Άνοιξε τα μάτια του με δυσκολία. Ένιωθε πάλι αδυναμία και μια αίσθηση ναυτίας, σαν να ήταν σε καράβι που διέσχιζε τον ωκεανό σε τρικυμία. Ο πονοκέφαλος δεν έλεγε να σταματήσει και κάθε μέρα τον ένιωθε όλο και πιο έντονο. Μόνο τα βράδια όταν συναντούσε την Λένα ξεχνούσε τα πάντα, μαζί της ένιωθε άλλος άνθρωπος, ένιωθε πως μπορούσε να αρχίσει πάλι από την αρχή. Προσπάθησε να δει έξω από το παράθυρο για λίγο, τον ήλιο, αλλά τα μάτια του δεν τον βοηθούσαν, δεν μπορούσε να εστιάσει καλά, άναψε στο τέρμα το air-condition για να δροσίσει το δωμάτιο και γύρισε πλευρό να ξανακοιμηθεί. Έπρεπε να αποκτήσει δυνάμεις για το βράδυ.
Η Λένα μόλις σηκώθηκε πήγε αμέσως στην κουζίνα που βρήκε την μάνα της να μαγειρεύει. Είχε πάει από νωρίς στην ΔΕΗ και είχε κάνει διακανονισμό να πληρώσει με δόσεις το ποσό. Το ρεύμα επέστρεψε, αλλά θα το έκοβαν αν δεν έδινε στο τέλος του μήνα το ποσό που είχε συμφωνήσει. Περασμένες 12 έδειχνε το ρολόι στην κουζίνα και το νερό έβραζε στην κατσαρόλα για να ρίξει τα μακαρόνια. Η Λένα κάθισε στην καρέκλα και της μίλησε για τον ψυχολόγο που της πρότεινε ο Μάκης και τις πιθανότητες που είχε για να γίνει καλά ο αδερφός της ξεπερνώντας τα προβλήματα που του δημιουργήθηκαν από παιδί. Το δύσκολο έργο το άφησε στην μάνα της, εκείνη θα μιλούσε στον Γιώργο για να πάει να επισκεφτεί τον γιατρό.
Η Μαρία έπιασε το τηλέφωνο και κάλεσε στον αριθμό που της είπε η Λένα. Στο τηλέφωνο απάντησε μια καλοσυνάτη γραμματέας που την σύνδεσε αμέσως με τον Μάνο Ιωάννου. Ο γιατρός της εξήγησε πως θα έπρεπε ο γιος της να έρθει μόνος του και κυρίως χωρίς καμία απολύτως πίεση. «Το πρώτο βήμα κυρία Μαρία για να τον βοηθήσω θα πρέπει να το κάνει μόνος του. Είναι πολύ σημαντικό να καταλάβει ο ίδιος τι θέλει να κάνει και κυρίως γιατί θέλει να το κάνει», της είπε ο γιατρός. Αφού τον ευχαρίστησε πολύ για τις συμβουλές, του υποσχέθηκε πως στις 20:00 εκείνο το απόγευμα ο γιος της θα πήγαινε στο ραντεβού που έκλεισαν.
«Ίσως μάνα να αλλάξει η ζωή μας, ίσως να βρήκα τον φύλακα άγγελό μου που με έναν μαγικό τρόπο μου λύνει τα προβλήματα» είπε η Λένα και πήγε στο σαλόνι.
Έψαχνε στα συρτάρια του επίπλου να βρει ένα μαντήλι μεταξωτό που της είχε στείλει μια χρονιά η θεία της από τον Καναδά, μαζί με κάτι άλλα δώρα. Μόλις το βρήκε, πήρε κλωστή και βελόνι και άρχισε να δημιουργεί. Την τέχνη της ραπτικής την ήξερε καλά και από την γιαγιά της, αλλά και από το λίγο διάστημα που δούλευε στο μαγαζί με τις επιδιορθώσεις. Κάθισε για ώρες σκυφτή με την κλωστή στο χέρι και έραβε. Μόλις τελείωσε το έβαλε σε μια μικρή σακούλα και πήγε για το μεσημεριανό φαγητό που ήδη μοσχοβολούσε από την κουζίνα.
