
Η κλασική, σήμερα, ταινία του Μπράιαν Ντε Πάλμα, «Scarface» (Ο Σημαδεμένος) (1983), με πρωταγωνιστή τον Αλ Πατσίνο και βασισμένη σε σενάριο του Όλιβερ Στόουν, δεν είναι μόνο ένα ριμέικ της ταινίας με τον ίδιο τίτλο του 1932, σε σκηνοθεσία του Χάουαρντ Χοκς, αλλά όταν πρωτοκυκλοφόρησε, συγκέντρωσε περισσότερες κακές, απ’ ότι καλές κριτικές. Αν και η επιτυχία που σημείωσε στο box office ήταν εξαρχής μεγάλη (υπήρξε 16η στη λίστα με τις πιο εμπορικές ταινίες εκείνης της χρονιάς), η βία και η βωμολοχίες που περιέχει έκαναν σημαντικά ονόματα του καλλιτεχνικού κόσμου (όπως τους συγγραφείς, Κερτ Βόνεγκατ και Τζον Ίρβινγκ) να φύγουν από την αίθουσα προβολής αηδιασμένοι, ενώ πολλοί αντέδρασαν στα ρατσιστικά στερεότυπα που απεικονίζει. Ο Όλιβερ Στόουν, σχετικά άγνωστος τότε ακόμα στο ευρύ κοινό, έγραψε το σενάριο βασιζόμενος στη δική του εμπειρία με τον εθισμό στην κοκαΐνη, κάτι το οποίο συνδράμει, στην πλοκή της ταινίας, στην «πτώση» του τιτλικού αντιήρωα, Τόνι Μοντάνα (Πατσίνο), από το θρόνο του, ως αρχηγός της μαφίας των ναρκωτικών του Μαϊάμι. Κερδίζοντας την εύνοια σκηνοθετών σαν τον Μάρτιν Σκορσέζε και το θαυμασμό ράπερ σαν τον Notorious B.I.G., και τελικά αποτελώντας τη βάση για ένα πρώιμο παιχνίδι στο PlayStation 2, το «Scarface» είναι σήμερα μια κλασική καλτ ταινία, στο είδος των γκανγκστερικών φιλμ.

Ο «Scarface» του Χάουαρντ Χοκς είναι στην ουσία ο Αλ Καπόνε, ένας από τους διασημότερους και τρομερότερους Ιταλούς μαφιόζους της δεκαετίας του 1920. Ο Τόνι Μοντάνα του Ντε Πάλμα, αντίθετα, είναι Κουβανός και θυμίζει περισσότερο Λατινοαμερικανούς μαφιόζους της δεκαετίας του 1970, σαν τον Πάμπλο Έσκομπαρ και τους συνεργάτες του στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ο Τόνι, εδώ, έχει βαριά προφορά και χρησιμοποιεί συχνά ισπανικές λέξεις στις προτάσεις του: «The eyes, chico, they never lie» (Τα μάτια, φίλε μου, δε λένε ποτέ ψέματα). Καθώς το είδος των γκανγκστερικών ταινιών είχε αλλάξει αισθητά από τη δεκαετία του 1930, η ταινία του Ντε Πάλμα είναι κατά πολύ ωμότερη και πιο ρεαλιστική από την ταινία του Χοκς και θυμίζει περισσότερο τον «Ταξιτζή» (1976) του Σκορσέζε ή τον «Νονό» (1972) του Φράνσις Φορντ Κόπολα.

Το «Scarface» έχει γίνει, με την πάροδο των χρόνων, ένα εγχειρίδιο αναφορών για ταινίες, μουσικά άλμπουμ και βιντεοπαιχνίδια. Το θεατρικό poster, που απεικονίζει τον Πατσίνο με ένα άσπρο κοστούμι να κραδαίνει ένα πιστόλι, σε μια ασπρόμαυρη φωτογραφία όπου δεν διακρίνονται λεπτομέρειες της φιγούρας του και ένα παρόμοιο φόντο χωρισμένο σε άσπρο και μαύρο περίπου στη μέση, με τα κόκκινα γράμματα στη βάση να ανακοινώνουν τον τίτλο, έχει αποτελέσει πηγή έμπνευσης για πολλά hip hop και rap μουσικά άλμπουμ, ενώ η επιγραφή, «The World is Yours» (Ο Κόσμος σου Ανήκει), που βλέπουμε στη βίλα του Τόνι, στο τέλος της ταινίας, έχει γίνει τραγούδι από τον Nas. Αποφθέγματα του Τόνι Μοντάνα, όπως το εικονικό: «I always tell the truth. Even when I lie» (Λέω πάντα την αλήθεια, ακόμα κι όταν λέω ψέματα), ή το: «Say hello to my little friend» (Πες γεια στο φιλαράκι μου), που λέει βγαίνοντας οργισμένος από το γραφείο του με το αυτόματο όπλο στα χέρια του, για να αντιμετωπίσει τους εισβολείς. Εικονική είναι επίσης η κοκκαλιάρικη φιγούρα της «trophy wife» του Τόνι, Ελβίρα (Μισέλ Φάιφερ), η οποία είναι εθισμένη στην κοκαΐνη και έχει πλησιάσει τον αντιήρωα καθαρά για τα λεφτά και τη δύναμη που έχει επάνω στον υπόκοσμο.

