Τον τελευταίο καιρό όποιος παρακολουθεί την επικαιρότητα, σίγουρα θα έχει παρατηρήσει τα δημοσιεύματα που περιγράφουν την επιθετική συμπεριφορά της Τουρκίας στο Αιγαίο αλλά και τις προκλητικές δηλώσεις αξιωματούχων του καθεστώτος Ερντογάν σχετικά με την Βόρεια Κύπρο, όπου προτάθηκε η προσάρτηση της στην Τουρκία. Πολλά δημοσιεύματα επίσης θέλουν τις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις να βρίσκονται σε επιφυλακή.
Με δεδομένο το ιστορικό των ελληνοτουρκικών σχέσεων που είναι γεμάτο από πλήθος συρράξεις και αιματοχυσίες και μετράει από την ίδρυση του ελληνικού κράτους μέχρι την κρίση των Ιμίων τον Ιανουάριο του 1996, είναι λογικό να δημιουργείται ένα κλίμα φόβου και έντασης στην ελληνική τουλάχιστον κοινωνία. Άλλωστε, οι δύο τελευταίες κρίσεις με την εισβολή στην Κύπρο την δεκαετία του 1970 και την κρίση των Ιμίων, δεν είναι απλά ιστορικά γεγονότα αλλά βιωμένες καταστάσεις για όποιον έχει γεννηθεί πριν το 1990 και μπορεί να τις θυμάται. Είναι επίσης σχεδόν σιωπηρή παραδοχή, πως από το 1975 τουλάχιστον, όποτε η Τουρκία αντιμετωπίζει εσωτερικά προβλήματα κάνει την λεγόμενη «εξαγωγή της έντασης» δηλαδή δημιουργεί εντάσεις στις σχέσεις της με τις γειτονικές χώρες με σκοπό να στρέψει το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης αλλού.
Η σημερινή Τουρκία μετά από μια δεκαετία σχετικής ηρεμίας, αντιμετωπίζει και πάλι τον κίνδυνο όχι μόνο πολιτικής αποσταθεροποίησης και της εδαφικής συρρίκνωσης με τους Κούρδους να έχουν αρχίσει ξανά τον αγώνα τους για δικό τους κράτος, αλλά και την πιθανότητα να μετατραπεί σε πλήρως ισλαμική χώρα κάτι που θα θέσει σε αμφισβήτηση την ίδια της την ιστορική ταυτότητα. Το τουρκικό κράτος διαμορφώθηκε, όπως το ξέρουμε σήμερα, μετά την κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και τις προσπάθειες των Τούρκων εθνικιστών με αρχηγό τον Μουσταφά Κεμάλ Αττατούρκ, ώστε το καινούργιο κράτος που θα προέκυπτε να είναι κοσμικό και όχι θεοκρατικό. Σήμερα, η κληρονομιά αυτή των Κεμαλιστών για πρώτη φορά στην ιστορία της Τουρκίας κινδυνεύει, με τον Ρετζέτ Ταγίπ Ερντογάν να προσπαθεί όχι μόνο να εδραιωθεί εφ’ όρου ζωής στην εξουσία, αλλά και να θέλει να εγκαθιδρύσει μια καθαρά ισλαμική δημοκρατία. Είναι χαρακτηριστικό, πως ο Ερντογάν είναι ο πρώτος Τούρκος πολιτικός που χλεύασε δημόσια τον Κεμάλ, κάτι που πριν λίγα χρόνια θεωρούνταν αδιανόητο για τα δεδομένα της γειτονικής χώρας. Τα αποτελέσματα αυτής της προσπάθειας, είναι αρκετά εμφανή με τις εξεγέρσεις των πολιτών να είναι πιο συχνές από ποτέ, τις βομβιστικές ενέργειες να είναι καθημερινότητα και ήδη να έχει γίνει μια απόπειρα πραξικοπήματος. Η κυβέρνηση αντιδρά σε όλα αυτά με αθρόες συλλήψεις πολιτών και πολιτικών, φίμωμα του Τύπου, ακόμα και διακοπή του Διαδικτύου.
