Όλο το βράδυ δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Αν και ένιωθε το σώμα της βαρύ και τα μάτια της φώναζαν πως δεν άντεχαν άλλο ανοιχτά, πως ήθελαν να ξεκουραστούν, το μυαλό της δεν την άφηνε να ησυχάσει. Οι σκέψεις χόρευαν σαν τρελές στο μυαλό της σε ξέφρενο ρυθμό. Η εικόνα του Μάκη να πέφτει από την γέφυρα και στην συνέχεια να κείτεται νεκρός στο έδαφος με το αίμα να έχει ποτίσει την κρύα άσφαλτο, της ερχόταν συνέχεια στο μυαλό.
Της έλειπε πολύ η παρουσία του. Της έλειπε η αγκαλιά του. Για μια στιγμή κοιτώντας το ρολόι πήγε να ετοιμαστεί και να πάει να τον συναντήσει, αλλά μόλις κατάλαβε πως όλα είχαν αλλάξει τα μάτια της γέμισαν πάλι δάκρυα. Μια βαριά αίσθηση απώλειας την σκέπαζε σαν κουβέρτα, την είχε τυλίξει και δεν την άφηνε να πάρει ανάσα. Το σπίτι την έπνιγε, δεν άντεχε άλλο εκεί μέσα ξαπλωμένη στον καναπέ να κοιτάει το ταβάνι.
Σηκώθηκε, έριξε κάτι πάνω της και βγήκε έξω για μια ακόμα βόλτα. Η πλατεία δίπλα από το σπίτι της είχε γεμίσει πάλι με παιδικές φωνές που έτρεχαν και έπαιζαν με τους γονείς από πίσω να τα προσέχουν μην χτυπήσουν. Φαντάστηκε τον εαυτό της με την Δανάη και απελπίστηκε.
Δεν ήξερε πώς να μεγαλώσει ένα παιδί και τι ανάγκες έχει. Θα την συμπαθούσε; Θα την αγαπούσε; Και ύστερα πως θα της έλεγε για τον χαμό του νονού της; Ένα σωρό ερωτήσεις στροβιλίζονταν στο μυαλό της και απάντηση καμία.
Περπατώντας με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος συνειδητοποίησε πως είχε φτάσει στη γέφυρα, στο σημείο των συναντήσεων με τον Μάκη. Τα πόδια της τα ένιωθε όλο και πιο βαριά και ένα τρέμουλο διαπέρασε το κορμί της. Σκέφτηκε να γυρίσει πίσω, αλλά κάτι μέσα της της έλεγε να συνεχίσει. Μάζεψε όλες της δυνάμεις της και έφτασε στην μέση της γέφυρας. Κάθισε κάτω στην άσφαλτο στο ίδιο σημείο που κάθονταν πάντα με τον Μάκη.
Δεν άντεχε να κοιτάει κάτω το δρόμο και για αυτό κοιτούσε ψηλά τον ουρανό ψάχνοντας για ένα σημάδι του. «Γιατί ρε Μάκη; Γιατί;» είπε και τα μάτια της πάλι συννέφιασαν. Ξαφνικά είδε ένα αστέρι να πέφτει από τον ουρανό και να χάνεται πίσω από το σπίτι του Μάκη. Η καρδία της πλημύρισε με ελπίδα. «Ίσως να είναι κάποιο σημάδι από τον ίδιο» σκέφτηκε και αμέσως στο μυαλό της ήρθε το γράμμα που διάβασε χθες και την παρακαλούσε στο τέλος να πάει στο σπίτι του να βρει ένα ακόμα γράμμα που της είχε αφήσει. Αν και είχε φύγει ο Μάκης για το μεγάλο ταξίδι είχε φροντίσει να κάνει για λίγο ακόμα αισθητή την παρουσία του, με το γράμμα αυτό θα τον ένιωθε έστω και για λίγο κοντά της.
Σηκώθηκε γρήγορα από κάτω και έτρεξε προς το σπίτι του. Μόλις έφτασε σήκωσε το χαλάκι της εξώπορτας και είδε το κλειδί του σπιτιού. Άνοιξε την πόρτα της εισόδου και ανέβηκε αμέσως τα σκαλιά για το διαμέρισμά του. Η πόρτα είχε το κλειδί κρεμασμένο απ’ έξω σαν να την περίμενε. Την ξεκλείδωσε και μπήκε στο σαλόνι ψάχνοντας στα τυφλά για τον διακόπτη που άνοιγε το φως.
Μόλις το άναψε έτρεξε γρήγορα στο δωμάτιό του για να ψάξει για το γράμμα. Ο φάκελος ήταν πάνω στο γραφείο, όπως της είχε πει, και η Λένα τον πήρε στα χέρια της και κάθισε στο κρεβάτι, γιατί ένιωθε τα πόδια της να λυγίζουν.
Στο χαρτί η Λένα πρόσεξε πως τα γράμματά του ήταν βιαστικά, σαν να ήθελε να το τελειώσει πριν χαθεί ο χρόνος του. Της ζητούσε για μια ακόμα φορά συγγνώμη για την απόφασή του και την παρακαλούσε να γίνει ο κηδεμόνας της μικρής Δανάης που ήταν στο ίδρυμα «Ήλιος Φωτεινός», το οποίο φρόντιζε παιδιά που ήταν ορφανά.
Της εξασφάλιζε μια θέση εργασίας στο εργοστάσιο «Κέντημα» με έναν πολύ μεγάλο μισθό που θα κάλυπτε τις ανάγκες τις δικές της, αλλά και του παιδιού. Στα συρτάρια του κομοδίνου της είχε αφήσει 2 βιβλιάρια καταθέσεων με τεράστια ποσά, για να τα διαχειριστεί όπως η ίδια νόμιζε και ένα τρίτο που ήταν για την Δανάη μέχρι να ενηλικιωθεί και να μπορεί να ξεκινήσει την ζωή της. Της έλεγε πως δε χρειαζόταν να φοβάται για τίποτα, καθώς σε λίγες μέρες θα επικοινωνούσε μαζί της και ο δικηγόρος του για να γίνουν όλα νόμιμα εφόσον το ήθελε και η ίδια.
«Είσαι πολύ δυνατή Λένα, μην το ξεχνάς ποτέ αυτό και αν καμιά φορά νιώσεις μόνη και αδύναμη κοίτα ψηλά στον ουρανό και θα με βρεις εκεί να σε κοιτώ. Θα είμαστε όλοι μαζί δίπλα σου Λένα για να σας προσέχουμε», έκλεινε το γράμμα του ο Μάκης, και η Λένα κουλουριάστηκε σαν έμβρυο στο κρεβάτι κρατώντας σφιχτά του γράμμα του στην καρδιά της που πονούσε.
Το σπίτι του Μάκη την έπνιγε και η καρδιά της πονούσε ακόμα, ένιωθε σαν έναν πίνακα ζωγραφικής ξεχασμένο σε μια αποθήκη. Όλα εκεί μέσα τον θύμιζαν παρόλο που δεν είχε ζήσει πολύ χρόνο με τον Μάκη στο σπίτι του.
Έκλεισε την πόρτα του σπιτιού και, κοιτώντας τον ουρανό, έψαχνε για μια ακόμα φορά να τον δει, να του μιλήσει να τον αποχαιρετήσει. Φτάνοντας στην γέφυρα, για μια στιγμή νόμισε πως έβλεπε όνειρο, πως τα μάτια της τη γελούσαν ή πως είχε τρελαθεί.
Τον είδε να κάθεται στην μέση της γέφυρας και να κοιτά τα αυτοκίνητα που περνούσαν τον δρόμο κρατώντας ένα μπουκάλι μπύρας στο χέρι. Έτρεξε και μόλις έφτασε κοντά του, εκείνος της χαμογέλασε και της είπε να καθίσει δίπλα του.
«Τι αστείο είναι αυτό Μάκη;» είπε και εκείνος της χαμογέλασε λέγοντας πως θα της εξηγούσε.
Η Λένα κάθισε δίπλα του και είδε το γέλιο του, τις ρυτίδες κάτω από τα μάτια του, εκείνο το λακκάκι στο μάγουλο όταν χαμογελούσε. Όχι δεν ήταν δυνατόν να ήταν όνειρο όλο αυτό, αφού μπορούσε να τα δει όλα αυτά;!
«Σε είδα να πέφτεις. Είσαι νεκρός!» είπε η Λένα.
«Οι άνθρωποι που αγαπάμε αληθινά δεν πεθαίνουν πότε Λένα! Τόσες μέρες μαζί και ακόμα να το μάθεις;» είπε ο Μάκης και της έδωσε το μπουκάλι με την μπίρα.
Εκείνη δίστασε στην αρχή, μα όταν έπιασε το μπουκάλι και ένιωσε την παγωμένη υφή της μπίρας στα χείλη της, κατάλαβε πως δεν ήταν όνειρο, πως ο Μάκης ήταν εκεί δίπλα της και της χαμογελούσε. Όρμησε στην αγκαλιά του και εκείνος της χάιδευε τα μαλλιά όπως παλιά.
«Τι αστείο είναι όλο αυτό; Κόντεψα να τρελαθώ!» είπε η Λένα.
«Σςςς, ηρέμησε και θα στα εξηγήσω όλα μικρή!» της απάντησε και εκείνη του έδωσε το μπουκάλι να πιει περιμένοντας τον μιλήσει.
Κάθισαν όλο το βράδυ εκεί και κοιτούσαν τον έναστρο ουρανό με τον Μάκη να την κρατά σφιχτά στην αγκαλιά του και εκείνη ακουμπισμένη στο πλευρό του να ακούει τους χτύπους της καρδιάς του, νιώθοντας και πάλι δυνατή, ζωντανή.
Ο ήχος από το κινητό της που χτυπούσε ασταμάτητα την ξύπνησε από τον λήθαργο που είχε πέσει. Είδε τον ήλιο να μπαίνει από τις γρίλιες και κατάλαβε πως η ώρα είχε περάσει και την είχε πάρει ο ύπνος το σπίτι του Μάκη. Στην άλλη γραμμή η μάνα της ανήσυχη τη ρωτούσε αν είναι καλά και της είπε πως έπρεπε να βιαστεί για να προλάβει την κηδεία του Μάκη που θα ξεκινούσε σε λίγη ώρα. Άργησε να καταλάβει πως όσα έζησε, όσα ένιωσε το βράδυ ήταν απλώς ένα όνειρο. Ήταν σίγουρη πως είχε νιώσει το άγγιγμά του.
Στο κοιμητήριο ο κόσμος είχε φτάσει από νωρίς. Κάποιοι ελάχιστοι μακρινοί συγγενείς είχαν έρθει, στην πλειοψηφία τους ηλικιωμένοι, κρατώντας λουλούδια και στεφάνια στα χέρια. Ήταν ακόμα λίγοι φίλοι και εργάτες από το εργοστάσιο που άφησαν για λίγο την δουλειά και ήρθαν να πουν το τελευταίο αντίο στο αφεντικό τους. Γύρω στα 40 άτομα που με δάκρυα στα μάτια κοιτούσαν το φέρετρο μέσα στο εκκλησάκι και δεν μπορούσαν να πιστέψουν πως και το τελευταίο μέλος της οικογένειας αυτής είχε πια χαθεί.
Η Λένα υποβασταζόμενη από την μητέρα της και την Αγγελική περπατούσαν αργά στο τέλος της ουράς, κρατώντας ένα λουλούδι στα χέρια ακολουθώντας τον παπά που έλεγε τα τελευταία λόγια. Τα δάκρυα είχαν στερέψει από τα μάτια της, αλλά φαίνονταν κουρασμένα και κόκκινα ακόμα.
Κοιτούσε γύρω της και νόμιζε πως ζει ένα κακό όνειρο και πως σε λίγο θα ξυπνήσει, αλλά οι φωνές και οι κραυγές κάποιων που δεν άντεχαν την απουσία του Μάκη, την έφερναν πάλι στην άχαρη πραγματικότητα που ζούσε.
Ευτυχώς η Αγγελική είχε φροντίσει για όλα στην κηδεία και τα πάντα έγιναν όπως έπρεπε να γίνουν για το αφεντικό της, για τον άνθρωπο που της είχε σταθεί στις δυσκολίες που είχαν προκύψει͘ οικονομικά, αλλά και με την παρουσία του. Ήταν το λιγότερο που μπορούσε να κάνει για να ξεπληρώσει όλα όσα είχε δώσει εκείνος και η οικογένειά του στην ίδια.
Την ώρα που το φέρετρο έμπαινε στο χώμα η Λένα πρόλαβε και πέταξε το λουλούδι που κρατούσε στα χέρια της. Καθώς τον έβλεπε να χάνεται κάτω από τη γη και το χώμα βαρύ σαν μέταλλο να τον σκεπάζει, η καρδιά της σφίχτηκε και το σώμα της πάγωσε. Μια ηλικιωμένη κυρία, συγγενής της οικογένειας δεν άντεξε και λιποθύμησε λίγο πριν ο παπάς πει τα τελευταία λόγια. Επικράτησε αναστάτωση, αλλά σύντομα η ηλικιωμένη συνήλθε και την πήγαν υποβασταζόμενη στο καφενείο για τον καφέ.
Στο μικρό καφενείο που μαζεύτηκαν στη συνέχεια, έπιναν με θλιμμένα μάτια τον καφέ τους και όλοι είχαν να πουν μια καλή κουβέντα για τον Μάκη. Κάποιοι πιο δυνατοί έβγαλαν και λόγο: μιλούσαν για τον πιο καλό άνθρωπο που είχαν γνωρίσει. Η Λένα δεν το άντεξε άλλο όλο αυτό και πήγε πάλι στο μνήμα του Μάκη.
Κάθισε κάτω στο χώμα και του μιλούσε. Ήθελε να του πει τόσα πολλά, για τα αδέρφια της, για τον πατέρα της, για την ζωή της, για το βράδυ που νόμιζε πως τον είδε πάλι στην γέφυρα, αλλά προτίμησε να του πει αυτό που θα ήθελε να ακούσει. «Ναι Μάκη μην ανησυχείς θα την αναλάβω εγώ την μικρή, θα κάνω ότι χρειάζεται για να περάσει το παιδί μια ήρεμη και ευτυχισμένη ζωή. Έχε μου εμπιστοσύνη», είπε καθώς έπιανε με την χούφτα της το κρύο χώμα.
Όταν επέστρεψε στο καφενείο ο κόσμος είχε φύγει. Βρήκε τη μάνα της να κάθεται ακόμα στην ίδια θέση και να μιλάει με την Αγγελική. Η Λένα της πλησίασε και με μία δύναμη την οποία και η ίδια δεν ήξερε από πού αντλούσε τους ανακοίνωσε πως αύριο θα πήγαινε στο ίδρυμα για να μιλήσει με την υπεύθυνη και να αναλάβει τη μικρή. «Να είσαι καλά κορίτσι μου! Ο Θεός θα στο ξεπληρώσει όλο το καλό που κάνεις μια μέρα, να το θυμάσαι αυτό. Κάνεις μια ψυχή χαρούμενη παιδί μου», είπε η Αγγελική με δάκρυα στα μάτια καθώς την αγκάλιαζε.
Λίγο πριν φύγουν από το νεκροταφείο κοίταξε τον ουρανό. Αν και ήταν ακόμα καλοκαίρι, μαύρα σύννεφα είχαν κάνει την εμφάνισή τους και ένας δυνατός αέρας άρχισε να παρασύρει τα φύλλα των δέντρων σε έναν τρελό ρυθμό κουνώντας τα γρήγορα σαν φτεροκοπήματα πουλιών. Μια στάλα έπεσε στο μέτωπό της και αμέσως μετά άλλη μία και μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα ξέσπασε μια δυνατή μπόρα.
Χοντρές στάλες βροχής έπεφταν με δύναμη πάνω της, μουσκεύοντας το κορμί και την ψυχή της. Η Μαρία έτρεχε να προλάβει να βρει ένα ταξί και η Λένα καθόταν ακίνητη κοιτώντας ψηλά στον ουρανό χωρίς να την νοιάζει που είχε γίνει μούσκεμα από την κορυφή ως τα νύχια. «Έλα κόρη μου, πάμε» της είπε η μάνα της μόλις το ταξί σταμάτησε δίπλα τους.