Τα προβλήματα για τη Λένα όμως δεν είχαν τελειωμό. Ο πατέρας της άρχισε πάλι να φωνάζει και να χτυπά τον εαυτό του με τα χέρια του δυνατά στο πρόσωπο. Η μάνα της φοβήθηκε για την υγεία του και κάλεσε το ασθενοφόρο. Ήδη το τελευταίο διάστημα ο Γιάννος έδειχνε να ζει σε έναν δικό του κόσμο που δεν είχε καμία επαφή με τον πραγματικό. Η φαρμακευτική αγωγή που έπαιρνε για να τον κρατά σε ισορροπία πλέον δεν του ήταν αρκετή.
Το ασθενοφόρο έφτασε γρήγορα και οι νοσηλευτές προσπαθούσαν να ηρεμήσουν τον Γιάννο, ο οποίος εξακολουθούσε να χτυπά τον εαυτό του με τα χέρια του και να ουρλιάζει. Όταν είδαν πως δεν μπορούσαν να τον ηρεμήσουν με τίποτα αναγκάστηκαν να του κάνουν ένεση για να ηρεμήσει και να τον μεταφέρουν στο νοσοκομείο για τις απαραίτητες εξετάσεις. Η Μαρία μπήκε μαζί του στο ασθενοφόρο και η Λένα έμεινε πίσω να περιμένει να γυρίσει ο Γιώργος που από χθες το βράδυ δεν είχε φανεί μετά τον καβγά.
Γύρω στις 19:00 το απόγευμα ο Μάκης σηκώθηκε από το κρεβάτι και πήγε αμέσως να κάνει ένα κρύο ντους για να συνέλθει. Άνοιξε την βρύση στο τέρμα και άφησε το παγωμένο νερό να πέσει πάνω του. Εκείνος απλά κάθονταν από κάτω με τα μάτια κλειστά. Είχε ακόμα πολλά να κάνει και έπρεπε να γίνουν σήμερα. Δεν έπρεπε να αφήσει άλλο τον χρόνο να περάσει. Τύλιξε μια πετσέτα γύρω από το σώμα του και κοιτάχτηκε για μια ακόμα φορά στον καθρέφτη. Η εικόνα που έβλεπε τον τρόμαζε. Το είδωλο του δεν έμοιαζε καθόλου με τον Μάκη που γνώριζε, λες και το είδωλο που έβλεπε να ήταν κάποιος άλλος που απλά είχε μπει στο σώμα του.
Πήρε μια κόλλα χαρτί, κάθισε στο γραφείο του και ξεκίνησε να γράφει. Έγραφε για περίπου δύο ώρες. Μόλις κατάφερνε να γράψει δυο αράδες, έσκιζε το χαρτί και το πετούσε. Όταν διάβασε για τελευταία φορά αυτό που είχε γράψει και είδε πως ήταν καλό, το δίπλωσε στη μέση και το έβαλε σε έναν άσπρο φάκελο. Στην συνέχεια πήρε το κινητό του τηλέφωνο και έκανε κάποια τηλεφωνήματα που δεν σήκωναν άλλη αναβολή. Εξαντλημένος από όλα αυτά έπεσε πάλι στο κρεβάτι, περιμένοντας να περάσουν οι ώρες για να συναντήσει την Λένα στο καθιερωμένο πλέον τους ραντεβού.
Η Λένα είχε φτάσει πρώτη αυτή τη φορά και κάθισε στη μέση της γέφυρας να τον περιμένει. Κοιτούσε με αμηχανία κάθε δυο λεπτά το ρολόι της. Είχαν περάσει ήδη 30 λεπτά και ο Μάκης δεν είχε φανεί.
«Είσαι καλά;» ρώτησε η Λένα αμέσως μόλις ήρθε, γιατί τον είδε χλωμό και η ανάσα του έβγαινε με δυσκολία. Εκείνος χαμογέλασε και κούνησε το κεφάλι του καταφατικά θέλοντας να κρύψει την ανησυχία του. Δικαιολογήθηκε πως τον πήρε ο ύπνος και δεν πρόλαβε να πάει για μπύρες, αλλά αν ήθελε μπορούσε να πεταχτεί. «Όχι, δεν χρειάζεται, μην ανησυχείς, σήμερα αποτοξίνωση από το αλκοόλ» του απάντησε χαμογελώντας.
