Το μπεζεστένι είναι ένας θεσμός που αφορούσε στο εμπόριο κατά την οθωμανική περίοδο. Ήκμασε τόσο στον ελλαδικό χώρο όσο και στις τέως ελληνικές πατρίδες μας, την Κωνσταντινούπολη και τη Σμύρνη. Η βιβλιογραφία δεν είναι αρκετή για τα στοιχεία που αφορούν αυτά τα εμπορικά οικοδομήματα. Σε ορισμένες περιπτώσεις είναι ακατόρθωτο να βρεθεί η ημερομηνία ανέγερσης του οικοδομήματος, ενώ ποτέ δεν κατονομάζεται ο μηχανικός, παρά μόνον ο σουλτάνος στη διάρκεια της ηγεμονίας του οποίου πραγματοποιήθηκε το έργο.
Στην Ελλάδα δεν έχουν σωθεί πολλά δείγματα αρχιτεκτονικής που να αφορούν αυτό το είδος κτηρίων. Τα μόνα που διασώθηκαν είναι αυτά της Λάρισας, της Θεσσαλονίκης και των Σερρών. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπήρχαν άλλα μπεζεστένια στην ελληνική επικράτεια, απλώς δεν συντηρήθηκαν και με το πέρασμα των αιώνων χάθηκαν.
Bezzazistan, bezistan ή bedesten;
Η απαρχή της χρήσης της λέξης bezzazistan (αγορά υφασμάτων) στα τούρκικα τοποθετείται στη Σελτζουκική περίοδο. Σύμφωνα με τα λεξικά, η λέξη προέρχεται από τη λέξη bez, η οποία χρησιμοποιείται ακόμη και σήμερα και υποδηλώνει το βαμβακερό ή λινό ύφασμα. Bezzaz σημαίνει υφασματοπώλης. Η λέξη αυτή υπήρχε στην περσική γλώσσα πολύ πριν τη συναντήσουμε στην τουρκική. Με την προσθήκη της περσικής κατάληξης –istan (χώρος συναλλαγών) σχηματίστηκαν οι λέξεις bezistan και bezzazistan που εν τέλει σημαίνουν «αγορά υφασμάτων».
Οι λέξεις bezzazistan και bedesten χρησιμοποιήθηκαν εξίσου στην καθομιλουμένη, τη γραπτή, αλλά και στην επίσημη αλληλογραφία εκτενέστατα κατά τη διάρκεια της Οθωμανικής περιόδου.
Γενικά ιστορικά στοιχεία
Οι πρώτες εμπορικές δραστηριότητες των Τούρκων ξεκίνησαν στην Κεντρική Ασία. Συνεπώς και τα πρώτα τουρκικά παζάρια δημιουργήθηκαν εκεί. Οι πολιτικές και πολιτιστικές σχέσεις των Τούρκων με διάφορους πολιτισμούς άνθισαν μετά την ίδρυση του Σελτζουκικού Κράτους. Τότε τούρκικα εδάφη εξαπλώθηκαν και περιέλαβαν στους κόλπους τους τις περιοχές που σήμερα ονομάζονται Ιράκ, Ιράν, Συρία και Ανατολία. Έτσι, μια σημαντική περιοχή που συνέδεε το εμπόριο της Μεσογείου με αυτό της Άπω Ανατολής τέθηκε υπό την κυριαρχία των Τούρκων ηγεμόνων. Ως κυρίαρχοι πλέον της περιοχής αυτής, οι Σελτζούκοι ήρθαν σε επαφή με τους ημεδαπείς πολιτισμούς των χωρών αυτών.
