“Πάμε μια βόλτα στα παλιά στη Νίκαια, στη Κοκκινιά” ερμήνευσε σε πρώτη εκτέλεση ο Γιώργος Μαζωνάκης. Και δεν είχε άδικο, καθώς η Νίκαια διακατέχεται από τεράστια ιστορία και ίσως χαρακτηρίζεται από τις πιο όμορφες και συνάμα “ιστορικές” περιοχές της Αττικής. Ωστόσο, η Νίκαια, γνωστή και ως Νέα Κοκκινιά παλαιότερα είχε την ονομασία Κοκκινιά. Αποτελεί το μεγαλύτερο προάστιο του Πειραιά και ανήκει στη δημοτική ενότητα του Δήμου Αγίου Ιωάννη – Ρέντη της Περιφερειακής ενότητας Πειραιά. Απέχει περίπου 4 με 5 χιλιόμετρα από το κέντρο του Πειραιά, καθώς και 8 περίπου χιλιόμετρα από το κέντρο της Αθήνας. Ωστόσο, βρίσκεται σε πλήρη γειτνίαση βορειανατολικά με τον Κορυδαλλό καθώς και νοτιοανατολικά με τον Άγιο Ιωάννη Ρέντη, βορειοδυτικά με το Κερατσίνι και νοτιοδυτικά με τα Ταμπούρια. Διαθέτει, άριστη ρυμοτομία και στις κύριες οδούς συμπεριλαμβάνονται οι λεωφόροι Γρηγορίου Λαμπράκη και Πέτρου Ράλλη, που συνδέονται μεταξύ τους, και η λεωφόρος Θηβών.
Η Νίκαια είναι μια από τις περιοχές της Αθήνας, που συμπεριλαμβάνεται στις προσφυγικές περιοχές, καθώς πολλοί πρόσφυγες Έλληνες της Μικράς Ασίας, έπειτα από την Τουρκική εισβολή και τον ξεριζωμό τους από την Μικρά Ασία, κατά τα χρόνια της Μικρασιατικής Καταστροφής του 1922, κατέφυγαν σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας και δη της Αθήνας όπως λόγου χάρη, Νέα Φιλαδέλφεια, Νέα Κοκκινιά, όπως συνηθίζεται να λέγεται ο συνοικισμός αυτός. Επί το 1923 και σύμφωνα με την Ελληνική απογραφή οι κάτοικοι της ξεπερνούσαν τους 30.000 κατοίκους. Για αυτό άλλωστε χαρακτηρίστηκε από πολλούς ως η πολυπληθέστερη περιοχή της Αθήνας. Δώδεκα χρόνια μετά την εγκατάσταση των Μικρασιατών στη Νέα Κοκκινιά, το 1934 ο δήμος μετονομάστηκε σε δήμο Πειραιά και έπειτα το 1940 το προάστιο μετονομάστηκε σε Νίκαια. Ο αριθμός του πληθυσμού ολοένα και αυξανόταν, έτσι έφτασε περίπου στους 90.000 σύμφωνα με την απογραφή, που πραγματοποιήθηκε το 2001 και έτσι η Νίκαια έμεινε ως μια πολυπληθής περιοχή της Αθήνας. Τη χρονιά, ωστόσο, του 2011 ο δήμος Νίκαιας συνενώθηκε και επίσημα με τον δήμο Αγίου Ιωάννη Ρέντη και έκτοτε η Νίκαια αποτελεί και έδρα του ευρύτερου Καλλικρατικού δήμου Νίκαιας – Αγίου Ιωάννη Ρέντη.
Έχει αναγνωριστεί επίσημα ως μαρτυρική πόλη, με αφορμή τη βαρβαρότητα που υπέστη κατά την περίοδο της Κατοχής από τα κατοχικά στρατεύματα, στα γεγονότα που έμειναν γνωστά ως Μάχη της Κοκκινιάς και Μπλόκο της Κοκκινιάς αντίστοιχα. Ιστορικά είναι άμεσα συνδεδεμένη με την Παλαιά Κοκκινιά, η οποία είχε κατοικηθεί νωρίτερα.
Ιστορία
Μετά την Μικρασιατική Καταστροφή και τον ξεριζωμό χιλιάδων Ελλήνων από διάφορες περιοχές της Μικρής Ασίας. Έφθασαν στην Ελλάδα περίπου 1.000.000 Μικρασιάτες πρόσφυγες και έτσι δημιουργούν νέους συνοικισμούς ανά διάφορες περιοχές της Ελλάδας, μεταξύ αυτών και στον Πειραιά, για την εγκατάσταση τους. Έπειτα από απόφαση της Ελληνικής κυβέρνησης το 1922, απαλλοτριώνονται οικόπεδα για τη δημιουργία συνοικισμών και στις 18 Μαρτίου 1923 το Ταμείο Περιθάλψεως Προσφύγων εγκαινίασε τον συνοικισμό της Νέας Κοκκινιάς σε ακατοίκητη προηγουμένως περιοχή όπου άνηκε στον Δήμο Πειραιώς. Οι πρόσφυγες που κατοίκησαν στον συνοικισμό κατάγονταν από διάφορες περιοχές της Μικράς Ασίας όπως λόγου χάριν: Σμύρνη, Βιθυνία, Τραπεζούντα και άλλες ακόμη “ματωμένες” περιοχές εκείνης της περιόδου, εκ των οποίων η πλειοψηφία των προσφύγων ήταν ελληνικής καταγωγής.
Έπειτα, για την ίδρυση του προσφυγικού συνοικισμού οι εργασίες και τα σχέδια αυτού ανατέθηκαν στον Δ. Κόκκινο, ενώ δύο χρόνια αργότερα από την Καταστροφή, το 1924 το έργο ανέλαβε να φέρει εις πέρας η Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων. Σε έκταση 750.000 m² δημιουργήθηκαν γύρω στις 1000 οικίες διώροφες ή μονοκατοικίες που σε αυτές αμέσως στεγάστηκαν 50.000 πρόσφυγες. Για την κατασκευή των κατοικιών στα τοιχία χρησιμοποιήθηκαν λίθοι, μπετόν αρμέ για τα πατώματα και κεραμίδια γαλλικού τύπου για τις σκεπές. Η αξία της κάθε οικίας ανέρχεται στις 70.000 δρχ και όποιος πρόσφυγας επιθυμούσε κατέβαλε 7.000 δρχ και είχε την δυνατότητα να το αποπληρώσει σε 15 έτη. Για την δημιουργία του συνοικισμού δαπανήθηκαν περίπου 80.200.300 δρχ και στο αρχικό σχέδιο προβλεπόταν δημόσια κτίρια όπως νοσοκομείο, αστυνομία, εκκλησία κτλ, τα οποία κατασκευάστηκαν σε δεύτερη φάση με άλλο δάνειο.
Στο οδικό δίκτυο του νεοσύστατου οικισμού των προσφύγων, στους συνοικισμούς δηλαδή, δόθηκαν -τις περισσότερες φορές- ονόματα από περιοχές που κατάγονταν οι κάτοικοι της Μικράς Ασίας και Πόντου, όπως λόγου χάριν: Προύσας, Καισάρεια, Λαοδίκεια, Μαγνησία, Έφεσος, Ιωνία, Κυδωνιών (από το 1939 Πέτρου Ράλλη), Μαινεμένη, Βιθυνία, Νικομήδεια, Αττάλεια, Ταρσός, Φρυγία κ.ά., ενώ προς ένδειξη ευγνωμοσύνης και τιμής η κεντρική οδός του συνοικισμού έλαβε το όνομα του Προέδρου του Ταμείου Περιθάλψεως Προσφύγων Επαμεινώνδα Χαρίλαου, ενώ έτερη κεντρική οδός του Προέδρου της Επιτροπής Αποκατάστασης Προσφύγων Χένρυ Μοργκεντάου, με τη σημερινή ονομασία του Κώστα Γέμελου.
Το 1926 και εξής, στο προσφυγικό συνοικισμό λειτούργησε για πρώτη φορά “Χαμάμ” με την ονομασία “ΜΙΚΡΑ ΑΣΙΑ”, του οποίου η διαδικασία της ανέγερσης άρχισε μόλις από το 1923 από τον Αρμένιο αρχιτέκτονα Αρτίν Παλατζιάν. Το 1926 με πρωτοβουλία της φιλανθρωπικής οργάνωσης των “Aμερικανίδων Κυριών’’ στήθηκε νοσοκομείο, το οποίο παρά τις βασικές ελλείψεις, λειτούργησε μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του ’30.
Σύγχρονη Νίκαια
Η σημερινή Νίκαια δε μοιάζει σε τίποτα με την Νίκαια του 1922 και εξής, διότι οι ρυθμοί ζωής εκσυγχρονίστηκαν όμως, κάθε επισκέπτης που επισκέπτεται τη Νίκαια έχει τη δυνατότητα να επισκεφτεί ορισμένα διασωθέντα κτήρια, όπως το “Χαμάμ”, όπου αναδεικνύουν ιδιαίτερα την πρόσφατη ιστορική της πορεία, όπως τα προσφυγικά τετράγωνα, δίνοντας μια εικόνα για το, πώς ζούσαν οι πρώτοι πρόσφυγες, που την κατοίκησαν μετά το 1922.
Τέλος, στη Νίκαια επίσης υπάρχει πλήθος ορθόδοξων εκκλησιών, καθώς και η Ιερή Μητρόπολη, μια εκ των Μητροπόλεων της Εκκλησίας της Ελλάδας. Πιο σημαντικές εκκλησίες είναι ο Μητροπολιτικός Ναός Αγίου Νικολάου και ο Ιερός Ναός Οσίας Ξένης στο κέντρο της πόλης και ο Ιερός Ναός Αγίου Γεωργίου, οι οποίες είναι και οι παλαιότερες εκκλησίες της Νίκαιας. Ακόμα υπάρχουν και ο Ιερός Ναός Γεννήσεως Θεοτόκου (Παναγίτσα), ο Ιερός Ναός Ευαγγελίστριας, ο Ιερός Ναός Αγίας Τριάδας, ο Ιερός Ναός Τριών Ιεραρχών κ.ά. Επίσης υπάρχει και μια αρμενική ορθόδοξη εκκλησία, ο εμβληματικός Ιερός Ναός Αγίου Ιακώβου (“Σουρπ Αγκόπ”), η οποία είναι μια από τις παλαιότερες στην Ελλάδα.
Πηγές:
Σύνταξη κειμένου: Ανθή Σακκά
Επιμέλεια κειμένου: Ελευθερία Σακελλαρίου