Οι εξελίξεις στη ζωή της Λένας δεν σταματούσαν. Μόλις ο Μάκης έδειχνε να είναι καλύτερα, η Λένα ξεκίνησε να του λέει τι είχε συμβεί από το πρωί. Ο πατέρας της ήταν σε άσχημη κατάσταση. Μόλις έφτασαν στο νοσοκομείο η μάνα της την πήρε τηλέφωνο και της είπε να μην ανησυχεί γιατί θα έμενε όλο το βράδυ δίπλα του να τον προσέχει μέχρι να της πουν οι γιατροί τι θα έπρεπε να κάνει. «Απορώ γιατί τον νοιάζεται ακόμα ύστερα από όσα μας έχει κάνει», είπε η Λένα με θυμό.
«Ίσως τον αγαπάει ακόμα» είπε δειλά ο Μάκης.
«Αγάπη και κουραφέξαλα. Δεν υπάρχει αληθινή αγάπη κύριε καθηγητά! Ακόμα και ο Νάρκισσος, είδες τι έπαθε; Τα ξέχασες;» απάντησε η Λένα και ο Μάκης χαμογέλασε. Δεν μπορούσε να πιστέψει πώς μια νεαρή κοπέλα(και μάλιστα όμορφη) είχε πάψει να πιστεύει στην αγάπη. Στο ωραιότερο δώρο στην ζωή του ανθρώπου που, σαν φωλιάσει μέσα στην καρδιά του, αλλάζει την ζωή του όλη.
Μέσα σε όλα αυτά, η Λένα είχε να πει και ευχάριστα γεγονότα στον Μάκη. Ο αδερφός της γύρισε αργά το απόγευμα στο σπίτι και ήταν με το κεφάλι σκυμμένο και σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση, λες και όλη τη μέρα να έκλαιγε. Τα μάτια του ήταν κατακόκκινα και είχαν μια απέραντη θλίψη, μια σκοτεινιά που ήταν φανερή από χιλιόμετρα μακριά. Για πρώτη φορά ύστερα από χρόνια είδε στο πρόσωπο του αδερφού της τον Γιώργο, τον μικρό Γιωργάκη που πάντα έτρεχε στην αγκαλιά της να κρυφτεί σε κάθε φουρτούνα που ξεσπούσε. Εκείνο το μικρό, το καλό παιδί που κάθε πρωί τη γέμιζε φιλιά. Η Λένα αν και θυμωμένη μαζί του και με τις μελανιές να μην έχουν κλείσει, τον πήρε στην αγκαλιά της όπως παλιά και ο Γιώργος ξέσπασε σε κλάματα.
Βρήκε τότε την ευκαιρία να του πει για το ραντεβού που είχαν κλείσει με την μάνα τους το πρωί και ο Γιώργος της υποσχέθηκε πως θα πάει και θα προσπαθήσει να αλλάξει γιατί δεν ήθελε σε καμία περίπτωση να γίνει σαν τον πατέρα του. «Έχασα τον δρόμο μου Λένα. Στην προσπάθειά μου να γίνω δυνατός, έγινα σαν τον πατέρα μας», της είχε πει κλαίγοντας στην αγκαλιά της. Τα δύο αδέρφια έμειναν για αρκετή ώρα αγκαλιά και στο τέλος ο Γιώργος αφού πήρε μια βαθιά ανάσα, της ανακοίνωσε πως αφού έκανε ένα κρύο μπάνιο θα έφευγε για το ραντεβού με τον γιατρό. «Όλα θα πάνε καλά μικρέ» του είπε η Λένα κλείνοντας την πόρτα του σπιτιού.
