Η “Γρανάδα” είναι το νέο έργο του Γιάννη Καλαβριανού, το οποίο μετά από την ολοκλήρωση των παραστάσεων στην Αθήνα στο Από Μηχανής Θέατρο, ταξίδεψε στην Θεσσαλονίκη και ανεβαίνει στην Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών του ΚΘΒΕ.
Ένα κείμενο ποιητικό, γοητευτικό και πολυδιάστατο καταφέρνει να σε συνεπάρει και να σε προβληματίσει αφήνοντας υφάλους θεμάτων στο πέρασμα του που αγγίζουν το συναίσθημα και την λογική. Κατορθώνει με την εξωστρέφεια του και τις πολυποίκιλες πηγές του να μιλήσει για ερωτήματα χωρίς απάντηση, να σε βγάλει από τον δικό σου ατομικό μικρόκοσμο και να σε εκτινάξει σε μια συμπαντική διάσταση όπου όλα κινούνται, όλα αλλάζουν με τον δικό τους σχετικό χρόνο. Γιατί τι είναι ο χρόνος; Πώς ορίζεται; Πιστός στην απορία αυτή και στην πληθώρα των σχετικιστικών απαντήσεων που μπορούν να δοθούν, ο Καλαβριανός αποφεύγει την περιοριστική και εν τέλει ουτοπιστική, στην προκειμένη περίπτωση, γραμμική αφήγηση και με σωρεία flashback και μεταβίβασης-αμφισβήτησης του λεγόμενου “πραγματικού” και δραματικού χρόνου, εξυμνεί τη μαγεία της πολυπλοκότητάς του. Ένα ερωτεύσιμο κείμενο που δεν συστοιχεί καταστάσεις και δεδομένα αλλά περιπλανιέται ελεύθερο ανάμεσα σε ιστορικά γεγονότα, σε συμπαντικές θεωρίες και σε οικογενειακές σχέσεις αντλώντας από το κάθε τι λίγη σοφία.
Σκηνοθετικά επικοινώνησε με το ταλαντούχο έμψυχο υλικό του, όλη τη δημιουργική σκέψη που κρύβεται πίσω από την Γρανάδα και επέτρεψε στους ρόλους να αναδυθούν απελευθερωμένοι από μια ενιαία υποκριτική γραμμή. Οι χαρακτήρες εκκινούν από έναν οικογενειακό δεσμό που τους ενώνει αλλά παίρνουν την δική τους αυτόνομη πορεία, κάνουν τις δικές τους επιλογές και μπορεί να στροβιλίζονται γύρω από το κοινό θέμα του πένθους, αλλά ο χειρισμός τους, τόσο στο θέμα της απώλειας όσο και της ίδιας της ζωής, είναι διαφοροποιημένος.
Η Άννα, Φιλαρέτη Κομνηνού, μια γυναίκα, σύζυγος, αδερφή, μάνα, τραπεζική υπάλληλος, σίγουρα δεν μας είναι άγνωστη. Είναι εκείνη η γυναίκα που βλέπουμε καθημερινά, που μιλάμε μαζί της πίσω από ένα γκισέ, που μένει στον επάνω όροφο της πολυκατοικίας μας και ποτέ δεν μάθαμε την ιστορία της. Πώς από νέα, όμορφη, φρέσκια, γεμάτη όνειρα, αισιοδοξία και έρωτα, έγινε σκληρή, κυνική και απότομη για να μπορέσει να αντιμετωπίσει την ζωή, τα πάνω και τα κάτω και τον εαυτό της μέσα σε όλα αυτά που συμβαίνουν γύρω της. Η Κομνηνού διαβαίνει όλη εκείνη την ανηφόρα που πρέπει να καταφέρεις για να φτάσεις στην αποδοχή, με βουβές στιγμές και βλέμματα που ελλοχεύουν θλίψη και θυμό και με μια εσωτερική ένταση που άλλοτε κρυφοκοχλάζει και άλλοτε αποκαλύπτεται χωρίς να μελοδραματοποιεί και να επιδιώκει τον οίκτο.
Η Έλλη της Έφης Σταμούλη απέχει πολύ από την μεμψίμοιρη αντιμετώπιση που περιμένει κανείς από έναν άνθρωπο που καθηλώθηκε σε αναπηρικό καροτσάκι, έτσι ξαφνικά, και έπρεπε να διακόψει όλη την ορμή της νιότης του. Φιλοσοφεί, αναπολεί, παρατηρεί, θυμάται, και όλα αυτά με χιούμορ ευφυή και καυστικό. Η Σταμούλη δίνει στο ρόλο της μια απίστευτη ηρεμία που έρχεται σε κόντρα με την τραγικότητα της ιστορίας της. Δημιουργεί ένα κράμα τόσο όμορφο, ανθρώπινο και φυσικό που μοιάζει με μάθημα ζωής.
