Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένα παγκάκι.
Περίεργα ξεκινάμε…
Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένα παγκάκι κοντά στο ποτάμι. Ήταν ένα παγκάκι σαν όλα τα άλλα. Ξύλινο με σιδερένια πλάτη και πόδια. Μα εκείνο είχε κάτι ξεχωριστό. Όχι σε εμφάνιση αλλά σε όλα εκείνα που είχε να διηγηθεί. Οι επισκέπτες του ήταν πολύ ιδιαίτεροι. Δεν έμενε μοναχό του σχεδόν ποτέ. Ήταν και σε ωραίο μέρος βλέπεις… Δίπλα στο ποτάμι.
Παρόλο που πάντα είχε κόσμο να «κάθεται» μαζί του, ένιωθε μόνο. Τα πρωινά τα παιδιά έδιναν όρκους αγάπης και φιλίας σε αυτό το παγκάκι. Για να μείνουν ανεξίτηλοι οι όρκοι τους στο χρόνο τους χάραζαν πάνω στο παγκάκι, ή απλά το ζωγράφιζαν. Αν και αυτό το έκανε να νιώθει πολύ όμορφα, εκείνο παρέμενε λυπημένο και ένιωθε μόνο.
Ένιωθε πως είναι μόνο γιατί καθώς ο ήλιος παραχωρούσε τη θέση του στο φεγγάρι, η ζωντάνια και τα γέλια παρέδιδαν τη θέση τους στη μελαγχολία και την ησυχία. Μόνο το ποτάμι είχε για να μη νιώθει μόνο του. Δεν ήταν λίγο αλλά δεν ήταν και αρκετό.
Ένα βράδυ του Ιούνη καθώς νύχτωνε το παγκάκι άρχισε πάλι να στεναχωριέται. Μα δεν ήξερε πως αυτό το βράδυ δεν ήταν ίδιο με όλα τα υπόλοιπα. Από το βράδυ εκείνο και για πολύ καιρό εκείνο θα φιλοξενούσε κάτι πολύ σπουδαίο. Εκείνο το βράδυ το παγκάκι άρχισε να φιλοξενεί εμάς. Έγινε στέκι…
Επάνω του χαράχτηκαν πολύ όμορφα λόγια ακόμα και αν δε γράφτηκαν ποτέ. Το συντρόφευαν πολλά όμορφα συναισθήματα. Δεν ήταν πια μόνο του τα βράδια, είχε εμάς.
Οι νύχτες του απέκτησαν άλλο νόημα μόνο και μόνο επειδή μας φιλοξενούσε…
Οι νύχτες μας απέκτησαν άλλο νόημα μόνο και μόνο επειδή μας φιλοξενούσε…
Όλα ήταν τόσο όμορφα στη θέση αυτή δίπλα στο ποτάμι. Εγώ, εσύ, το παγκάκι, 2 ποτήρια και ένα μπουκάλι κρασί.
Η τελευταία φορά που το επισκεφτήκαμε μαζί ήταν έτσι. Γέλια, φωνές, τσακωμοί και κλάματα όλα εκεί, στο παγκάκι μας. Θυμάμαι που μέσα στη μέρα τσακωνόμασταν και το βράδυ όλα λύνονταν σε αυτό το παγκάκι.
Ο,τι και να συνέβαινε μεταξύ μας εκεί θα λυνόταν.
Μα τώρα πέρασε καιρός, τα παραμύθια τελειώνουν και δεν έχουν όλα αίσιο τέλος. Το παγκάκι αυτό τα βράδια εξακολουθεί να είναι μονάχο. Ακόμα και εγώ να του κρατήσω παρέα δε θα είναι το ίσιο χωρίς εσένα. Τίποτα δε θα είναι το ίδιο χωρίς εσένα.
Θυμάμαι εκείνο το βράδυ, το τελευταίο μας βράδυ. Όταν οι λέξεις στέρεψαν και το μπουκάλι άδειασε σηκώθηκες και με πήρες από το χέρι. Πήγαμε κοντά στο ποτάμι και μου ζήτησες να κάνω μια ευχή. Το ίδιο έκανες και εσύ και μετά σφράγισες το μπουκάλι και το άφησες να ταξιδέψει έχοντας πάρει μαζί του ένα από τα όνειρά μας.
Αυτό ήταν. Τελείωσε.
Μια φορά και έναν καιρό…
Η ευχή που έκανα ήταν για ένα παραμύθι που ξεκίνησε σε ένα παγκάκι και δεν έχει τελειώσει ακόμη.
Ήταν για ένα παραμύθι που θα έχει το ομορφότερο τέλος απ’ όλα τα παραμύθια που έχουν γραφτεί κατά καιρούς, ακόμα και για αυτά που μιλούν για παγκάκια…
https://youtu.be/D3FhDO2e4HQ