Ο Μάκης την άκουγε με προσοχή, αλλά ο δυνατός πονοκέφαλος που είχε από το πρωί δεν τον άφησε. «Είσαι χλωμός. Τι σου συμβαίνει;» ρώτησε η Λένα. Εκείνος χαμογέλασε και της είπε πως είχε έναν δυνατό πονοκέφαλο και πως του έπεσε ο σίδηρος, αλλά δεν χρειάζεται να ανησυχεί. Κοίταξε τον δρόμο μπροστά και της είπε πως ο γιατρός που πήγε ο αδερφός της είναι ο καλύτερος, αφού και ο ίδιος τον είχε επισκεφτεί όταν έχασε τους γονείς του. «Είχα πέσει σε κατάθλιψη Λένα. Δεν ήθελα να ζω, δεν ήθελα να βλέπω κανέναν και η παραμικρή κίνηση με κούραζε. Ένιωθα σαν να ακροβατώ σε ένα τεντωμένο σχοινί και δεν με ένοιαζε αν θα πέσω κάτω. Ο γιατρός αυτός με βοήθησε να το ξεπεράσω όλο αυτό που περνούσα και είμαι σίγουρος πως θα βοηθήσει και τον αδερφό σου. Μην ανησυχείς, να δεις που όλα θα πάνε καλά στο τέλος» είπε ο Μάκης και η Λένα τον ευχαρίστησε άλλη μια φορά.
Λίγη ώρα μετά η Λένα έβγαλε από την τσάντα της μια μικρή σακούλα και την πρόσφερε στον Μάκη. «Αυτό είναι για εσένα. Ένα μικρό δωράκι για όσα έχεις κάνει για μένα. Δεν είναι τίποτα σπουδαίο. Το έφτιαξα μόνη μου, δηλαδή το όνομά σου γιατί το άλλο είναι έτοιμο» είπε η Λένα. Πήρε τη σακούλα και έβγαλε το μικρό λευκό μαντήλι, που στην άκρη η Λένα είχε γράψει το όνομα του με μπλε λεπτή κλωστή. «Είναι υπέροχο! Μα εσύ είσαι καλλιτέχνης!» αναφώνησε ο Μάκης με ενθουσιασμό και η Λένα ένιωσε τα μάγουλα της να κοκκινίζουν. «Είσαι υπέροχο πλάσμα Λένα και σου αξίζουν τα καλύτερα. Δεν πιστεύω ακόμα να σκέφτεσαι να πηδήξεις από τη γέφυρα;» είπε ο Μάκης δείχνοντας τον δρόμο από κάτω. Η Λένα ξεφύσησε και του είπε πως η ζωή είναι δύσκολη και πως ακόμα δεν ήταν σίγουρη.
«Η ζωή Λένα είναι σαν την θάλασσα, μια είναι ήρεμη και την άλλη μες στην τρικυμία. Μα αν είσαι σωστός καπετάνιος πιάνεις το τιμόνι και την πας όπου θες εσύ», της είπε ο Μάκης και η Λένα του είπε πως κάποιες στιγμές νιώθει χαμένη, νιώθει μόνη και πως δεν μπορεί να αντιμετωπίσει τις φουρτούνες που της ρίχνει η ζωή.
«Ίσως Λένα να πρέπει να χαθείς ολότελα για να μάθεις κάποτε ποιος είσαι», απάντησε ο Μάκης.
«Έλα, φτάνει για σήμερα με τα δικά μου προβλήματα. Πες μου για τη ζωή σου. Μόνο εγώ θα μιλάω;».
«Τι θες να μάθεις για μένα;» ρώτησε ο Μάκης.
«Δεν ξέρω, πες ό,τι σκέφτεσαι, ό,τι θέλεις. Είμαι εδώ για να σε ακούσω!» είπε χαμογελώντας η Λένα.
Ο Μάκης έβηξε για λίγο, έκλεισε τα μάτια του και της είπε το πρώτο πράγμα που είδε μπροστά του. Το πρώτο ταξίδι στο εξωτερικό με τους γονείς του και την αδερφή του. Μόλις ο Μάκης άκουσε για την Disneyland μια μέρα στο σχολείο από έναν συμμαθητή του, κάθε μέρα έπιανε τους γονείς του και τους παρακαλούσε να τον πάνε και εκείνον σε αυτόν τον μαγικό κόσμο. Οι γονείς του κάθε χρόνο του έλεγαν πως θα τον πάνε αλλά μόλις έφτανε το καλοκαίρι τα σχέδια πάντα άλλαζαν.
