Δεν είναι λίγες οι φορές που το όνομα και η φυσιογνωμία ενός ηθοποιού συγχέονται με τους μεγαλύτερους ρόλους που τον οδήγησαν στο πάνθεον της υποκριτικής.
Ποια είναι τα χαρακτηριστικά εκείνα που καθορίζουν στην κοινή γνώμη, το αν ένας ηθοποιός είναι «κωμικός» «σοβαρός», «τηλεοπτικός» ή αμιγώς «κινηματογραφικός»; Είναι οι πιο γνωστές του απόπειρες στην τέχνη της υποκριτικής, που τον καθιέρωσαν και τον ανέδειξαν; Κι αν ναι, τι συμβαίνει με εκείνους τους ηθοποιούς, οι οποίοι παρ’ όλο που κατάφεραν να κερδίσουν το κοινό με εμβληματικούς ρόλους που εντάσσονται σε ένα συγκεκριμένο είδος, συνεχίζουν να ρισκάρουν και να δοκιμάζουν κάτι διαφορετικό, χωρίς να επαναπαύονται σε περασμένα μεγαλεία; Η απάντηση προσφέρεται περίτρανα από τον ταλαντούχο, πολυδιάστατο και ακούραστο ηθοποιό Steve Carell.
Γεννηθής το 1962 στη Μασαχουσέτη, ο Steve Carell θα έπρεπε να περιμένει παραπάνω από 20 χρόνια, για να ανακαλύψει την κλίση του στην υποκριτική. Αφού εργάστηκε για 6 μήνες ως ταχυδρόμος , επιχείρησε τα πρώτα του δειλά βήματα στην υποκριτική το 1986, όταν πρωταγωνίστησε στο κωμικό μιούζικαλ «Knat Scatt Private Eye». Η πρώτη του εμφάνιση στο γυαλί, θα ερχόταν λίγα χρόνια αργότερα και πιο συγκεκριμένα το 1989, όταν έπαιξε σε διαφήμιση της αλυσίδας fast food εστιατορίων «Brown’s Chicken».
Η δεκαετία του ’90 τον υποδέχεται με ένα πολύ μικρό ρόλο στην κωμωδία «Curly Sue» (1991) με πρωταγωνιστή τον James Belushi, αλλά η στιγμή που θα διέπρεπε, θα αργούσε λίγο ακόμα να έρθει. Περίπου στα μέσα της δεκαετίας, ξεκινά με αργά αλλά σταθερά βήματα η αναγνώριση του ταλέντου του στην κωμωδία, με τους ρόλους του στις τηλεοπτικές σειρές «The Dana Carvey Show» (1996) και «Over the Top»(1997), χωρίς όμως να καταφέρνει να αφήσει το στίγμα του, τόσο στο είδος της κωμωδίας, όσο και εκτός των συνόρων των ΗΠΑ, κάτι που ευτυχώς για εκείνον και τους θαυμαστές του, δεν τον πτόησε καθόλου. Αυτό θα συνεχιστεί μέχρι το τέλος της δεκαετίας, που κλείνει μάλλον απογοητευτικά, βάσει του μέχρι τότε φτωχού βιογραφικού του.
Όλα όμως φαίνεται να αλλάζουν δραματικά για την καριέρα του Carell, 3 χρόνια μετά την άφιξη της νέας χιλιετίας. Το 2003 και μετά από κάποιους άγνωστους και αδιάφορους ρόλους υποδύεται τον Evan Baxter, το αντίπαλο δέος του Jim Carrey στην ταινία «Bruce Almighty». Αν και ο χρόνος που έπαιξε στην ταινία ήταν περιορισμένος και παρ’ όλο που κλήθηκε να ανταγωνιστεί άτυπα ένα βετεράνο της Αμερικάνικης κωμωδίας, ο Steve Carell κατόρθωσε το ακατόρθωτο. Όχι μόνο ενσάρκωσε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τον τραγελαφικά αλαζόνα δημοσιογράφο και παρουσιαστή, αλλά κατάφερε και να σηκώσει στους ώμους του ίσως την πιο ξεκαρδιστική σκηνή της ταινίας και να αναδείξει το ταλέντο του και σε ένα πιο ευρύ κοινό, μια ευκαιρία που δεν του είχε παρουσιαστεί ποτέ μέχρι τότε.
Από εκείνο το καθοριστικό σημείο και μετά, η καριέρα του θα άλλαζε μια για πάντα και θα απογειωνόταν κατακόρυφα. Ένα χρόνο αργότερα το 2004, θα συμπρωταγωνιστήσει στο πλευρό του Will Ferell και του Paul Rudd στην κωμωδία «Anchorman: The Legend of Ron Burgundy», υποδυόμενος τον εκκεντρικό και αψυχολόγητο δημοσιογράφο Brick Tamland, ένας ρόλος σαφώς μεγαλύτερος από κάθε προηγούμενο, που θα του άνοιγε διάπλατα τις πόρτες για το ένδοξο 2005, την πιο καθοριστική χρονιά της καριέρας του.
H απρόσμενη φήμη και η περίοδος του «Τhe Office»
Τη χρονιά εκείνη θα προβληθεί στο κανάλι NBC το mockumentary «The Office», μια αμερικάνικη διασκευή της περιβόητης και αξεπέραστης κατά τα φαινόμενα αγγλικής παραγωγής με το ίδιο όνομα, δια χειρός Ricky Gervais. Επρόκειτο με λίγα λόγια για ένα ιδιότυπο και προσποιητά ρεαλιστικό ντοκιμαντέρ, που αποτύπωνε την καθημερινότητα των εργαζόμενων μιας μικρής άγνωστης εταιρείας, σε μία εξίσου μικρή και άγνωστη πόλη (Scranton).
Τα remakes εντάσσονταν από τότε στα πλαίσια της προσφιλούς τακτικής των στούντιο για εύκολο χρήμα με ήδη δοκιμασμένες ιδέες και επικλήσεις στις νοσταλγικές χορδές των θεατών. Μία χλιαρή αντιμετώπιση επομένως τόσο του κοινού, όσο και των κριτικών, φαινόταν ότι θα είναι κάτι σχετικά αναπόφευκτο. Κανείς όμως δεν μπορούσε να προβλέψει αυτό που συνέβη λίγο αργότερα. Το αμερικάνικο «The Office» όχι μόνο κατάφερε να επισκιάσει το αγγλικό πρωτότυπό του, αλλά μετατράπηκε σε ένα από τα πιο επιδραστικά φαινόμενα της ποπ κουλτούρας, διαμορφώνοντας το χιούμορ μιας ολόκληρης γενιάς και μετατρέποντας σε κοινά σημεία αναφοράς, τις άβολες καθημερινές συναναστροφές στο χώρο εργασίας.
Και είναι αυτονόητο το ποιος έχει το μεγαλύτερο μερίδιο ευθύνης γι’ αυτή την απρόσμενη επιτυχία. Αν επρόκειτο για κάποιον άλλο, ίσως ακόμα μιλούσαμε για εκείνο τον ηθοποιό που έπαιζε κάποτε τον Michael Scott, αγνοώντας το πραγματικό όνομα του Steve Carell. Ο ρόλος του αφεντικού που μπλέκεται συνεχώς στις προσωπικές υποθέσεις των εργαζόμενων του, που λαχταρά προσοχή και επιβεβαίωση και που φέρνει συνεχώς τους ανθρώπους γύρω του σε αμηχανία, είναι πλέον άρρηκτα συνδεδεμένος με τη φυσιογνωμία του Steve Carell, που δίνει ρεσιτάλ ερμηνείας σε κάθε επεισόδιο των 7 και κάτι σεζόν που παρέμεινε στη σειρά.
Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Η πρώτη σεζόν του «The Office» δεν είχε αρχικά τη θερμή ανταπόκριση που θα αποκτούσε αργότερα και ο Τύπος της εποχής το συνέκρινε (αναπόφευκτα) με το ήδη κλασσικό πρωτότυπο. Όλα έδειχναν ότι η σειρά σύντομα θα κοβόταν και θα χανόταν στη λήθη, όπως τόσες άλλες που δεν κατάφεραν να ξεπεράσουν τη μια σεζόν.
Ο ρόλος όμως του Steve Carell στο «The 40 Year Old Virgin» (2005) και η αναπάντεχη επιτυχία της ταινίας, θα ωθούσε το κανάλι να ανανεώσει τη σειρά και για δεύτερη σεζόν, μία κίνηση που απέδωσε καρπούς τόσο για το ίδιο το NBC, όσο και την καριέρα του Carell. Από τότε, το αμερικάνικο «The Office» χάραξε τη δική του αυτόνομη πορεία και τρύπωσε για τα καλά στις καρδιές των θεατών, που ακόμα παραμιλούν για μία από τις καλύτερες κωμικές σειρές και τους ιδιαίτερους και καλοδουλεμένους χαρακτήρες της. Ο ίδιος ο Carell μάλιστα, έχει δηλώσει πως πριν ξεκινήσουν τα γυρίσματα της σειράς, ξεκίνησε να παρακολουθεί το αγγλικό πρωτότυπο, αλλά γρήγορα αποφάσισε να σταματήσει, έτσι ώστε να μην επηρεαστεί από το παίξιμο του Ricky Gervais και να δημιουργήσει τη δική του εκδοχή του Michael Scott. Ευτυχώς…
Το 2006 θα είναι η χρονιά που ο αναγνωρίσιμος και σαφώς πιο ώριμος καλλιτεχνικά Steve Carell, θα ξεκινήσει να χαράσσει νέα πορεία, συμμετέχοντας στην οσκαρικών προδιαγραφών κωμωδία «Little Miss Sunshine». Η ταινία θα καταφέρει να αποσπάσει 2 χρυσά αγαλματίδια, αυτά του καλύτερου πρωτότυπου σεναρίου και του Β’ ανδρικού ρόλου για τον Alan Arkin, ενώ ταυτόχρονα θα είναι υποψήφια και σε άλλες 2 κατηγορίες, αυτές της καλύτερης ταινίας και του Β’ γυναικείου ρόλου για την Abigail Breslin. Χωρίς να αφήνει ακόμα πίσω του ολοκληρωτικά την κωμωδία, ο Steve Carell προσελκύει πλέον τα βλέμματα τόσο της Ακαδημίας, όσο και μιας καινούριας μερίδας κοινού, που μέχρι τότε αγνοούσε την ύπαρξή του.
Ένα αποτυχημένο sequel του Bruce Almighty («Evan Almighty»), μερικά voice acting σε παιδικά animation («Over the Hedge», «Horton Hears a Who!», «Despicable Me») και κάμποσοι βασικοί ρόλοι σε μέτριες ή πετυχημένες εισπρακτικά ταινίες ( «Get Smart» ), θα τον κρατήσουν αρκετά απασχολημένο μέχρι το 2013, που θα λήξει το συμβόλαιό του με το NBC. Ο αγαπημένος πλέον Michael Scott, παίρνει τη γενναία απόφαση να αποχαιρετήσει τη σειρά που τον ανέδειξε, για να αφοσιωθεί στην κινηματογραφική του καριέρα και να αποδείξει σε όλους ότι εκτός από κωμωδία, μπορεί να μεγαλουργήσει και σε άλλα, πιο δύσβατα μονοπάτια. Και αναμφίβολα, πρόκειται για ένα στοίχημα που κέρδισε πανηγυρικά.
Η μεγάλη στροφή στην καριέρα του
Είμαστε πλέον στο κοντινό 2014 και μόνο ένας προκατειλημμένος θα αδυνατούσε να αντιληφθεί το πολύπλευρο ταλέντο του Steve Carell. Η στερεοτυπική άποψη που θέλει τους κωμικούς ηθοποιούς να αδυνατούν να υποδυθούν σοβαρούς και δραματικούς ρόλους, έχει καταρριφθεί ουκ ολίγες φορές στο παρελθόν. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί αυτό του Jim Carrey, που τόσο στο «Eternal Sunshine of the Spotless Mind», όσο και στο «Number 23», κατάφερε να εντυπωσιάσει το κοινό με την απρόσμενη μεταμόρφωσή του και να αποδείξει ότι το να ξεκινάς την καριέρα σου σαν κωμικός, δε σημαίνει απαραίτητα πως πρέπει να αποσυρθείς από αυτήν και σαν κωμικός.
Αυτό πρέπει να περνούσε και από το μυαλό του Steve Carell, όταν κέρδισε τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην ταινία «Foxcatcher» (2014) του Bennett Miller. Πρόκειται για την αληθινή ιστορία του John du Pont, ενός εκκεντρικού εκατομμυριούχου που προσέγγισε τα αδέρφια και πρωταθλητές πάλης Mark Schultz και Dave Schultz, έτσι ώστε να προπονηθούν μαζί του και να πάρουν μέρος στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1988 στη Σεούλ.
Το αποτέλεσμα είναι εντυπωσιακό. Αν και δεν είναι η πρώτη φορά που ο Carell επιχειρεί να υποδυθεί έναν σοβαρό ρόλο με έντονο δραματικό υπόβαθρο, είναι σίγουρα η πρώτη φορά που αφήνει τους πάντες άφωνους με την ερμηνεία και την εξωπραγματική του μεταμόρφωσή. Και δεν είναι μόνο το υποδειγματικό make up που χρησιμοποιήθηκε για την αλλοίωση του προσώπου του, αλλά πρόκειται και για ολόκληρη τη σκηνική του παρουσία και τον τρόπο με τον οποίο στέκεται στο χώρο και εκφέρει τις ατάκες του. Σε κάθε σκηνή της ταινίας, ο Michael Scott και κάθε τραγελαφικός χαρακτήρας που έχει υποδυθεί στο παρελθόν, εξαφανίζεται σταδιακά από το πρόσωπο του Steve Carell και αναδύεται ένας ώριμος και αποφασισμένος ηθοποιός, που δε θέτει κανένα απολύτως όριο στο παίξιμό του. Δεν είναι υπερβολικό να πούμε ότι ο συγκεκριμένος ρόλος αποτελεί το επίσημο ξεκίνημα μιας κινηματογραφικής καριέρας με υψηλές απαιτήσεις, που δε συμβιβάζεται με ένα παχυλό μισθό και μία απόπειρα για αναγνωρισιμότητα. Ο Carell δεν έχει ανάγκη άλλωστε για τίποτα από τα 2, σε αυτή τη φάση της καριέρας του.
Για την ιστορία, η ταινία ήταν υποψήφια για 5 Όσκαρ, συμπεριλαμβανομένου και εκείνου του Α’ ανδρικού ρόλου για τον Steve Carell, που δυστυχώς όμως δεν κατάφερε στο τέλος να κερδίσει. Είχε αποδείξει περίτρανα ωστόσο, αυτό ακριβώς που ήθελε.
Ένα χρόνο αργότερα (2015) θα πρωταγωνιστήσει στο οσκαρικό «The Big Short», την ιστορία μιας ομάδας επενδυτών, που κατάφεραν να προβλέψουν έγκαιρα το μεγάλο κραχ του 2008 και να το εκμεταλλευτούν προς όφελός τους. Η ταινία πήρε διθυραμβικές κριτικές και εκτός από το Όσκαρ διασκευασμένου σεναρίου που κέρδισε, είχε προταθεί για άλλα 4.
Χωρίς να κάνει κανένα απολύτως διάλειμμα, πρωταγωνίστησε στο μέτριο κατά πολλούς «Cafe Society»(2016) του Woody Allen, στο «Battle of the Sexes»(2017) στο πλευρό της Emma Stone και στο «Last Flag Flying» του Richard Linklater. Κι αν κάποιος πιστέψει έστω και για μια στιγμή ότι μετά από όλα αυτά, σκοπεύει να επαναπαυτεί και να χαλαρώσει, κάνει μεγάλο λάθος, μιας και έχουν ήδη κυκλοφορήσει τα trailer για 2 από τις επερχόμενες ταινίες που θα πρωταγωνιστήσει:
«Beautiful Boy»
«Welcome to Marwen»
Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, έχει ανακοινωθεί επίσημα ότι θα πρωταγωνιστήσει και στην ταινία «Backseat», που θα κυκλοφορήσει το 2018, στο πλευρό του Christian Bale, της Amy Adams και του Sam Rockwell. Η ταινία θα αφορά την ιστορία του Dick Cheney, του διαβόητου αντιπροέδρου της κυβέρνησης Bush (του νεότερου) και το πώς οι πολιτικές του διαμόρφωσαν τη σύγχρονη πραγματικότητα. Τον Dick Cheney θα υποδυθεί ο Christan Bale, ενώ ο Carell έχει ήδη ξεκινήσει να μελετά το χαρακτήρα του Donald Rumsfeld, του ανθρώπου που διετέλεσε μεταξύ άλλων και Υπουργός Άμυνας της κυβέρνησης Bush, από το 2001 έως το 2006.
Όσο και να φαίνεται πάντως ότι πασχίζει να αλλάξει πορεία και παρά το γεγονός ότι οι τελευταίες του επαγγελματικές αποφάσεις προδίδουν μία διάθεση αποστασιοποίησης από το παρελθόν του, ο Steve Carell δεν είναι πρόθυμος να αφήσει για πάντα πίσω του την κωμωδία. Όπως έχει δηλώσει και σε συνέντευξή του στο παρελθόν: «Θα μου άρεσε να κάνω άλλη μια κωμωδία. Μα μερικές φορές, επιλέγεις το καλύτερο από αυτά που εμφανίζονται μπροστά σου. Και τα τελευταία χρόνια, (αυτά που εμφανίζονται μπροστά μου) τείνουν να είναι πιο δραματικά».
Ούτως ή άλλως, όπως κι αν αποφασίσει να κινηθεί από δω και πέρα, είναι σίγουρο ότι δε σκοπεύει να μας απογοητεύσει…
Πηγές
https://www.thedailybeast.com/why-steve-carell-has-left-comedy-behindfor-now