Στην άλλη πλευρά του Αιγαίου, την Ελλάδα, τα πράγματα δεν πάνε καλύτερα. Οι οικονομικές συνθήκες γίνονται κάθε μέρα και δυσκολότερες για την πλειοψηφία των Ελλήνων. Η κοινωνική δυσφορία και η ένταση είναι παρούσες παντού. Οι ακροδεξιές απόψεις κερδίζουν ολοένα και περισσότερο έδαφος, καθώς οι πολίτες είναι απογοητευμένοι από όλα τα άλλα πολιτικά κόμματα και φορείς. Κάθε πτυχή της πολιτικής και κοινωνικής ζωής, δείχνει να βρίσκεται σε αδιέξοδο. Παράλληλα, δεν διαφαίνεται και καμιά πιθανότητα εξόδου από την κρίση αυτή, καθώς είναι βέβαιο πως θα ληφθούν νέα οικονομικά μέτρα που θα επιδεινώσουν την κατάσταση ακόμα περισσότερο. Η ελληνική κυβέρνηση έχοντας αθετήσει όλες της τις υποσχέσεις βρίσκεται σε αδιέξοδο, καθώς χάνει με σταθερό ρυθμό το λαϊκό έρεισμα που είχε κατά την ανάληψη της διακυβέρνησης.
Σίγουρα λοιπόν οι κυβερνήσεις των δύο χωρών, χρειάζονται κάτι για να «ενώσει» τον λαό. Για αυτό το σκοπό, πάντα επιστρατεύεται το παλιό κόλπο εθνικιστικού μύθου του «κακού γείτονα» που μας πήρε τα νησιά που μας ανήκαν ή θέλει να μας πάρει τα νησιά που μας ανήκουν. Ο κακός Τούρκος για εμάς και ο κακός Έλληνας για τους Τούρκους είναι δύο «αξίες» με τις οποίες γαλουχούμαστε από το σχολείο, έτσι μόλις ακούσουμε κάτι σχετικό αντιδρούμε σχεδόν ενστικτωδώς. Από την άλλη μεριά, ένας έστω και επαπειλούμενος ή δυνητικός πόλεμος μας κάνει να σκεφτόμαστε ότι τα πράγματα θα μπορούσαν να γίνουν πολύ χειρότερα από ότι ήδη είναι και άρα καλά θα κάνουμε να συμβιβαστούμε με τη φτώχεια και την καταπίεση και να συσπειρωθούμε γύρω από την τωρινή κυβέρνηση, καθώς οι εχθροί καραδοκούν και δεν θα πρέπει να μας βρουν διαλυμένους και χωρίς αρχηγό. Έτσι, η τουρκική κυβέρνηση ξεκίνησε την διαδικασία της εξαγωγής της έντασης και φυσικά η ελληνική βρήκε σε αυτό την ευκαιρία να στρέψει την προσοχή του λαού μακριά από τα καθημερινά προβλήματα.
Φυσικά, μπορεί να πει κανείς πως όλα τα παραπάνω είναι εικασίες και υποθέσεις. Ότι δεν μπορούμε να ξέρουμε τι γίνεται στα στρατιωτικά επιτελεία των δύο χωρών και ότι ο κίνδυνος της σύγκρουσης πιθανόν να είναι υπαρκτός. Ίσως. Μα για την ώρα, το μόνο που φαίνεται να είναι υπαρκτό, είναι η διαρκής καταστολή στην Τουρκία και η βεβαιότητα πως νέα επώδυνα μέτρα έρχονται από το νέο έτος για την Ελλάδα. Ένας διαρκής πόλεμος εναντίον και των δύο λαών με χιλιάδες θύματα και από τις δύο πλευρές. Ένας πόλεμος που από την πλευρά των λαών έχει μόνο χαμένους.