Το καλοκαίρι όμως του 1988 δεν θα το ξεχάσει ποτέ. Μόλις πήρε τον έλεγχο από το σχολείο και πήγαν στο σπίτι ο πατέρας του τους ανακοίνωσε πως τους είχε μια έκπληξη. Τα μάτια του Μάκη έλαμψαν και μόνο στην ιδέα πως τον περίμενε ένα δώρο. Ο πατέρας του, κρατώντας στην αγκαλιά του την αδερφή του, που θα πήγαινε το φθινόπωρο πρώτη Δημοτικού, του έδειξε τον μικρό άσπρο φάκελο πάνω στο τραπέζι. Έτρεξε αμέσως και τον άνοιξε. Το μόνο που θυμάται ακόμα είναι οι φωνές που ακούγονταν σε όλο το τετράγωνο. Χοροπηδούσε και φώναζε Disneyland για τουλάχιστον 15 λεπτά. Κάποια στιγμή οι γονείς φοβήθηκαν μην πάθει τίποτα ο μικρός τους γιος αφού είχε γίνει κατακόκκινος από τα χοροπηδητά.
«Τόση χαρά για το ταξίδι αυτό λοιπόν;» αναρωτήθηκε η Λένα.
«Δεν φαντάζεσαι πως έκανα! Ένιωθα πως μου χάριζαν τον κόσμο όλο εκείνη τη μέρα. Ούτε που θυμάμαι αν κοιμήθηκα εκείνο το βράδυ! Δεν με ένοιαζε όμως καθόλου. Ονειρευόμουν ξύπνιος Λένα όλη την ώρα. Έβαλα δυο ρούχα σε μια βαλίτσα, πήρα και τη βιντεοκάμερα στο κρεβάτι να κοιμηθώ μαζί! Το διανοείσαι; Ήθελα μόλις ξυπνήσω να τραβήξω βίντεο! Ήμουν Λένα ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος πάνω στην Γη!» είπε ο Μάκης με εκείνο το χαμόγελο που σχημάτιζε τα λακκάκια στα μάγουλα του.
*Κι ίσως πρέπει να χαθείς ολότελα για να μάθεις κάποτε ποιος είσαι, Τάσος Λειβαδίτης, Τα χειρόγραφα του Φθινοπώρου*
Όλη την επόμενη ώρα ο Μάκης μιλούσε για τις μέρες που έζησε στο Παρίσι και του έμειναν ανεξίτηλες στην μνήμη. Οι βόλτες στις όχθες του Σηκουάνα, τα αξιοθέατα, ο πελώριος πύργος του Άιφελ, τα φαγητά των Γάλλων που δοκίμαζαν, όλα είχαν μείνει εκεί, μέσα στο μυαλό του και δεν σβήνονταν με τίποτα. Ξαφνικά όμως μελαγχόλησε και πάλι, τα μάτια ήταν έτοιμα να στάξουν δάκρυα. «Και μετά Μάκη; Τι έγινε μετά; Γιατί μελαγχόλησες; Πες μου, μην το κρατάς μέσα σου», είπε η Λένα πιάνοντας του το χέρι που άρχισε να τρέμει.
Ύστερα από χρόνια ο Μάκης είχε την ιδέα να ξανακάνουν όλοι μαζί αυτό το ταξίδι που είχαν κάνει στο παρελθόν. Τι και αν ήταν μεγάλοι; Δεν είχε σημασία η ηλικία αρκεί να ήταν όλοι μαζί. Έτσι σκέφτονταν όταν πρότεινε εκείνο το ταξίδι. Δεν μπορούσε να φανταστεί πως αυτό θα τους άλλαζε μια για πάντα την ζωή.
«Τι έγινε Μάκη;» είπε η Λένα καθώς τον έβλεπε να δυσκολεύεται να μιλήσει.
Ο Μάκης δεν άντεξε άλλο και ξέσπασε σε κλάματα. Έβαλε τα χέρια του στο πρόσωπό του και έκλαιγε σαν μικρό παιδί. Η Λένα τον πήρε στην αγκαλιά της και του χάιδευε το κεφάλι, όπως έκανε και με τον αδερφό της όταν ήταν μικρά. Με δάκρυα να τρέχουν από τα μάτια και με τη φωνή του να λυγίζει και να σπάει κάθε λίγο, ο Μάκης της είπε πως η αδερφή του πέθανε σε τροχαίο όταν πήγαινε να κλείσει τα εισιτήρια για το ταξίδι τους. Το αμάξι έχασε τον έλεγχο και έπεσε με δύναμη σε μια κολόνα της ΔΕΗ.
Η αδερφή του δεν κατάφερε να κρατηθεί στην ζωή αν και το πάλευε για 2 βδομάδες στη μονάδα εντατικής θεραπείας. Μέσα στο αυτοκίνητο που είχε τυλιχθεί στις φλόγες βρέθηκαν και τα εισιτήρια που είχε κλείσει η αδερφή του για το ταξίδι στο Παρίσι. «Έφυγε μόνη της Λένα χωρίς εμάς. Βιάστηκε να φύγει μόνη της και τα εισιτήρια έμειναν εκεί, να περιμένουν ένα ταξίδι για 4 άτομα που δεν θα γινόταν ποτέ», είπε ο Μάκης κλαίγοντας στην αγκαλιά της.
«Αν δεν είχα την ιδέα για αυτό το ταξίδι η αδερφή μου θα ζούσε τώρα Λένα. Καταλαβαίνεις; Εγώ φταίω που πέθανε. Εκείνη ήθελε να μου κάνει έκπληξη και τελικά τα κατάφερε, αλλά δεν ήταν η έκπληξη που ήθελα. Από τότε όπως σου είπα οι γονείς μου βυθίστηκαν στο σκοτάδι και στα μάτια τους έβλεπα πως με κοιτούσαν σαν τον μόνο υπεύθυνο. Δεν μου το έδειξαν ποτέ, αλλά εγώ το έβλεπα στα μάτια τους Λένα. Καταλαβαίνεις; Ακόμα και τώρα κάποιες φορές κάθε φορά που κλείνω τα μάτια μου, τους βλέπω να με κοιτούν, δεν μου μιλάνε, αλλά ξέρω πως με θεωρούν υπεύθυνο Λένα για ό,τι συνέβη στην αδερφή μου».
«Τι είναι αυτά που λες; Δεν φταις εσύ Μάκη. Δεν μπορούσες να γνωρίζεις τι θα γίνονταν εκείνη τη μέρα. Μη βασανίζεις άδικα τον εαυτό σου», απάντησε η Λένα που πλέον και εκείνη άρχισε να κλαίει και η φωνή της να σπάει.
«Ήθελα να τον νικήσω Λένα τον θάνατο. Ήθελα να μπορούσα να φέρω πίσω τον αδερφή μου και τους γονείς μου. Αν μου ζητούσαν να παλέψω μαζί του Λένα θα πάλευα χωρίς δεύτερη σκέψη, αλλά δεν μπορώ να παλέψω άλλο Λένα, δεν έχω άλλες δυνάμεις. Ο θάνατος πάντα θα μας νικάει. Αυτός θα βγαίνει νικητής σε κάθε μάχη. Κανείς ποτέ δεν νίκησε τον θάνατο Λένα» είπε κλαίγοντας.
«Μη βασανίζεσαι άλλο Μάκη άδικα. Άκουσε με, ξέρω καλά πως ο θάνατος δε νικιέται, μα η αξία του ανθρώπου δεν είναι η νίκη, παρά ο αγώνας για τη νίκη. Και ξέρω ακόμα ετούτο το δυσκολότερο: δεν είναι ούτε ο αγώνας για τη νίκη, η αξία του ανθρώπου είναι μοναχά ετούτη: να ζει και να πεθαίνει παλικαρίσια και να μην καταδέχεται αμοιβή. Κι ακόμα ετούτο το τρίτο, ακόμα πιο δύσκολο, η βεβαιότητα πως δεν υπάρχει αμοιβή, να μην σου κόβει τα ήπατα παρά να σε γεμίζει χαρά, υπερηφάνεια κι αντρεία. Και στο λέω εγώ αυτό που έχω περάσει τόσα πολλά στην ζωή μου. Άκου με Μάκη, όταν ήμουν μικρή και ήμουν χάλια εξαιτίας των προβλημάτων στο σπίτι, μια μέρα μας διάβασε αυτόν τον στίχο μια καθηγήτρια στο σχολείο και από τότε μου έχει αποτυπωθεί στο μυαλό και κάθε φορά που είμαι χάλια σκέφτομαι τα λόγια αυτά και παίρνω δύναμη για να συνεχίσω να ζω, το ίδιο θα πρέπει να κάνεις και εσύ Μάκη, δεν πρέπει να το αφήσεις να σε ρίξει. Ο αγώνας για την νίκη έχει σημασία Μάκη», είπε η Λένα με τα δάκρυα να κυλούν από το πρόσωπο της και τα μάτια της να κοιτούν τα δικά του που είχαν συννεφιάσει και συνέχιζαν να τρέχουν δάκρυα στο αυλακωμένο πρόσωπό του.