Πριν την άφιξη των Τούρκων, τα μαγαζιά που υπήρχαν στην Ανατολία, ήταν χτισμένα από εύθραυστα υλικά, όπως το ξύλο. Από το ίδιο υλικό κατασκευάστηκαν και τα καταστήματα των Τούρκων της ίδιας περιόδου. Καθώς οι πόλεις της Ανατολίας σταδιακά οικειοποιήθηκαν τον τουρκικό χαρακτήρα σε όλα τα επίπεδά τους, από τους κατοίκους μέχρι τις κατασκευές, τα εμπορικά κτίρια άρχισαν να αποκτούν κι αυτά τούρκικα χαρακτηριστικά. Το τυπικό τούρκικο κτήριο ήταν το μπεζεστένι.
Τα μπεζεστένια έκαναν την εμφάνισή τους σταδιακά προς το τέλος της Σελτζουκικής περιόδου. Ήκμασαν και αυξήθηκαν αριθμητικά κατά τη διάρκεια της Οθωμανικής περιόδου, έχοντας πλέον συγκεκριμένα χαρακτηριστικά προκειμένου να ικανοποιήσουν τις κοινωνικο- οικονομικές ανάγκες.
Τα υλικά κατασκευής των μπεζεστενιών ήταν πιο σκληρά από αυτά των καταστημάτων της πρώτης περιόδου. Χτίζονται πλέον από υλικά όπως η πέτρα. Τα περισσότερα μπεζεστένια του 15ου αιώνα έχουν εσωτερικά κελιά ή μαγαζιά και ο διάδρομος που περνούσε από μπροστά τους ήταν καλυμμένος. Δεν είναι, λοιπόν απιθανό να είχαν ως πρότυπο τις παλιές βυζαντινές αγορές που λέγονταν «έμβολοι».
Το ύφασμα είναι γνωστό πως έχει αποτελέσει ένα πολύτιμο αντικείμενο του εμπορίου. Είχε ιδιαίτερη αξία ειδικά κατά τη διάρκεια των Μεσαιωνικών Χρόνων. Το μέρος με τις περισσότερες οικονομικές συναλλαγές στα παζάρια των πόλεων του Μεσαίωνα ήταν η περιοχή όπου διατηρούσαν καταστήματα οι υφασματέμποροι. Αυτό το τμήμα της αγοράς ήταν το πιο ζωντανό και το πιο ενδιαφέρον, επειδή η δημιουργία και εμπορία υφασμάτων ήταν δραστηριότητες που έλκυαν περισσότερους πελάτες συγκριτικά με τα άλλα είδη εμπορίου. Ως εκ τούτου η αγορά υφασμάτων απέκτησαν μεγαλύτερη σημαντικότητα μεταξύ άλλων δομημένων κτιρίων στην εμπορική περιοχή της πόλης.
Όταν οι Σελτζούκοι επέκτειναν την ηγεμονία τους στα εδάφη μεταξύ Τουρκεστάν και Δυτικής Ανατολίας, το σημαντικότερο μέρος του εμπορίου της Μέσης Ανατολής πέρασε στα χέρια τους. Το ύφασμα αποτελούσε ένα σημαντικό εμπορεύσιμο προϊόν μεταξύ των άλλων προϊόντων και έτσι στις πιο σημαντικές Σελτζουκικές πόλεις και στις γειτονικές Αιγυπτιακές, οι αγορές υφασμάτων ήταν οι πρώτες που αναπτύχθηκαν.
Η διαφοροποίηση των μπεζεστενιών ως ειδικά κτήρια ανάγεται στο τέλος του 13ου αιώνα. Η απόκτηση επιπλέον λειτουργιών- εκτός του να είναι μια συστοιχία καταστημάτων- τα ώθησε να γίνουν τα εμπορικά κέντρα των πόλεων κατά την Οθωμανική περίοδο. Η ιδιαίτερη αυτή ανάπτυξη και η στενή σχέση μεταξύ μπεζεστενιού και πόλης έγινε πιο καταφανής κατά τη διάρκεια του 15ου και του 16ου αιώνα. Αν και η ίδρυση νέων μπεζεστενιών συνέχισε και τον 17ο και 18ο αιώνα, ο αριθμός τους ήταν μειωμένος και δεν προσέφερε λύσεις στα προβλήματα που προέκυπταν με τον επανασχεδιασμό και την μεταβολή των εμπορικών περιοχών των πόλεων.
