Ο Δημήτρης Σίμος συστήνεται στο κοινό μέσω του αστυνομικού μυθιστορήματος «Τα Βατράχια», το πρώτο από τη σειρά «Σκοτεινά Νερά», και έχει ήρωα τον αστυνόμο Καπετάνο, ο οποίος αν βρισκόταν στην Γενική Ασφάλεια Αθηνών θα ήταν σίγουρα ο διάδοχος του αστυνόμου Μπέκα. Η ιστορία, με τίτλο που εκ πρώτης όψεως δεν κινεί κανένα ενδιαφέρον και τελικώς παραμένει ανεκμετάλλευτος, διαδραματίζεται στη Χαλκίδα με ροή όμοια αυτής των νερών της. Έχοντας κερδίσει πρώτη θέση στο διαγωνισμό της «Ασημένιας Σελίδας», ο Δημήτρης Σίμος φιλοδοξεί να κατακτήσει την πρώτη θέση στην καρδιά των Ελλήνων αναγνωστών αστυνομικής λογοτεχνίας.
Ο ήρωάς του, Χρήστος Καπετάνος, μένει στη Χαλκίδα, αντιμετωπίζει προβλήματα στο γάμο του, καθώς βρίσκεται σε διάσταση με τη σύζυγό του, και εξακολουθεί να εργάζεται στην Γενική Αστυνομική Διεύθυνση Ευβοίας˙ απομακρυσμένος, ωστόσο, από την ενεργό δράση εξαιτίας μιας υπόθεσης που είχε αναλάβει μαζί με τον συνάδελφο και κουνιάδο του. Αλλά θα επανέλθει στα καθήκοντά του χάριν εξιχνιάσεως της δολοφονίας της δεκατετράχρονης Ευθυμίας, για την οποία θα χρειαστεί να περιπλανηθεί στα χωράφια του νεανικού νου και της παιδικής ψυχολογίας ερευνώντας τον σχολικό εκφοβισμό, την εκδίκηση και το ξεκαθάρισμα λογαριασμών ως πιθανά αίτια του αποτρόπαιου εγκλήματος. Το κυριότερο, όμως, που πρέπει να ερευνήσει είναι το σκοτεινό παρελθόν του Δημήτρη, ο οποίος από μικρός έμεινε ορφανός και αναγκάστηκε να συγκατοικήσει με τη μητριά του και την κόρη της συμβιβασμένος με τις αδικίες της ζωής.
Τρία είναι τα βασικά χαρακτηριστικά που θα ωθήσουν κάποιον να διαβάσει «Τα Βατράχια».

Καταρχάς, το ατμοσφαιρικό αυτό έργο διακρίνεται για την ρεαλιστική γραφή και την πλούσια πλοκή του. Χρησιμοποιεί λόγο κατανοητό και σωστά δομημένο, αρκετά περιγραφικό και ξεκούραστο. Επενδύει περισσότερο στη γνωριμία των ηρώων του με τον αναγνώστη και όχι στην βιαστική εξέλιξη γεγονότων. Τα στοιχεία της υπόθεσης συλλέγονται με ρεαλιστικό ρυθμό και αφήνουν χώρο για την αναδρομή σε μια φαινομενικώς ασύνδετη, με τον βασικό κορμό, ιστορία που όμως αποτελεί το βασικό κομμάτι του τελικού παζλ. Η ιστορία της οικογένειας που ζει στο Αλιβέρι του 70, η υπόθεση που απομάκρυνε τον Καπετάνο από το αστυνομικό σώμα και αυτή της δολοφονημένης ανήλικης κόρης γνωστού επιχειρηματία συμβιώνουν ειρηνικά και δένουν αρμονικά στα τελευταία κεφάλαια του βιβλίου.
Δεύτερον, το τολμηρό βήμα της συγγραφικής αποκέντρωσης μεταφέρει τον αναγνώστη, μακριά από τη βαβούρα της πόλης, στην ησυχία της κλειστής κοινωνίας της επαρχιακής πόλης, όπου τα μυστικά είναι καλά σφραγισμένα πίσω από κλειστές πόρτες και τυπικά χαμόγελα. Ο Δημήτρης Σίμος, έτσι, δράττεται της ευκαιρίας και ασκεί, μέσα από τα Βατράχια, δριμή κριτική στα σαθρά θεμέλια ενός κόσμου που φιλοξενεί κενές προσωπικότητες, οξύνει την συναισθηματική ανασφάλεια και θρέφει τη δειλία. Μάλιστα, μαζί με τα αποκαλυπτήρια των διαφόρων παρανομιών και της γενικευμένης ανηθικότητας, τολμάει να ξεγυμνώσει τόσο την αδέκαστη ελληνική αστυνομία, καταφέρνοντας να την απομυθοποιήσει, όσο και την αγία ελληνική οικογένεια θίγοντας το ζήτημα της λανθασμένης διαπαιδαγώγησης και συναισθηματικής διαχείρισης των μελών της.
Τέλος, ο ήρωας του είναι απόλυτα προσγειωμένος ως προς τις ικανότητές του και επικοινωνεί με τον αναγνώστη χτίζοντας μία οικεία σχέση. Ο Καπετάνος, ανήκοντας επίσης στα Βατράχια αυτού του κόσμου, περπατάει ανάμεσα στο κοινό του Δημήτρη Σίμου, παλεύει με την ψυχικά ασταθή κόρη του και συστήνεται με αυτοσαρκασμό ως καθημερινός άνθρωπος με πάθη και αδυναμίες.
Κίνηση “ματ”, δε, για όσους νόμιζαν ότι θα αντισταθούν στις “αρχές” αποτελεί η προσθήκη τριών διηγημάτων μετά το τέλος της βασικής ιστορίας. Ο Δ. Σίμος παίζει το τελευταίο του χαρτί τιμώντας τρεις συγγραφείς και κάνοντας δώρο στους αναγνώστες του τα Μικρά εγκλήματα της οδού Δράκου της Χ. Παπαδημητρίου, την Καντίνα “Ο Σάββας” του Δ. Μαμαλούκα και την Δεξαμενή του Β. Γιαννίση.