«Καζαντζάκης, σωστά;» ρώτησε ο Μάκης σκουπίζοντας τα δάκρυα του και η Λένα έγνεψε καταφατικά. Ο ποιητής που με αυτόν τον στίχο όταν τον άκουσε στο σχολείο η Λένα, τον είχε σημειώσει στα τετράδια, σε τοίχους, στο θρανίο και στο ημερολόγιό της για να το διαβάζει καθημερινά και να παίρνει δύναμη και κουράγιο για να συνεχίζει το δύσκολο δρόμο της ζωής.
*Ξέρω καλά πως ο θάνατος δε νικιέται… υπερηφάνεια κι αντρεία*
Αναφορά στο Γκρέκο, Καζαντζάκη*
Οι πρώτες αχτίνες του ήλιου άρχισαν δειλά δειλά να κάνουν την εμφάνισή τους και ο Μάκης, έχοντας πια ξεσπάσει, είχε ηρεμήσει. Το πρόσωπό του έμοιαζε πάλι ήρεμο, γαλήνιο, η φουρτούνα που είχε εμφανιστεί είχε εξαφανιστεί με μια αγκαλιά από μια άγνωστη κοπέλα που συνάντησε ένα βράδυ. Ποτέ δεν πίστευε πως ένας άγνωστος θα μπορούσε να τον νιώσει, να τον καταλάβει και να τον στηρίξει για να μπορέσει να ξεπεράσει το αγκάθι που του μάτωνε καθημερινά την ήδη πληγωμένη του καρδιά.
«Φτάνουν πια τα δάκρυα μικρή», είπε ο Μάκης. «Για αύριο έχω μια ιδέα» είπε και το πρόσωπο της Λένας έλαμψε. «Αύριο λέω το βράδυ να συναντηθούμε νωρίτερα και να πάμε στον βράχο της Ακρόπολης να δούμε από κοντά τις Περσείδες. Τι λες;»
«Ναι, να πάμε», αναφώνησε η Λένα. «Ποιες είναι πάλι αυτές; Φίλες σου;» τον ρώτησε με το αθώο αυτό βλέμμα.
Ο Μάκης χαμογέλασε και της εξήγησε πως οι Περσίδες είναι η πιο θεαματική βροχή διαττόντων αστέρων του καλοκαιριού. «Τα λεγόμενα Πεφταστέρια Λένα! Θα τα δούμε από το βράχο της Ακρόπολης και αν είμαστε τυχεροί θα κάνουμε πολλές ευχές! Τι λες;», είπε ο Μάκης και η Λένα συμφώνησε μαζί του.
Την επόμενη μέρα θα συνατιόντουσαν στις 10:30 το βράδυ στην γέφυρα και θα πήγαιναν να πάρουν τον ηλεκτρικό για μια αξέχαστη βόλτα στο κέντρο της πόλης παρέα με τις Περσείδες που θα γέμιζαν τον νυχτερινό ουρανό.
«Ωραία λοιπόν, τότε αύριο αφού θα πάμε στο κέντρο έχω και εγώ να σου δείξω κάτι. Θα πάμε σε ένα μέρος που σίγουρα θα σου αρέσει και θέλω να δεις κάτι. Εντάξει;»
«Ναι, αλλά τι ετοιμάζεις μικρή;» απόρησε ο Μάκης.
«Έκπληξη!» απάντησε η Λένα ναζιάρικα και δίνοντας του ένα γρήγορο φιλί στο μάγουλο που δεν το περίμενε και εξαφανίστηκε τρέχοντας, αφήνοντας τον Μάκη να πιάνει με το χέρι το μάγουλο του που δέχτηκε το φιλί.