Παρ’όλα αυτά όλες οι μεγάλες οθωμανικές πόλεις είχαν το μπεζεστένι τους. Ο αριθμός και το μέγεθός τους ποικίλλε ανάλογα με τον πληθυσμό και την εμπορική σημασία της πόλης. Στην Ελλάδα οι Τούρκοι άρχισαν να καταφθάνουν από τα μέσα του 14ου αιώνα. Σε όλη τη διάρκεια της τουρκοκρατίας ιδρύθηκαν και εδώ μπεζεστένια, από τα οποία σήμερα σώζονται αυτό της Θεσσαλονίκης, των Σερρών και της Λάρισας.
Τυπολογία
Αν θέλουμε, λοιπόν, να δώσουμε μια γενική περιγραφική τυπολογία των μπεζεστενιών, θα λέγαμε ότι πρόκειται για σκεπαστές και μάλιστα θολοσκέπαστες, περιφραγμένες αγορές. Ήταν μεγάλα κτήρια, από κάθε άποψη αξιόλογα, με καθορισμένο σχεδόν τύπο, σχέδιο και ρυθμό, με εσωτερικούς διαδρόμους για τους πεζούς. Περιελάμβαναν μικρά και μεγάλα καταστήματα και έκλειναν με εξωτερικές πόρτες οι οποίες τη νύχτα κλείδωναν και υπήρχαν ειδικοί φύλακες που επαγρηπνούσαν.
Το μπεζεστένι της Θεσσαλονίκης
Ο πρώτος ηγεμόνας που έφερε σε πέρας σοβαρά κατασκευαστικά έργα στη Θεσσαλονίκη ήταν ο Σουλτάνος Μουράτ Β’. Προς αυτή την κατεύθυνση κινήθηκε και ο Σουλτάνος Μεχμέτ Β’. Οι κατασκευαστικές εργασίες συνέχισαν στην πόλη αυτή μέχρι το τέλος της τουρκικής κυριαρχίας.
Η πόλη της Θεσσαλονίκης ήταν ένα ενεργό κέντρο εμπορίου μεταξύ των Οθωμανικών πόλεων και των Βαλκανικών. Απέκτησε υπεροχή ως κέντρο εμπορίου αρχικά κατά τη διάρκεια της ηγεμονίας του Σουλτάνου Μεχμέτ Β’, στον οποίο οφείλεται η κατασκευή του μπεζεστενιού στα μέσα του 15ου αιώνα και συνέχισε να ανθίζει στα επόμενα χρόνια.
Στη διάρκεια του 15ου αιώνα φιλοξενούσε περίπου 100 καταστήματα, στα οποία γίνονταν αγοραπωλησίες, αλλά και καθοριζόταν η αξία των χρημάτων, φυλάσσονταν έγγραφα και ελεγχόταν η ποιότητα των εμπορευμάτων. Το 1917, οπότε και κάηκε από τη μεγάλη πυρκαγιά που έπληξε τη Θεσσαλονίκη, αριθμούσε 113 καταστήματα, ενώ σήμερα λειτουργούν περίπου 50 επιχειρήσεις.
