιάζουν ο ένας στον άλλο. Αυτό, μιλώντας πάντα για το ρεαλιστικό κομμάτι των ανθρώπινων σχέσεων μέσα στον κινηματογράφο. Τι είναι αυτό ωστόσο που δίνει στον θεατή έναν λόγο να παρακολουθήσει έναν ατέρμονο αγώνα των ανθρώπινων ουρλιαχτών; Σαφώς, οι ερμηνείες.
Αλήθεια, θες να το συζητήσουμε;
Ξεκινώντας από τον Malcolm του Washington, οφείλουμε να μιλήσουμε για κάποιου είδους υστερικής γοητείας. Πιθανώς το κοντράστ με τον ρόλο του στο Tenet, έχει συμβάλλει ως έναν βαθμό στον ενθουσιασμό που περιβάλλει κάθε ξέσπασμα του. Ουσιαστικά, ο Washington μας χαρίζει εκφράσεις του που δεν είχαμε δει ως τώρα. Κινήσεις, που συμβαδίζουν με το προφίλ του χαρακτήρα που θέλει να χτίσει. Όμως, οι καλές προθέσεις δεν αρκούν για να εγγυηθούν για ένα συνολικά καλό αποτέλεσμα. Υπάρχουν στιγμές που θες να του πεις «Ηρέμησε!». Η μανία με την οποία τρώει και κρατά το πιρούνι, ο τρόπος που ξεσπά μόνος του έξω από το σπίτι, οι γκριμάτσες του. Η υπερβολή καμιά φορά, όπως και δύο αρνητικές προτάσεις, επιφέρει ακριβώς το αντίθετο αποτέλεσμα. Πίσω από όλη αυτή την ένταση του Malcolm, σιγοπαίζουν νότες παρωδίας.
Από την άλλη, η woman of the hour, Zendaya, αποδεικνύει ξανά ότι το δράμα της ταιριάζει. Kαταφέρνει και αλλάζει γρήγορα τα συναισθήματα της. Σε κάνει να πιστέψεις ότι η ίδια είναι η Marie, πως ο ρόλος είναι φτιαγμένος μόνο για αυτήν (Βέβαια αυτό ίσως και να ισχύει στη περίπτωση της). Ευάλωτη, αλλά με εκρηκτικό τσαγανό, η ερμηνεία της καλύπτει πλήρως τις επιφανειακές ανάγκες του ρόλου. Σε δεύτερη ανάγνωση όμως, δεν προσφέρει το κάτι παραπάνω. Αυτό το κάτι που θα μπορούσε (;) να την απογειώσει. Το ταλέντο της υπάρχει και είναι ξεκάθαρο, αλλά δεν έχει ωριμάσει ώστε να πείθει αρκετά και πάντα. Αναμφισβήτητα όμως, η ταινία είναι δικιά της.
Γενικώς, η ταινία δεν ανταπεξέρχεται στις ανεβασμένες προσδοκίες του κοινού. Στη προσπάθεια της να αναφερθεί σε όλα που περικλύζουν τη ζωή, τη τέχνη και τον έρωτα, δημιουργεί ένα χάος. Συμπυκνώνει τόσα θέματα που χάνονται μέσα στην υπερβολή της. Η πυκνότητα των διαλόγων, αλλά και οι εκτενείς μονόλογοι, υπερφορτώνουν τον θεατή με πληροφορίες και όχι με συναίσθημα. Ναι, υπάρχει μια ωραία αισθητική, δυνατές ερμηνείες, αλλά τίποτα για να κρατά το ενδιαφέρον στα 106 λεπτά. Τα πρώτα λεπτά της, φανερώνουν πάνω κάτω ό,τι έχει να προσφέρει από άποψη σεναρίου. Οι ερμηνείες, παλεύουν μόνες τους στη συνέχεια. Όσο για την αυθεντικότητα, μία έννοια που θα ακουστεί πολλές φορές στην ταινία, δεν υπάρχει.