Δεν είναι άξιο απορίας που η τελευταία σκηνοθετική απόπειρα του John Krasinski έχει τραβήξει τα βλέμματα κοινού και κριτικών. Όταν σε μια ταινία τρόμου αναλαμβάνει τη σκηνοθεσία, συνυπογράφει το σενάριο και πρωταγωνιστεί στο πλευρό της Emily Blunt, μία φυσιογνωμία που είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την κωμωδία, είναι αδύνατον να μην εγείρονται ερωτήματα, αμφιβολίες και προβληματισμοί για το τελικό αποτέλεσμα.
Είναι πλέον προφανές ότι ο John Krasinski πασχίζει ευλαβικά να αφήσει πίσω του το ρόλο του Jim Halpert («The Office») που τον ανέδειξε και φαίνεται αποφασισμένος να μην υποφέρει από την ανίατη ασθένεια εκείνων των τηλεοπτικών ηθοποιών, που είναι καταδικασμένοι να ταυτίζονται για πάντα με το χαρακτήρα που υποδύθηκαν κάποτε και τους χάρισε τη δόξα. Οι μικροί και μεγάλοι ρόλοι που ανέλαβε μετά το «The Office», δεν του προσέφεραν την προσοχή που θα ήθελε και δεν τον ανέδειξαν στον ολοκληρωμένο και σαφώς πιο ώριμο ηθοποιό που πάσχιζε να αποδείξει μέχρι σήμερα ότι έχει μέσα του.
Το «A Quiet Place» λοιπόν, είναι το μεγάλο στοίχημα που ο Krasinski κατάφερε να κερδίσει. Πραγματοποιώντας μια στροφή 180 μοιρών, δραστηριοποιείται για πρώτη φορά με το ριψοκίνδυνο είδος του τρόμου και παραδίδει μία εκκωφαντικά ήσυχη ταινία, που δεν αφήνει περιθώρια χαλάρωσης και εφησυχασμού. Διατηρώντας συνεχώς ζωντανή την αίσθηση μιας αρχικά απροσδιόριστης και πανταχού παρούσας απειλής, κατασκευάζει ένα δυστοπικό τοπίο του κοντινού μέλλοντος, το οποίο διέπεται από τη βασική αρχή της απόλυτης σιωπής. Κάθε θόρυβος εξισώνεται με την απειλή και κάθε λάθος κίνηση μπορεί να επιφέρει βέβαιο θάνατο από τα πλάσματα που εξουσιάζουν πλέον την ανθρωπότητα.
Καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας, δίνεται μεγάλη βάση στις λεπτομέρειες, τους κανόνες και τον καθημερινό τρόπο ζωής της οικογένειας που έχει καταφέρει να επιβιώσει, αλλά και τους λόγους που το έχει καταφέρει αυτό. Το soundtrack του Marco Beltrami, αν και είναι κατά βάση μινιμαλιστικό και λιτό, ίσως θα μπορούσε να εκλείπει σε ορισμένες από τις σκηνές που χρησιμοποιήθηκε, ώστε να δοθεί μεγαλύτερη βαρύτητα στο concept του απαράβατου κανόνα επιβίωσης, εκείνου της απόλυτης σιωπής. Η σκηνοθεσία είναι κάτι παραπάνω από ικανοποιητική και οι υποκριτικές ικανότητες των ηθοποιών, ενηλίκων και παιδιών συμπεριλαμβανομένων, συμπληρώνουν και ενισχύουν αποτελεσματικά την εμπειρία της θέασης.
Ωστόσο, όπως είναι σχετικά αναπόφευκτο με το είδος του τρόμου, το «Α Quiet Place» δεν καταφέρνει να ξεφύγει από τον πειρασμό να υποπέσει στο αμάρτημα των κλισέ και των συγκυριακών σεναριακών διευκολύνσεων, που μεταφράζονται μεταξύ άλλων τόσο σε αχρείαστα jump scares, όσο και σε φθαρμένους από τη χρήση μηχανισμούς προώθησης της πλοκής.
Παρ’ όλα αυτά όμως, τα χαρακτηριστικά που καθιστούν το «A Quiet Place» ιδιαίτερo και καινοτόμο για το είδος του, μπορούν εύκολα και άκοπα να επισκιάσουν τα όποια ελαττώματα παρουσιάζει. Πρόκειται αναμφίβολα για μία από τις πιο ενδιαφέρουσες και αγωνιώδεις ταινίες τρόμου των τελευταίων χρόνων, που θα μείνουν για καιρό στο επίκεντρο της συζήτησης και θα βοηθήσουν τον Krasinski να σταματήσει επιτέλους να επιβιώνει στην απόλυτη σιωπή…