Η δεκαετία του ’70 ήρθε δυναμικά σε παγκόσμιο επίπεδο, ώστε να δώσει μια άλλη διάσταση στο σινεμά που γνωρίζαμε έως τώρα. Κάτι που αποπειράθηκε να κάνει και ο ίδιος ο Καναδός σκηνοθέτης, Ted Kotcheff, με το «Wake in Fright» (του 1971). Μια ταινία όμοια με καμία από εκείνες που είχε κάνει έως τότε, δεν ξαναέκανε και τυχόν δεν θα ξαναέκανε κανείς. Έναν τρομακτικό παραλληλισμό με την αποικιοκρατία, που κατακρεούργησε την άγρια ομορφιά της φύσης και τους ντόπιους κατοίκους της.
Το σοκαριστικό θρίλερ μετά από χρόνια απουσία από την κοινή θέα, σώθηκε από τον μοντέρ Anthony Buckley και επανεπεξεργάστηκε κατά την πρώτη δεκαετία του 2000 ούτως ώστε να υπάρχει σήμερα στα χέρια μας. Το «Wake in Fright» βασίστηκε στο ομότιτλο Αυστραλιανό μυθιστόρημα του Kenneth Cook και αποτελεί χωρίς υπερβολές ένα από τα πιο γνήσια θρίλερ όλων των εποχών, υποψήφιο επίσης για Χρυσό Φοίνικα καλύτερης ταινίας πλάι στο «Walkabout» του Nicolas Roeg, μια ακόμη Αυστραλιανή παραγωγή, την ίδια χρονιά.
Στο «Wake in Fright», ο John διδάσκει σε ένα μικρό σχολείο στην πόλη της Tiboonda, αναγκασμένος να μεταφέρεται κυριολεκτικά από την μία άκρη της γης στην άλλη σύμφωνα με τις εκάστοτε εντολές των αφεντικών του. Άλλωστε αυτή την σύμβαση είχε υπογράψει εξ’ αρχής προκειμένου να ακολουθήσει την διδασκαλία, που πλέον τόσο φαίνεται να μισεί. Για τις διακοπές των Χριστουγέννων, αποφασίζει να κάνει ένα διάλειμμα ανανέωσης και να θυμηθεί τον προηγούμενο εαυτό του, τον οποίο άφησε κάπου στο Sydney μαζί με το κορίτσι του, που έχει ήδη αρχίσει να του λείπει αισθητά.
Πριν όμως ανακτήσει την ταυτότητά του και αποβάλλει για λίγο την ασφυκτική μοναξιά της ερημιάς από την καθημερινότητά του, οδεύοντας προς το Sydney θα κάνει μια ενδιάμεση στάση στην πόλη “Yabba”. Ωστόσο εκεί, ο χρόνος μοιάζει να έχει σταματήσει. Μπορεί κανείς να μυρίσει από μακριά την ιδρωτίλα και την σαπίλα από τα αποφάγια και τα αμέτρητα κουτάκια μπύρας της προηγούμενης ημέρας.
Κατά το πρώτο του βράδυ στην ιδιόρρυθμη πόλη, ο πρωταγωνιστής του «Wake in Fright» εμπλέκεται σε ένα κυριολεκτικό “ξεβράκωμα”, ξεκινώντας με μια απλή στάση για μια δροσιστική μπύρα πριν τον ύπνο στο τοπικό μπαρ. Το πρώτο προειδοποιητικό μήνυμα που παραβλέπει ευθαρσώς, είναι η ταμπέλα που γράφει ολοκάθαρα την λέξη: «Κλειστό!». Παρ’ όλα αυτά, δεν θα είναι η πρώτη φορά που η περιέργειά του θα τον φέρει σε μπελάδες. Αμέσως ανακαλύπτει πως εδώ στην “Yabba” όταν κλείνει η pub, ξεκινά το πραγματικό πάρτι.
Περιπλανώμενος για λίγη ώρα στο μαγαζί, νιώθει ολοένα και περισσότερο “σαν την μύγα μες στο γάλα”, συστήνοντας διαρκώς τον εαυτό του ως απλό περαστικό, δείχνοντας μάλιστα υπερόπτης και με το πέρας της ταινίας ενοχλημένος όποτε τον ρωτούν εάν είναι νέος κάτοικος της “Yabba”. Παρ’ ότι ο κύκλος μοιάζει αρκετά στενός για “νέους”, όλοι φαίνονται συνεπαρμένοι από την γοητεία του ξένου. Όλοι επιθυμούν να τον κεράσουν μια μπύρα. Και μια δεύτερη και μια τρίτη…
Η νύχτα είναι μεγάλη στην “Yabba”. Ο “ξένος” τρώει, πίνει, κουβεντιάζει με τους ντόπιους, συμμετέχει στα παιχνίδια τους και πέρα από το ενδιαφέρον τους καταφέρνει να κερδίσει και στους μίζερους αγώνες τους, φεύγοντας αρχικά με αρκετά χρήματα στην τσέπη του για να αποχωρήσει αξιοπρεπώς. Όμως δεν είναι αρκετό. Εφόσον υπήρξε τόσο τυχερός έως τώρα, εάν διπλασίαζε τα κέρδη του θα ήταν ικανός να απελευθερωθεί από τα δεσμά της σιχαμένης του δουλειάς. Επιστρέφοντας στο «πεδίο μάχης» για περισσότερα, βρίσκεται εσώκλειστος σε μια άλλου είδους φυλακή, εξαρτώμενος πια από τους κατοίκους της “Yabba” για τροφή και διαμονή… ίσως και για καμιά μπύρα επιπλέον.
