Ο Θόδωρος Αγγελόπουλος είναι ένας από τους λίγους και ίσως ο πρώτος Έλληνας σκηνοθέτης που έκανε διεθνή καριέρα. Με ταινίες όπως, «Ο Θίασος» (1975), το «Ταξίδι στα Κύθηρα» (1984) και το «Μια αιωνιότητα και μια μέρα» (1998) κέρδισε βραβεία μεγάλου πρεστίζ στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Καννών. Στις ταινίες του συχνά πρωταγωνιστούν ονόματα διεθνούς φήμης, όπως ο Μαρτσέλλο Μαστρογιάννι και ο Χάρβεϊ Καϊτέλ, αλλά και ηθοποιοί της Χρυσής Εποχής του ελληνικού κινηματογράφου, όπως ο Θανάσης Βέγγος, ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος και ο Ντίνος Ηλιόπουλος. Εκτός από τις επιτροπές των διαφόρων φεστιβάλ στα οποία οι ταινίες του διαγωνίστηκαν και κέρδισαν βραβεία, ο Αγγελόπουλος κέρδισε και το σεβασμό μεγάλων arthouse σκηνοθετών, σαν τον Ακίρα Κουροσάβα, τον Βέρνερ Χέρτζογκ, τον Εμίρ Κουστουρίτσα, τον Βιμ Βέντερς, τον Φεντερίκο Φελίνι, τον Αντρέι Ταρκόφσκι, τον Μικελάντζελο Αντονιόνι και τον Ίνγκμαρ Μπέργκμαν. Η ταινία του Αγγελόπουλου, «Ο Μελισσοκόμος» ήταν υποψήφια για το Χρυσό Λέοντα στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Βενετίας το 1986, όταν κυκλοφόρησε, και κέρδισε το θαυμασμό του Μπέργκμαν, που την αποκάλεσε «αριστούργημα» και «μια εμπειρία απίστευτα συγκλονιστική». Γνωρίζοντας τη δουλειά του Μπέργκμαν εκείνη την περίοδο, μπορεί κανείς να βρει ομοιότητες μεταξύ του επικού οικογενειακού του δράματος «Φάνι και Αλέξανδρος» (1983) και του «Μελισσοκόμου», από πλευράς φωτογραφίας, αλλά και αφηγηματικού ρυθμού. Η πρώτη σκηνή στην ταινία του Μπέργκμαν είναι το μεγαλοπρεπές Χριστουγεννιάτικο ρεβεγιόν στο σπίτι των Έκνταλ, που κρατάει σχεδόν μία ώρα και σκιαγραφεί τους χαρακτήρες της ταινίας έναν-προς-ένα. Ο «Μελισσσοκόμος» ξεκινάει με μια παρόμοια εορταστική σκηνή, το γάμο της κόρης του Σπύρου (Μαστρογιάννι), η οποία κρατάει αρκετή ώρα και μας δίνει σημαντικά στοιχεία για την ψυχολογία τόσο του Σπύρου, όσο και των υπόλοιπων χαρακτήρων που παίρνουν μέρος σε αυτή.
Οι λόγοι που ο Σπύρος νοιώθει μόνος του και απογοητευμένος από τη ζωή, περισσότερο υπονοούνται, παρά εξηγούνται ακριβώς στην ταινία. Υπάρχει, λοιπόν, η υπόνοια πως ο Σπύρος υπήρξε αριστερός και αγωνιστής και πως αντιμετωπίζει τη νέα πραγματικότητά του, κατά την οποία η κόρη του παντρεύεται και η σχέση του με τη γυναίκα του έχει οριστικά τελειώσει, με δυσφορία, νοιώθοντας κουρασμένος πια και ανίκανος να ξεκινήσει και πάλι από το μηδέν. Ο πρωταγωνιστής αποφασίζει να αφήσει πίσω του την επαρχιακή πόλη όπου είναι δάσκαλος και να κάνει ένα ταξίδι σε ολόκληρη τη χώρα, βρίσκοντας και συντηρώντας τις κυψέλες του, ακολουθώντας την οικογενειακή του παράδοση. Στο μεγάλο αυτό ταξίδι που έχει ξεκινήσει συναντάει μία γυναίκα (Νάντια Μουρούζη), η οποία, αφότου τη ληστεύουν σε ένα βενζινάδικο, αποφασίζει να κάνει ωτοστόπ στο φορτηγό του και τελικά μένει μαζί του στο ξενοδοχείο και τον ακολουθεί στις διαφορετικές πόλεις που επισκέπτεται. Ο Σπύρος σιγά-σιγά ανακαλύπτει πως έχει ερωτευτεί τη γυναίκα και του είναι ολοένα και πιο δύσκολο να την αποχωριστεί, αφού έχει εναποθέσει επάνω της όλες τις ελπίδες του για μια καινούρια αρχή. Όπως και άλλες ταινίες του Αγγελόπουλου, έτσι και ο «Μελισσοκόμος» χαρακτηρίζεται από ένα αργό, υπνωτικό αφηγηματικό ρυθμό και μια πολύ ταιριαστή μουσική επένδυση από την Ελένη Καραΐνδρου.
Ο Αγγελόπουλος, τουλάχιστον όσον αφορά την πραγματικότητα του ελληνικού κινηματογράφου, έχει εισπράξει συχνά σκληρές κριτικές για τις μακρόσυρτες σκηνές του, από τις οποίες απουσιάζει σχεδόν εντελώς ο διάλογος μεταξύ των χαρακτήρων. Πολλοί κριτικοί τον έχουν κατηγορήσει ως «δήθεν» καλλιτεχνικό και χωρίς ιδιαίτερη ουσία πίσω από τις σκηνοθετικές του αυτές επιλογές. Ταινίες, όμως, όπως ο «Μελισσοκόμος» δεν διαφέρουν πολύ, από άποψη ρυθμού, από τις ταινίες του Αντονιόνι ή του Ταρκόφσκι. Στα πλαίσια, λοιπόν, του ευρωπαϊκού arthouse κινηματογράφου, που ήταν άλλωστε και η αρένα που ενδιέφερε περισσότερο τον σκηνοθέτη, ο Αγγελόπουλος ακολούθησε μια παράδοση ιδιαίτερα γόνιμη και με μεγάλη απήχηση στο διεθνές σινεφίλ κοινό. Δείχνοντας ιδιαίτερο σεβασμό στις ρίζες του, ο Αγγελόπουλος διατήρησε το ελληνικό στοιχείο σε ολόκληρη τη φιλμογραφία του και χρησιμοποίησε βετεράνους ηθοποιούς του παλιού ελληνικού κινηματογράφου, όταν αυτοί, με την ευρεία διάδοση του VHS, είχαν χάσει την αρχική τους αίγλη και αναγκαζόντουσαν να συμμετέχουν σε φτηνές παραγωγές βιντεοταινιών για να επιβιώσουν οικονομικά. Στο «Μελισσοκόμο» συμμετέχουν σε guest εμφανίσεις o Αθηνόδωρος Προύσαλης, ο Ντίνος Ηλιόπουλος και οι νεότεροι ηθοποιοί, Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, Σταμάτης Γαρδέλης και Δημήτρης Πουλικάκος.
Δέκα χρόνια μετά το θάνατο του μεγάλου σκηνοθέτη σε τροχαίο δυστύχημα, κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων της ταινίας του, «Τριλογία 3: Η άλλη θάλασσα» (2012), οι ταινίες του Αγγελόπουλου συνεχίζουν να προβάλονται σε φεστιβάλ και να είναι διαθέσιμες σε online πλατφόρμες, Blu-ray και DVD. Σε ένα προσεχές event της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών του Ιδρύματος Ωνάση, με τίτλο «Ζέτα, Φλωρέττα, Νίκη», ο «Μελισσοκόμος» συμπεριλαμβάνεται στη λίστα των ταινιών που θα προβληθούν, συνοδευόμενη από το σχόλιο: «Μέσα από την ιστορία ενός ζευγαριού, του Μαρτσέλλο Μαστρογιάννι και της Νάντιας Μουρούζη, πλάθεται μια σχέση ανοιχτή σε πολλαπλές ερμηνείες και μια αφήγηση που συνδιαλέγεται απροσδόκητα δυναμικά με το σήμερα». Είναι αλήθεια πως πέρα από τις πολιτικές πεποιθήσεις του σκηνοθέτη και τις μόδες της κάθε εποχής, οι ταινίες του Αγγελόπουλου περιγράφουν την ψυχή της Ελλάδας, αφήνοντας στην άκρη τις μπροσούρες που διαφημίζουν τα ηλιόλουστα νησιά του Αιγαίου και παραθέτοντας στο διεθνές κοινό ένα πιο ρεαλιστικό πορτραίτο της χώρας.
Δείτε το trailer της ταινίας στο YouTube: