Ο χρόνος και ο θάνατος, δύο έννοιες αλληλένδετες θα μπορούσαμε να πούμε, έχουν ταλανίσει ανά τους αιώνες αρκετούς ανθρώπους της τέχνης και όχι μόνο, ως δύο από τους μεγαλύτερους φόβους της ψυχής. Ενώ για μερικούς ο χρόνος τα γιατρεύει όλα, για άλλους «ο χρόνος είναι ο χειρότερος γιατρός, σε καίει, σε σκορπάει και σε παγώνει». Όπως και να’ χει, όλοι συμφωνούμε ότι ο χρόνος τρέχει σε μία κατηφόρα μονάχα προς τα μπρος και όποιος επιχειρήσει να τον γυρίσει πίσω, αντικρίζει μια ανηφόρα 90 μοίρες. Για να την ανέβεις χρειάζεται να σε σκοτώσεις, για να αναγεννηθείς σε κάτι που πρώτα θα σέρνεται στους ανώμαλους δρόμους της ανηφόρας αυτής, μα έπειτα αν είσαι από τους γενναίους, θα μεταμορφωθείς σε κάποιο αερικό. Μονάχα έτσι θα απελευθερωθείς από το κελί της ψευδαισθησιακής σύμβασης του χρόνου και θα σταματήσεις να τον πιστεύεις και να τον φοβάσαι. Γιατί ο χρόνος ανήκει στο γίγνεσθαι. Όλα τα περασμένα τα έχουμε προκαλέσει εμείς οι ίδιοι και με την ίδια δύναμη μπορούμε να επηρεάσουμε και τα μελλούμενα. Το δίλημμα έγκειται στο αν θέλουμε.
Ίσως κάποιοι προτιμάμε να βλέπουμε μέσα στο κρασί μας θάλασσες με τα πανιά των καραβιών μας σκισμένα. Ίσως γιατί αυτό είναι πιο εύκολο. Να περιμένουμε χωρίς να ξέρουμε τι, να προτιμάμε να καίμε τις βάρκες μας για να μην βγούμε σε καμιά άλλη ξέρα. Γιατί αράξαμε και αυτό είναι απλό. Σε αντίθεση με όλα τα ταξίδια που είναι δύσκολα. Γιατί για να σαλπάρεις θέλει δύναμη, θέλει να φυσήξει αέρας πεχλιβάνης. Ή σωστότερα να μεταμορφωθείς εσύ σε αυτόν τον αέρα. Ωδή, λοιπόν, στους πανταχού ζώντες. Αυτούς που μέσα από τη φθορά που επιβάλλει ο χρόνος, μέσα από το θάνατο σε κάθε του μορφή, βρίσκουν γόνιμη πνοή. Αν και ποτέ δεν πίστευα ότι η καταστροφή είναι ένα είδος δημιουργίας, σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί όντως να καταλήξει το μεγαλύτερο. Εγκώμιο, λοιπόν, για όλους αυτούς που κοίταξαν κατάματα τον κύριο με τη μαύρη κουκούλα και το δρεπάνι, κι όμως το δικό τους βλέμμα ήταν αυτό που νίκησε. Γιατί είχε τη ζέση της φωτιάς, σε αντίθεση με αυτού που ήταν λες και βγήκε από τη κατάψυξη. Οτιδήποτε κι αν συμβολίζει ο κύριος αυτός με τα μαύρα, ξέρεις πότε τον έχεις νικήσει. Όταν τα έχεις παίξει όλα για όλα και δε φοβήθηκες να ρισκάρεις προκειμένου να είσαι αληθινός στον εαυτό σου. Μονάχα όταν νιώσεις στο πετσί σου πιο χαμένος από ποτέ. Μονάχα όταν σου έχεις σπάσει τα κόκαλα και βρέθηκες να κοιμάσαι στον πάτο, συντροφιά με τα σκουπίδια σου. Μονάχα όταν φτιάχνεις μόνος σου πατερίτσες για να σηκωθείς. Για να πάρεις στους ώμους σου το δικό σου βάρος κι έπειτα να δείξεις προθυμία να αναλάβεις και το βάρος άλλων. Γιατί μονάχα έτσι μπορείς να πεις ότι έχεις ζήσει ως ον ανθρώπινο. Όταν δεν νοιάζεσαι μονάχα για την καμπούρα σου.
Κι επιστρέφοντας στο θέμα μας. Ωδή σ’ αυτούς που είδαν εν όσο ήταν μόλις 10 χρονών να πεθαίνει μπροστά στα μάτια τους ο αδερφός του μπαμπά τους από σφαίρα στο κεφάλι. Σε αυτούς που μετά την κατάθλιψη βρήκαν λύσεις να το ξεπεράσουν και ίσως να χρησιμοποιήσουν το αρνητικό πρόσημο της εμπειρίας τους αυτής για να πάρουν κάτι θετικό. Εξάλλου, δεν μπορούμε να διαλέξουμε τι θα δούμε, αλλά σίγουρα έχουμε την δύναμη και την ελευθερία να επιλέξουμε με ποιόν φακό θα το αξιολογήσουμε και υπό ποιο πρίσμα θα το αξιοποιήσουμε. Σε αυτούς που έμαθαν έπειτα ότι δολοφόνησαν και τον αδερφό τους. Σε αυτούς που ανταποκρίθηκαν για μεγάλα κανάλια σε διάφορους πολέμους ανά τον κόσμο. Που φυλακίστηκαν από την πατρίδα τους όταν πήγαν να θίξουν τα κακώς κείμενα της ζωής που τόσα τους στέρησε. Που αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν για να μην ξανά γυρίσουν στα παγωμένα πατώματα της φυλακής και τους βασανιστές τους. Που μπόρεσαν κι έκαναν πραγματικότητα παρά τις αντιξοότητες, το όνειρο που ποτέ δεν εγκατέλειψε το παιδί μέσα τους. Που μέσα από την τέχνη τους μπορούν πλέον όχι μόνο να εκφράζονται αλλά και να εκφράζουν, να κατακρίνουν ή και να εκθειάζουν.
Αλλά πάνω από όλα να γεννούν. Να γεννούν στα μυαλά των άλλων σκέψεις, συναισθήματα, ερωτηματικά, θαυμαστικά, γνώση, φαντασία, μα πάνω από όλα ελπίδα. Ελπίδα ότι σε αυτή τη ζωή τίποτα δεν πάει χαμένο. Ότι κάθε βοτσαλάκι που μπορεί να βρεθεί κατά λάθος εμπόδιο στο μονοπάτι του ταξιδιού σου, αν κοπιάσεις, θα μάθεις πού ακριβώς θα σου χρησιμεύσει. Ίσως το βάλεις μαζί με άλλα στη σειρά για να χτίσεις γέφυρες, να διαβείς καινούριες πόρτες. Γιατί σε αυτό το ταξίδι όσο μόνος ή σε αδιέξοδο κι αν αισθάνεσαι μερικές φορές, παντού υπάρχουν γιοφύρια με πόρτες που σε περιμένουν να περάσεις, να αφήσεις το σημάδι σου, να χρωματιστείς κι εσύ ανάλογα. Πρώτα, όμως, θα πρέπει να έχεις συμφιλιωθεί με όποια πόρτα δεν ανοίγει και το ακόμα πιο δύσκολο: να έχεις αποδεχθεί ότι σε κάποιες πόρτες έρχεται μια κρίσιμη ώρα. Η ώρα τους να κλείσουν. Μονάχα για δικό σου καλό, για να προχωρήσεις ακόμα πιο πέρα και από το θάνατο. Να χτίσεις, να φυτέψεις, να γιατρέψεις, και όταν έρθει η ώρα, ν’ αφήσεις. Να αφήσεις τα πράγματα να κυλήσουν από μόνα τους και τη ζωή να σε οδηγήσει σε νέες εμπειρίες.
Κι όσο για τις ανθρώπινες σχέσεις, να αφήσεις τους ανθρώπους σου και τον εαυτό σου να ελευθερωθούν. Να απεξαρτηθούν από αυτά που μας κρατάνε δέσμιους: συμπλέγματα, κόμπους, φόβους, πόνους -γιατί ό,τι δεν είναι ξεκάθαρο μας γίνεται εμμονή, και όλα τα παραπάνω σίγουρα συμβιώνουν μονάχα στο σκοτάδι. Ίσως εκεί πέρα που θα πετάξουν οι αγαπημένοι σου να είναι πιο ταιριαστά. Και αν ανήκουν για πάντα κάπου κοντά σου θα αρκεί μονάχα να κοιτάς μέσα σου. Πού ξέρεις, μια μέρα ίσως ξανά γυρίσουν. Τίποτα δεν πεθαίνει όσο το θυμόμαστε και τίποτα αληθινό δεν χάνεται όταν έχει λάβει τη θέση του στο χωροχρόνο. Ό,τι ”σκοτώσεις” μπορεί να μείνει δικό σου για πάντα. Θα χαθεί, όμως, όταν με τον καιρό να είναι κόντρα εσύ επιμένεις να το φθείρεις. Είτε από συνήθεια, είτε από φόβο μην στο πάρουν άλλοι, είτε από ανάγκη.
Και να πετάς κομμάτια σου για να καλύψεις κενά άλλων, μπορεί να φαίνεται μεγαλειώδες -γιατί σε κάνει να νιώθεις χρήσιμος και επιθυμητός όσο τίποτα άλλο- ουσιαστικά, όμως, δεν είναι καθόλου αλτρουιστικό. Για ‘σένα το κάνεις, γιατί έτσι καλύπτεις κι εσύ τα δικά σου κενά. Φαντάσου πόσο πιο όμορφα θα ήταν, αν ο καθένας μας γέμιζε τα δικά του κενά κι έπειτα φτιάχναμε ένα παζλ που θα μπορούσε ανά πάσα στιγμή να ξεκολλήσει και να ξανά κολλήσει, σε αντίθεση με τους γόρδιους δεσμούς που δημιουργούμε στις σχέσεις μας.
Όλοι ανήκουμε σε όσους αρέσουμε και σε όσους μας αρέσουν, μα πάνω από όλα στον εαυτό μας. Σε καμία άλλη εξουσία, οποιαδήποτε μορφή κι αν αυτή παίρνει: ουσίες, θρησκείες, έθνη, ιδεολογίες, ανθρώπους… Γι’ αυτό κι εγώ θα ευχηθώ ο νέος χρόνος να φέρει ελευθερία τόσο στον μικρόκοσμο μας, όσο και στον μακρόκοσμο.
[Το παραπάνω κείμενο είναι εμπνευσμένο από συζήτηση μου με τον Mortezza Jafari, σκηνοθέτη από το Ιράν, μα πάνω από όλα άνθρωπο, άξιο θαυμασμού.]