Με ένα δολάριο στην τσέπη, αναγκαστικά πια εξερευνά τα άδυτα της “φυλακής” του, ενώ στο μεταξύ συνεχίζεται η άβολη τελετή μύησής του. Μέχρι τώρα στην ζωή του διαρκώς τον πετούν σαν μπαλάκι του πινγκ-πονγκ από μέρος σε μέρος και προσπαθεί με νύχια και με δόντια να πιαστεί από κάπου, να αισθανθεί ότι ανήκει κάπου. Αφήνεται στην υποτιθέμενη καλοσύνη των γύρω του και στέκεται μουδιασμένος όσο τον χαλιναγωγούν να ακολουθήσει τα χνάρια τους. Αλλά δεν είναι τίποτα παρά μια «στάση», μια προσωρινή περίοδος κατά την οποία δεν θα χρειαστεί να δώσει λογαριασμό για τις πράξεις του. Έτσι κι αλλιώς, όπως έχει πει επανειλημμένως, δεν είναι καινούργιος στην πόλη. Είναι απλώς περαστικός. Δεν θέλει να βρίσκεται εκεί.
Σταδιακά ανακαλύπτει πως η κόλαση δεν τοποθετείται τελικά εκεί όπου νόμιζε και πως από άνθρωπος μπορεί αβίαστα να μετατραπεί σε κτήνος. Κάτι που ίσως να μην γνώριζε για τον εαυτό του μέχρι πρότινος. Τώρα βλέπει για πρώτη φορά το αληθινό πρόσωπο της απομόνωσης, την απόλυτη εξαθλίωση. Η μυρωδιά της ξηρασίας, του αλκοόλ και του αίματος έχει μπει βαθιά μέσα στα ρουθούνια του και μοιάζει ακατόρθωτο να φύγει από πάνω του.
Σχεδόν αρχίζει να ζέχνει και ο ίδιος. Καθημερινά ξυπνά υπό το ενοχλητικό βούισμα των εντόμων που έχουν έρθει να καταβροχθίσουν τα αποφάγια ενώ το εκτυφλωτικό φως του ηλίου, καίει τα εγκλήματα της προηγούμενης νύχτας. Δεν είναι καν λυτρωτικό. Δεν υπάρχει ούτε νερό για να καθαρίσει τις χθεσινές κραιπάλες. Μόνο μπύρα. Άφθονη μπύρα.
Ο “ξένος” της πόλης, που με καμάρι πρώτα απείχε από την σκληρότητα της επαρχίας, γίνεται πιο περίεργος και από τους ντόπιους. Άνθρωποι σκληροί, βίαιοι απέναντι στα πάντα. Καταστρέφουν την γη τους, το σπίτι τους, τον διπλανό τους και τελικά αργά και βασανιστικά τους ίδιους τους τους εαυτούς. Αποβράσματα που νιώθουν ότι δεν θα λυτρωθούν αν δεν προκαλέσουν κρότο με την αξιολύπητη παρουσία τους. Έχουν χτίσει από επιλογή έναν κόσμο ο οποίος θέτει περιοριστικά όρια στα όνειρα και τις φιλοδοξίες τους και καταλυτικό λόγο για μια “παύση” από την ίδια την ζωή. Φθονούν την γαλήνη της φύσης που έχει απομείνει στον τόπο τους και στοχεύουν στο να την αφανίσουν.
Ο Καναδός σκηνοθέτης του «Wake in Fright», με ανατριχιαστικό ρεαλισμό, απεικονίζει την αηδιαστική πραγματικότητα της επαρχίας και του αντίκτυπου της ανθρώπινης οργής απέναντι στην φύση κατά την αδυναμία της να συνυπάρξει ειρηνικά μαζί της δίχως να αφήσει το αιματοβαμμένο στίγμα της. Με απόλυτη ελευθερία στον τρόπο που αφηγείται την ιστορία του και αξιοζήλευτη ευχέρεια να την ενσωματώνει στο είδος της, ασχολείται διεξοδικά με την έννοια της ελευθερίας σε ένα ευρύτερο φάσμα αλλά και της φυλακής αντίστοιχα.
Πού αρχίζει και πού τελειώνει η καθεμία; Έτσι ελεύθερα μας εισάγει στην διαδρομή του πρωταγωνιστή, αφήνοντάς μας να υπνωτιστούμε, να ανατριχιάσουμε και ίσως και να γυρίσουμε το βλέμμα μας εκεί που θα το έκανε και ο ίδιος ο σκηνοθέτης. Πράγμα που επιβεβαιώνει και η λεζάντα λίγο πριν τους τίτλους τέλους για το ότι το σοκαριστικό κυνήγι των καγκουρό ήταν πέρα για πέρα αληθινό από χέρια… “ειδικών”.
Δείτε το trailer της ταινίας εδώ: