Φαντάσου ότι ξυπνάς σήμερα το πρωί, πηγαίνεις στο μπάνιο, αλλά μόλις κοιτάζεσαι στον καθρέφτη παρατηρείς ότι έχεις μεταμορφωθεί σε ένα τεράστιο γλοιώδες έντομο. Ποια είναι η πρώτη σκέψη σου; Τι κανείς; Και το βασικότερο όλων, πως θα εμφανιστείς στον κόσμο μετά από αυτήν την μεταμόρφωση;
Στις αρχές του 1915 ο νεαρός Φραντς Κάφκα, ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς του 20ου αιώνα έβαλε το δικό του λιθαράκι στο πηγάδι όχι μόνο της λογοτεχνίας αλλά και της φιλοσοφίας. Δημιουργώντας και βαπτίζοντας τον ορό της “Καφκικής γραφής”. Τα βιβλία του αλλά και οι ιδέες του εμπίπτουν σε μια μοναδική κατηγορία, οπού εκθέτουν μέσα από τα σπάργανα της κοινωνίας μας όλες τις φοβίες, και όλη την κυνική γύμνια της ανθρώπινης ψυχής. Επιστρέφοντας όμως στην μεταμόρφωση, ο κεντρικός ήρωας μας, ο Γκρέγκορ ξυπνάει ένα πρωί και συνειδητοποιεί ότι τα πάντα, όσα ήξερε για το σώμα του έχουν αλλάξει ριζικά μέσα σε ένα βραδύ. Πλέον όλα όσα δηλώνουν το είναι του, κρύβονται πίσω από ένα σιχαμερό δέρμα ενός αποκρουστικού γιγάντιου σκαθαριού. Με την ψύχη του άθικτη αλλά το δέρμα του ριζικά αλλιώτικο, καταφεύγει να αποζητήσει την σωτηρία και την βοήθεια στα χεριά της αγαπημένης του οικογενείας. Η όποια όμως σοκαρισμένη, από “Αυτό το πράγμα που κάποτε ήταν ο γιους τους…” τον παραγκωνίζει μέσα σε ένα στενό δωμάτιο. Στο δωματιάκι του σιγά σιγά η οικογένεια ξεκινάει να λησμονεί όχι μόνο την ύπαρξη του μεταμορφωμένου πλάσματος, αλλά και την ύπαρξη αυτού που κάποτε υπήρχε, και κουβαλούσε τον τίτλο του αγαπητού γιου. Έτσι καιρό με τον καιρό, η οικογένεια του αφήνει όλο και λιγότερο περιθώριο μέσα στο δωμάτιο του, καταχωνιάζοντας όποια σαβούρα έχουν και δεν έχουν, ώσπου του αφήνουν ένα μικρό τετραγωνάκι, ένα μικρό περιθώριο που στο τέλος γίνεται και η ταφόπλακα του.
Πιάνοντας όμως τα πράγματα από την αρχή, σε μια προσπάθεια να αναλύσουμε αυτό το ριζοσπαστικά πρωτοποριακό σενάριο για τα τότε δεδομένα της λογοτεχνίας, θα δούμε πολλά κοινά με καταστάσεις που βιώνουμε τώρα. Σήμερα στις κοινωνικές ομάδες που εμείς αποφασίζουμε να κολλήσουμε την ρετσινιά του σκαθαριού, το φαινόμενο της μεταμόρφωσης παίρνει μια πολύ ρεαλιστική υπόσταση. Είμαστε άνθρωποι οι οποίοι αποφασίζουν να κολλήσουν ένα όνομα στους ανθρώπους, γιατί το δέρμα τους, το έξω τους είναι διαφορετικό από το δέρμα των περισσότερων. Παραγκωνίζοντας, και βάζοντας σιγά σιγά το είναι σε ένα κουτάκι, όσο πλέκουμε μια ταφόπλακα από σαβούρα. Από τους μετανάστες, μέχρι τους ομοφυλοφίλους, και από τους οροθετικούς μέχρι τις πόρνες τους μαύρους και τους γύφτος, η μεταμόρφωση είναι κάτι που κυριολεκτικά συμβαίνει από τη μια μέρα στην άλλη, καθώς το δικαστήριο της μάζας έχει αποφανθεί σε χρόνο ντετέ για την μοίρα των καταδικασμένων, ορίζοντας τους αυστηρούς κανόνες μέλους της.
Παίρνοντας το παράδειγμα του παραγκωνισμού λίγο πιο μακριά, σε κουλτούρες που πραγματικά εφαρμόζουν την αλλοτρίωση σαν τιμωρία θα δούμε ότι πολλές αλληγορίες του Κάφκα είναι περά για περά αληθινές. Σε πολλά νησιά της Νέας Γουινέας, οι εγκληματίες αντιμετωπίζονται σαν απόκληροι, καθώς εξοστρακίζονται από τις κοινωνίες των ανθρώπων, χωρίς όμως να φεύγουν στην πραγματικότητα με την φυσική παρουσία τους. Το σενάριο λοιπόν έχει ως έξης: οι κηρυχθέντες ως εγκληματίες αγνοούνται από τους ανθρώπους, από τους αγαπημένους τους και από τον τόπο τους φορτωμένοι με τον τίτλο του πεθαμένου. Έτσι λοιπόν με μια θανάσιμη αυθυποβολή, και από έναν τεράστιο μοιρολατρικό καημό χάνονται στην λήθη, πεθαίνοντας μετά από μερικές μέρες, μήνες η ακόμη και χρονιά για τους πιο σκληρούς. Βλέπουμε λοιπόν, πως ο θάνατος, εκτός από μια φυσική κατάσταση, στην περίπτωση της μεταμόρφωσης σημαίνει ο θάνατος του δεσίματος, ο θάνατος της μνήμης, και τέλος το μισός σε κάτι διαφορετικό.
Γυρίζοντας όμως στην πρώτη παράγραφο, κατανοούμε ότι κάποια στιγμή έρχεται η ώρα άλλοτε αργότερα, και άλλοτε γρηγορότερα να ξυπνήσουμε και εμείς έντομα. Γιατί η μεταμόρφωση δε βλέπει ποτέ που θα χτυπήσει. Δεν λογαριάζει αν είσαι θύμα η θύτης, δε σε ρωτάει. Μα είναι πάντα εκεί για να διδάξει στους αλαζόνες την ταπεινότητα και στους πονεμένους την αναγέννηση (Και κάπου εδώ αναφέρομαι στους δικούς μας μετανάστες, και στους δικούς μας απόκληρους). Ενώ το μυθιστόρημα κλείνει κάπως άδοξα, με τον θάνατο του ήρωα, για μένα το νόημα που βγαίνει είναι κάπως πιο φιλοσοφημένο. Γυρνώντας πίσω στα σταδία της ύπαρξης του Νίτσε οπού το πνεύμα γίνεται καμήλα, η καμήλα λιοντάρι και το λιοντάρι πάλι παιδί βλέπει κανείς πως μέσα από την ζωή οι πύλες που διαβαίνουμε είναι αλλεπάλληλες. Έτσι με μια μεταμόρφωση το πνεύμα μας γίνεται φορτίο αβάσταχτο (γι αυτό ο Νίτσε μας παρομοιάζει με την καμήλα) όπου στη συνεχεία η καμήλα ψήνεται από το πνεύμα και γίνεται περήφανο λιοντάρι. Και τέλος, η περηφάνια του λιονταριού περνάει την τελευταία πύλη της ύπαρξης καθώς διδάσκεται με την σειρά της την ταπεινότητα και την αθωότητα του παιδιού.
Πολλές φόρες πρέπει να μεταμορφωθείς, για να καταλάβεις κάτι. Και μέσα από αυτόν τον αγώνα, σίγουρα ή θα πεθάνεις, ή θα μάθεις να ζεις αναγεννημένος σε μια νέα μορφή.