Βλέποντας αρχικά να παρουσιάζονται οι χαρακτήρες επί σκηνής, νιώθεις την απαλή σκιαγράφηση να συμβαίνει, αρχίζεις να αποκτάς μια ξεχωριστή αίσθηση για τον καθένα που όμως λίγο-πολύ υπάρχει σε ένα ενιαίο πλαίσιο. Ο μόνος που απομακρύνεται από αυτό είναι ο Γιώργος (Γιώργος Γλάστρας). Η εμμονή του με την ιστορία της Ιωάννας της Τρελής, οι λεπτομερείς περιγραφές του για την ζωή της που παρουσιάζονται εμβόλιμες στους καθημερινούς διαλόγους της οικογένειας, αλλά και η ανάλαφρη κινησιολογία του και η εύθυμη διάθεση του έρχονται σε αντίθεση με όσα συμβαίνουν. Και αυτό είναι τόσο εύστοχο. Ο Γιώργος μοιάζει εκτός τόπου και χρόνου, προκαλώντας συχνά απορία ακόμη και γέλιο, πολύ απλά, γιατί είναι εκτός τόπου και χρόνου.
Ο Διαμαντής Αδαμαντίδης στο ρόλο του γιου Άρη και η Στέφη Πουλοπούλου ως η κόρη του Γιώργου και της Άννας, Λήδα, συμπληρώνουν το παζλ της οικογένειας. Ένας γιος, ίσως καλομαθημένος ίσως και παραμελημένος, που αναζητά να βγει “έξω” κάθε φορά που το “μέσα” στενεύει και ασφυκτιά και μια κόρη που δεν επιλέγει την φυγή, βουλιάζει στο συναίσθημά της και παρασύρεται από την ευαισθησία της κλείνοντας τον εαυτό της όλο και περισσότερο μέσα στο καβούκι του. Ο Αδαμαντίδης και η Πουλοπούλου στάθηκαν απέναντι στους ρόλους τους με ρεαλισμό και ανεπιτήδευτη απλότητα και πρόσφεραν μεστές ερμηνείες.
Η Αλεξία Μπεζίκη στο ρόλο της μπριόζας Χριστίνας, εύθυμη και υπερκινητική. Η Χριστίνα μια τελείως αντιδιαμετρική ιδιοσυγκρασία σε σχέση με την Άννα, μια αισιόδοξη νότα μα καθόλου αφελής, έδωσε χτυπητές πινελιές σε ένα πίνακα κατήφειας και μπλοκαρισμένων συναισθημάτων αν και το φλογερό της φλαμένκο θα μπορούσε να είναι πιο περιορισμένο.
Η Λυδία Φωτοπούλου εμφανίζεται μέσω βιντεοπροβολής στο ρόλο της Ιωάννας της Τρελής διακόπτοντας την δράση στο εσωτερικό της οικογένειας για να μας μυήσει στα μυστικά του σύμπαντος. Αιθέρια, άυλη, μια απόκοσμη μορφή που φέρνει με τις μελιστάλαχτες κινήσεις της και το υπέροχο ηχόχρωμα της μια γαλήνη και μία σοφία, που παρόλο που στα λόγια της συγκεντρώνονται επιστημονικά στοιχεία και δεδομένα (τα οποία σαφώς και συνδέονται με όσα βλέπεις επί σκηνής) εσύ νιώθεις πως ακούς την πιο όμορφη ιστορία.
Η Γρανάδα του Γιάννη Καλαβριανού πίσω από το οικογενειακό δράμα κρύβει ένα τρομερό δίκτυο συνδέσεων όπου η ιστορία, η επιστήμη και η μικροκοινωνία της σημερινής οικογένειας συναντιούνται, αλληλεπιδρούν με απαράμιλλη οικονομία και θεατρικότητα. Το οικογενειακό σαλόνι έχει στηθεί με συμμετρία και έχει αφήσει ελεύθερο το κέντρο (υπάρχουν μόνο 2 λευκοί παράλληλοι πάγκοι) αν και οι ηθοποιοί κινούνται και δρουν σε κάθε σημείο της σκηνής. Το σκηνικό της Ευαγγελίας Θεριανού συμπληρώνουν πίνακες ζωγραφικής που απεικονίζουν την Ιωάννα την Τρελή καθώς και γυάλινα δοχεία που φιλοξενούν αναμνήσεις και αντικείμενα καλά προστατευμένα (με εύθραυστο γυαλί) τα οποία φωτίζονται και ενεργοποιούνται από τα φώτα του Αλέκου Αναστασίου. Ακόμη ένα μεγάλο συν της παράστασης και η μουσική του Άγγελου Τριανταφύλλου, μελωδική και σημαίνουσα.
Γρανάδα του Γιάννη Καλαβριανού Γρανάδα του Γιάννη Καλαβριανού Γρανάδα του Γιάννη Καλαβριανού