Στην κάτοψη, το κτήριο του μπεζεστενιού είναι σύνθετο. Αποτελείται από έναν ορθογώνιο πυρήνα και τη σειρά των καταστημάτων που προσαρτώνται στους εξωτερικούς τοίχους. Η διάταξη των καταστημάτων σε μορφή στοάς διακόπτεται στο μέσον κάθε πλευράς, όπου σχηματίζονται οι είσοδοι προς το εσωτερικό. Ο εσωτερικός χώρος διαιρείται με δύο ογκώδεις τετράγωνους πεσσούς σε έξι τετράγωνα τα οποία καλύπτονται με ισάριθμους ημισφαιρικούς θόλους, οι οποίοι ενισχύονται με οκταγωνικά τύμπανα. Το κάθε ζεύγος τόξων που αναφύεται από τον κάθε πεσσό δεν ενώνεται αλλά γεφυρώνεται με στενή ημικυλινδρική καμάρα. Οι ευθύγραμμες επιφάνειες των όψεων, οι οποίες κτίζονται όπως και της Λάρισας κατά το πλινθοπερίκλειστο σύστημα του Βυζαντίου, επιστέφονται περιμετρικά με γείσα οδοντωτά. Η επιστέγαση του κτηρίου γίνεται με μόλυβδο και κατ’αυτόν τον τρόπο εξασφαλίζεται η καλύτερη δυνατή μόνωση και επιπλέον προσέδιδε την πολυτέλεια που απαιτούσε η λειτουργία του, μέσω του φωτός που εισέρρε από τους φεγγίτες.
Συντηρήσεις έχουν γίνει στο οικοδόμημα κυρίως στη στέγη και αρκετά περιορισμένες. Το 1927 ολοκληρώθηκε μια σειρά από δραστικότερες επεμβάσεις, απαραίτητες για την επαναλειτουργία του κτηρίου. Το 1978 υπέστη βλάβες από τον σεισμό. Κατά τα έτη 1982-1985 και 1993-1994 πραγματοποιήθηκαν οι εργασίες συντήρησης και προστασίας του μνημείου ώστε να διατηρηθεί η υφιστάμενη κατάστασή του.
Σήμερα το κτήριο φιλοξενεί παραπλήσια λειτουργία προς την αρχική του. Συνεχίζουν να πωλούνται υφάσματα και συγχρόνως έχει τοποθετηθεί μεταλλικός διάδρομος, ο οποίος επιτρέπει στον εκάστοτε ενδιαφερόμενο να παρατηρήσει τις λεπτομέρειες του κτηρίου. Παράλληλα αποτελεί ένα εξαιρετικό περιβάλλον, το οποίο φιλοξενεί διάφορες καλλιτεχνικές εκθέσεις κατά τη διάρκεια του έτους.
Το Μπεζεστένι της Λάρισας
Στην Ελλάδα, στον χώρο της Θεσσαλίας και συγκεκριμένα στη Λάρισα, σώζονται μέχρι τις μέρες μας, στον λόφο «Φρούριο», οι περιμετρικοί τοίχοι του ορθογωνίου κτίσματος, που χαρακτηρίζεται ως μπεζεστένι. Αυτό χρονολογείται κατά τα τέλη του 15ου αιώνα. Για πρώτη φορά αναφέρεται στην οθωμανική απογραφή του 1506 μεταξύ των οικοδομημάτων του Ομέρ Μπέη, υιού του κατακτητή της Θεσσαλίας.
Πρόκειται για ένα ορθογώνιο κτίσμα, με διαστάσεις 30Χ20 μέτρα. Η δόμησή του είναι η χαρακτηριστική πλινθοπερίκλειστη των βυζαντινών χρόνων. Το υπόλοιπο τμήμα είναι κατασκευασμένο από αργούς λίθους, όπου έχουν ενσωματωθεί τμηματικά, μέλη αρχαίου ναού ή της παρακείμενης παλαιοχριστιανικής βυζαντινής εκκλησίας. Θολωτή στέγη έφερε η ανωδομή του, η οποία αποτελείτο από 6 οκταγωνικούς τρούλους με επικάλυψη από μολύβδο. Στο κτίσμα υπήρχαν τρεις μεγάλες πύλες που κατέληγαν σε οξυκόρυφο τόξο, στην ανατολική, δυτική και νότια πλευρά του, εκ των οποίων οι δύο είναι φραγμένες. Στο κέντρο της βόρειας πλευράς του υπάρχει ένας μικρός κλειστός ορθογώνιος χώρος, ο οποίος δεν επικοινωνεί με τον εσωτερικό, αλλά έχει μια είσοδο από την εξωτερική πλευρά. Από τα στοιχεία που λαμβάνουμε από την κάτοψη μπορούμε να υποθέσουμε ότι περιεβάλλετο περιμετρικά από μια ανοιχτή στοά, η οποία διακοπτόταν στα τρία σημεία των εισόδων και κατ’αυτόν τον τρόπο δημιουργούνταν τρία μνημειώδη πρόπυλα.
Κατά τον 19ο αιώνα το κτίσμα αυτό έπαψε να λειτουργεί ως αγορά και σήμερα πλέον, ο περιβάλλων χώρος του οικοδομήματος βρίσκεται περίπου δύο μέτρα πιο χαμηλά από το κατώφλι της ανατολικής και της νότιας εισόδου. Προκειμένου να καταστεί προσπελάσιμο κατασκευάστηκε το 1970 μια μικρή κλίμακα.
Το Μπεζεστένι αυτό υπήρξε σημαντικός οικονομικός και εμπορικός παράγοντας της περιοχής για τρεις περίπου αιώνες. Αποτελούσε το ζωτικότερο τμήμα της αγοράς και των πολυάριθμων συντεχνιών της, καθώς γύρω από αυτό οργανώθηκε το εμπορικό τμήμα της πόλης, με το τσαρσί και το παζάρι.
Το Μπεζεστένι των Σερρών
Ένα από τα λίγα οθωμανικά μνημεία που μέχρι πρόσφατα διατηρούσαν τις λειτουργίες τους στην Ευρώπη είναι το Μπεζεστένι των Σερρών. Τα τούρκικα κατασκευαστικά έργα άρχιζαν να εμφανίζονται στις Σέρρες λίγο μετά από την κατάκτησή τους από τους Τούρκους. Το Μπεζεστένι αυτό ήταν έξω και στα νοτιοδυτικά της παλιάς οχυρωμένης πόλης, ενώ σήμερα καταλαμβάνει το δυτικό άκρο της πλατείας Ελευθερίας. Γύρω από αυτό έχουν συγκεντρωθεί τα άλλα μαγαζιά της αγοράς κατά ομάδες ανάλογα με το είδος τους. Οι Σέρρες γνώρισαν μεγάλη ανάπτυξη ιδιαίτερα κατά τον 17ο αιώνα, όπου φαίνεται πως διέθεταν άλλα 8 θολωτά μπεζεστένια.
Η οικοδόμησή του ανάγεται στο τέλος του 15ου αιώνα (1494) από τον Ιμπραήμ Πασά, ενώ μάλλον πρόκειται για Έλληνα αρχιτέκτονα αυτός στον οποίο ανατέθηκε αυτή η ανέγερση. Σε ένα σχετικό έγγραφο μετά την ολοκλήρωσή του αναφέρεται ότι τα έσοδα από τα καταστήματα που φιλοξενούνται σε αυτό ήταν 3420 ακτσέδες και 6708 ακτσέδες από τα μαγαζιά εξωτερικά του μπεζεστενιού.
Αρχιτεκτονικά, ανήκει στον τύπο των απλών μπεζεστενιών χωρίς εξωτερικά μαγαζιά. Πρόκειται για ένα μεγάλο, με διαστάσεις 21Χ31 μέτρα, και συμπαγές κτήριο. Καλύπτεται από 6 θόλους διατεταγμένους σε δύο σειρές. Αυτοί στηρίζονται μέσω 7 τεθλασμένων διπλών τόξων στους περιμετρικούς τοίχους και στους 2 κεντρικούς πεσσούς, διαστάσεων 3,17Χ3,18 μέτρα. Στο μέσον κάθε πλευράς του ορθογωνίου σχηματίζεται από μια είσοδος, η οποία ασφαλίζεται με δίφυλλη σιδερένια θύρα. Ο εσωτερικά ενιαίος χώρος παλαιότερα φωτιζόταν από μικρές φωτιστικές οπές που ανοίγονταν γύρω από το κλειδί κάθε τρούλλου καθώς και από δύο σειρές παραθύρων που ανοίγονταν στους περιμετρικούς τοίχους.
Η χάραξη των 32, σήμερα κλειστών, παραθύρων της κάτω σειράς είναι μοναδική και ιδιότυπη. Είχαν τεθλασμένες παρειές έτσι ώστε να εμποδίζεται η οπτική επικοινωνία με τον εξωτερικό χώρο και ο άμεσος φυσικός φωτισμός των εμπορευμάτων. Σήμερα τα μοναδικά ανοίγματα που φωτίζουν το εσωτερικό είναι η ανώτερη σειρά των 26 παραθύρων. Ως το ύψος των τόξων και των θόλων είναι κατασκευασμένο από λίθους σε εναλλαγή με σειρές οριζόντιων και κατακόρυφων πλίνθων, με κανονική διάταξη στο επάνω τμήμα και με χαλαρή διάταξη στα κατώτερα. Τα τόξα και οι θόλοι είναι αποκλειστικά κατασκευασμένα από πλίνθους. Παρατηρείται μια μείωση του πάχους των τείχων προς τα επάνω, από 1,40 σε 0,90 μέτρα. Οι 6 τρούλοι διαμορφώνονται εξωτερικά με χαμηλά τύμπανα οκταγωνικού σχήματος.
Ιδιαιτέρως επιμελημένη είναι η εσωτερική όψη της τοιχοποιίας και η διακόσμηση του εσωτερικού. Επίσης, στο εσωτερικό υπήρχε παράλληλα με τους τοίχους και γύρω από τους δύο πεσσούς χαμηλό ξύλινο πάτωμα όπου γινόταν η έκθεση των εμπορευμάτων.
Στον περιβάλλοντα χώρο του μπεζεστενιού έγιναν σημαντικές καταστροφές κι επεμβάσεις. Καταστράφηκαν αρκετά μέρη του στις πυρκαγιές του 1630, 1638, 1714 και 1849. Μέχρι το 1913 το μπεζεστένι περιβαλλόταν από μια ζώνη μικρών καταστημάτων σε απόσταση ενός στενού δρόμου από αυτό. Όλα αυτά όμως απομακρύνθηκαν σύμφωνα με το ρυμοτομικό σχέδιο του 1920 κι έτσι το κτίριο έμεινε περίοπτο και απομονωμένο.
Το μπεζεστένι χρησιμοποιήθηκε έως και τους πρώτους μεταπολεμικούς χρόνους ως αγορά, αλλά εγκαταλήφθηκε. Η αγορά μετακινήθηκε στους γύρω από το μπεζεστένι δρόμους, με αποτέλεσμα το ίδιο το μπεζεστένι να μετατραπεί σε αποθήκη αρχαιολογικού υλικού. Από το 1970 μέχρι και σήμερα στεγάζει το Αρχαιολογικό Μουσείο.
Πηγές άρθρου
Αστρεινίδου-Κωτσάκη, Π. (1996). Οικονομική λειτουργία των μπεζεστενίων στην αγορά της οθωμανικής περιόδου. Μακεδονικά, 30(1), 153-187. Doi: https://doi.org/10.12681/makedonika.244 (τελευταία πρόσβαση 10/03/2020)
Μικρασιατικά Χρονικά. Σύγγραμμα Περιοδικόν Εκδιδόμενον υπό του τμήματος Μικρασιατικών Μελετών της Ένωσις Σμυρναίων. Τόμος ένατος.
Η Οθωμανική Αρχιτεκτονική στην Ελλάδα (2009). επιμέλεια Έρση Μπρούσκαρη έκδοση Υπουργείου Πολιτισμού.
Cezar M. (1984). Typical Commercial Buildings of the Ottoma Classical Period and the Ottoman Construction System. Cultural Publications.