Η ιστορία του «Scarface» είναι απλή και σχεδόν κλισέ. Όπως είχε γράψει ο κριτικός Ρόμπερτ Γουόρσαου στο δοκίμιό του «Ο γκάνγκστερ ως τραγικός ήρωας» (1948), όλες οι ταινίες του είδους ακολουθούν τη ραγδαία άνοδο και την απότομη πτώση του γκάνγκστερ, ο οποίος λόγω των παθών του και της ανήθικης συμπεριφοράς του, αργά ή γρήγορα τιμωρείται από τη μοίρα, ούτως ώστε να επικρατήσει η δραματική δικαιοσύνη. Εδώ, ο Τόνι Μοντάνα, ένας παράνομος μετανάστης στις Ηνωμένες Πολιτείες από την Κούβα ξεκινά την «καριέρα» του στο έγκλημα μαζί με το φίλο του και το δεξί του χέρι, Μάνι Ρέι (Στίβεν Μπάουερ), εισάγοντας και διακινώντας μεγάλες ποσότητες ναρκωτικών από τα σύνορα. Ο Τόνι είναι σκληρός και αποφασισμένος να κερδίσει χρήματα πάση θυσία, όμως έχει πολύ αυστηρές αρχές και νοιώθει υπερπροστατευτικός απέναντι στην άμεση οικογένειά του, δηλαδή τη μητέρα του και τη μικρή του αδερφή, Τζίνα (Μαίρη Ελίζαμπεθ Μαστραντόνιο). Ο Τόνι, λοιπόν, γλιτώνοντας παραλίγο από βίαιο θάνατο σε πολλές περιπτώσεις (όπως όταν μια ομάδα γκάνγκστερ κατασφάζουν όλους τους συνεργάτες του με αλυσοπρίονο, στην αρχή της ταινίας), καταφέρνει τελικά να υπερισχύσει και να γίνει μια τρομερή και σεβαστή φιγούρα απέναντι στα ηγετικά μέλη του υποκόσμου του Μαϊάμι. Η μοίρα δεν αργεί, παρόλα αυτά, να τον τιμωρήσει για τις ειδεχθείς τακτικές του και μέσα από την υπερπροστατευτικότητα που δείχνει απέναντι στην αδερφή του, καταλήγει να χάσει πρώτα τον καλύτερό του φίλο και ύστερα και την ίδια τη Τζίνα, ενώ η λυσσασμένη ανάγκη του να έχει τα πάντα υπό έλεγχο, τον κάνει να χάσει πρώτα τη γυναίκα του, στην οποία φέρεται με σκληρότητα και τελικά το μέτρο με τα ναρκωτικά (τον βλέπουμε, προς το τέλος, να σνιφάρει ένα βουνό από κόκα) και τελικά ολόκληρη την αυτοκρατορία που έχει χτίσει.

Ο «Scarface» του Ντε Πάλμα έχει επίσης αποτελέσει πηγή έμπνευσης για μεταγενέστερα γκανγκστερικά αριστουργήματα, όπως τα «Καλά Παιδιά» (1990) και το «Καζίνο» (1995), του Μάρτιν Σκορσέζε, το «Pulp Fiction» (1994) του Κουέντιν Ταραντίνο, το «Blow» (2001), με τον Τζόνι Ντεπ και την Πενέλοπε Κρουζ και τη σειρά-θαύμα του AMC, «Breaking Bad» (2008-2013), που δεν θα είχαν γυριστεί με τον ίδιο τρόπο αν δεν υπήρχε η συγκεκριμένη ταινία, σαν κινηματογραφικό προηγούμενο. Ο χαρακτήρας του Τόνι Μοντάνα «σημάδεψε» τον Αλ Πατσίνο για πάντα και ακόμα κι αν είναι δύσκολο σήμερα να μη τον δούμε σαν καρικατούρα, μπορεί κανείς να θαυμάσει μια ταινία που αφενός βασίζεται σε ένα εμπνευσμένο σενάριο και αφετέρου μας δείχνει ένα Μαϊάμι όπως λίγες ταινίες το έχουν δείξει πριν ή μετά από αυτή, με τις ομορφιές και τα σκοτεινά του σημεία.
Δείτε το trailer της ταινίας στο YouTube: