Το βιβλίο ξεκινά με τις αναμνήσεις του Τσάρλι Μάρλοου, ενός έμπειρου ναυτικού, που ανακαλεί στη μνήμη του το ταξίδι που έκανε ως απεσταλμένος μιας εταιρείας, που εμπορεύεται ελεφαντόδοντο στην περιοχή του Βελγικού Κογκό. Μιας περιοχής στην κεντρική Αφρική, που την εποχή της αποικιοκρατίας αποτέλεσε μια ανθρώπινη κτηνωδία. Λειτουργώντας ως το προσωπικό φέουδο του Βέλγου μονάρχη Λεοπόλδου, εκατομμύρια άνθρωποι δολοφονήθηκαν δουλεύοντας υπό απάνθρωπες συνθήκες. Ο ίδιος Κόνραντ, ναυτικός στο επάγγελμα και πιθανότατα το alter ego του Μάρλοου, ταξίδεψε ως το Βελγικό Κονγκό βλέποντας από κοντά τα αποτελέσματα των ευρωπαϊκών πολιτικών.
«Μαύρες φιγούρες, κουλουριασμένες, καθιστές, ξαπλωμένες ανάμεσα στα δέντρα, γερμένες στους κορμούς, κολλημένες στο χώμα, αχνοδιακρίνονταν μέσα στο μισοσκόταδο σε όλες τις στάσεις του πόνου, της εγκατάλειψης και της απελπισίας. Άλλο ένα φουρνέλο έσκασε στο βράχο κι ένα ρίγος διαπέρασε το έδαφος κάτω από τα πόδια μου. Τα έργα προχωρούσαν. Τα έργα! Κι αυτό εκεί ήταν το μέρος όπου κάποιοι από τους εργάτες τους είχαν αποσυρθεί για να πεθάνουν. Αργοπέθαιναν ήταν φανερό. Αυτοί δεν ήταν εχθροί, δεν ήταν ούτε κακοποιοί, δεν ήταν τίποτα του κόσμου τούτου πια, ήταν μονάχα μαύρες σκιές, φαντάσματα της πείνας και του λοιμού» σελ 31.
Τον παρακολουθούμε να ταξιδεύει ως τις ακτές της αφρικανικής χώρας, να περνάει από διαδοχικούς εμπορικούς σταθμούς, ακούγοντας όλο αυτό το διάστημα θρυλικές ιστορίες για τον κύριο Κούρτς. Έναν υπάλληλο που έχει εγκατασταθεί στον πιο απομακρυσμένο σταθμό στα ενδότερα του ποταμού Κογκό ο οποίος καταφέρνει να φέρνει στην Εταιρεία τεράστιες ποσότητες ελεφαντόδοντου. Φτάνοντας τελικά εκεί, διαπιστώνει πως ο Κούρτς λατρεύεται ως θεός από τους ιθαγενείς. Έχοντας χτίσει το δικό του βασίλειο και αποκομμένος από οποιαδήποτε ανθρώπινη σύμβαση, έχει υποκύψει στη διαστροφή του κέρδους και της απληστίας σε βαθμό ψυχώσεως,
«Το ελεφαντόδοντό μου. Ω ναι τον άκουσα. Η μνηστή μου, το ελεφαντόδοντό μου, ο σταθμός μου, ο ποταμός μου, τα πάντα του ανήκαν. Τον άκουγα και κράταγα την ανάσα μου, περίμενα από στιγμή σε στιγμή να ακουστεί η άγρια ερημιά να ξεσπάει σε ένα τρανταχτό, κολοσσιαίο γέλιο που θα έκανε τα αστέρια να κουνηθούν απ’ τη θέση τους. Τα πάντα του ανήκαν αλλά αυτό δεν ήταν τίποτα. Εκείνο που σκεφτόσουνα ήταν σε ποιόν ανήκε ο ίδιος, πόσες δυνάμεις του σκότους τον διεκδικούσαν. Αυτό ήταν που σε έκανε να ανατριχιάζεις ολόκληρος». Σελ 83.
Και τελικά λίγο πριν πεθάνει θα αναφωνήσει «Η φρίκη! Η φρίκη!».
Το μυθιστόρημα είναι μια καταγγελία για τις αποικιοκρατικές πρακτικές των ευρωπαϊκών δυνάμεων και παράλληλα μια καταβύθιση στον ανθρώπινο ψυχισμό. Ενδεχομένως για τον σημερινό αναγνώστη, λόγω της χρονικής απόστασης, το θέμα της αποικιοκρατίας να φαντάζει μακρινό. Ο Κόνραντ όμως μέσα από εικόνες εξανδραποδισμού και καταστροφής της φύσης, μας δείχνει τη σκοτεινή πλευρά του πολιτισμού μας. Σε κάνει να αναρωτιέσαι ποιος είναι ο πραγματικός βάρβαρος από τη στιγμή που ο δυτικός άνθρωπος με πρόσχημα τον εκπολιτισμό, καταλήγει να έχει μια εργαλειακή θεώρηση των πραγμάτων. Το κέρδος που δημιουργείται με σύγχρονα μέσα ως προς έναν σκοπό. Όταν αντιμετωπίζεις τους πάντες γύρω σου ως απλά αντικείμενα προς εκμετάλλευση στο όνομα μιας ιδέας. Λέει ο Μάρλοου ενθυμούμενος τις περιπέτειές του,
«Η κατάκτηση εδαφών, που βασικά σημαίνει την αρπαγή τους από εκείνους που έχουν αλλιώτικο χρώμα ή μύτες λίγο πιο πλακουτσωτές απ’ τις δικές μας , δεν είναι ωραίο πράγμα αν το καλοσκεφτείς. Το μόνο που το σώζει είναι η ιδέα. Η κάλυψη μιας ιδέας. Όχι ένα συγκινητικό πρόσχημα, αλλά μια ιδέα και η ανιδιοτελής πίστη σ’ αυτή την ιδέα κάτι που να μπορείς να το υψώσεις στα ουράνια , και να το προσκυνάς, και να του προσφέρεις θυσίες…» σελ 15
Η καρδιά του σκότους είναι από τα πιο πολυσχολιασμένα έργα στην αγγλική λογοτεχνία έχοντας επηρεάσει πλήθος δημιουργών. Η Αποκάλυψη Τώρα του Francis Ford Coppola στηρίχθηκε σε αυτό το βιβλίο με τον Μάρλον Μπράντο να παίζει τον ρόλο του Κούρτς, στον ρόλο ενός λοχαγού που λατρεύεται ως θεός στα βάθη της ζούγκλας του Βιετνάμ και της Καμπότζης, δίνοντας μια δυνατή ερμηνεία.