Ο Πέδρο Αλμοδόβαρ γεννήθηκε στις 25 Σεπτεμβρίου 1949 σε ένα μικρό χωριό της Ισπανίας στην Cazalda (είναι και το χωριό του Δον Κιχώτη). Μόλις στα 8 του χρόνια μετακομίζει σε μία κωμόπολη της Ισπανίας στην Extremadure μαζί με την οικογένεια του, εκεί παρακολούθησε μαθήματα σε εκκλησιαστικό σχολείο Φραγκισκανών μοναχών. Οι άσχημες εμπειρίες που αποκομίζει από τον χώρο αυτό σε συνδυασμό με το κλίμα της αυστηρής πειθαρχίας και της υποκριτικής ευλάβειας, έχουν σαν αποτέλεσμα να χάσει την πίστη του στον Θεό και παράλληλα τον ωθούν στον Κινηματογράφο (Thanks God for that!).
Ένα χαρακτηριστικό του Πέδρο Αλμοδόβαρ είναι σίγουρα η εμμονή του στα γυναικεία πρόσωπα που εστιάζει σχεδόν σε όλες τις ταινίες του, έχει χαρακτηριστεί σκηνοθέτης γυναικών. Οι γυναίκες του Αλμοδόβαρ προβάλλονται μέσα από διάφορους ρόλους, από τη μητέρα (στην οποία εστιάζει σε μεγάλο βαθμό) στην κόρη, από τη σύζυγο στην ερωμένη, από τη λεσβία στην τραβεστί και από το θύμα στη δολοφόνο. Άλλο ένα στοιχείο του σκηνοθέτη είναι η ατέρμονη υπερβολή: στις σεξουαλικές προτιμήσεις, στο κιτς στοιχείο, ενώ διαπιστώνουμε μία ωριμότητα από τα πρώτα άτεχνα φιλμ του μέχρι τη διεθνή αναγνώριση του σκηνοθέτη μέχρι σήμερα.
Έχοντας αρχίσει να ωριμάζει δημιουργικά, αντιλαμβανόμενος την αφηγηματική αξία του γκρο πλάνου και τη δυναμική που κρύβει η πιο λιτή κινηματογραφική γραφή, κλείνει το 1984 την Κάρμεν Μάουρα σε ένα αποπνικτικό μαδριλένικο διαμέρισμα στο «Μια Ζωή Ταλαιπωρία». Ένα ντόμινο παράλογων καταστάσεων και μια σειρά περίεργων ηρώων συνθέτουν ένα διασκεδαστικό φεμινιστικό πόνημα που θα γνωρίσει μεγάλη επιτυχία κι εκτός συνόρων. Στη συνέχεια, ο Ισπανός στιλίστας βάζει σε δεύτερο πλάνο την ποπ αισθητική και το κραυγαλέο κιτς –αλλά χωρίς να τα αποχωριστεί ποτέ– και κατευνάζει το σουρεαλιστικό του οίστρο για να αφηγηθεί δύο ανθρώπινες ιστορίες που ξεχειλίζουν από πόθο και σεξουαλική ηδονή.
Το «Ματαντόρ», η βίαιη ιστορία δύο εραστών-κυνηγοί, και ο «Νόμος του Πόθου», η πιο προσωπική στιγμή της καριέρας του με πρωταγωνιστή έναν ομοφυλόφιλο σκηνοθέτη, θα αποτελέσουν το πέρασμά του σε ένα πιο σκοτεινό κινηματογραφικό σύμπαν καθώς και τον προάγγελο της μέχρι τότε πιο ώριμης δουλειάς του «Γυναίκες στα Πρόθυρα Νευρικής Κρίσης», η οποία θα τον κάνει γνωστό στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού και θα του χαρίσει μια οσκαρική υποψηφιότητα το 1988. Επίσης, θα αναδείξουν τον Αντόνιο Μπαντέρας σε ιδανικό πρωταγωνιστή του.
Γυναίκες έτοιμες για όλα
Στις «Γυναίκες…» το ντελιριακό σινεμά του Αλμοδόβαρ, ο εξτραβαγκάντ διάκοσμος και τα γνώριμα φετίχ συνδυάζονται με ένα καλοδουλεμένο σενάριο που κρύβει στοιχεία θρίλερ κι εξωφρενικής κωμωδίας καταστάσεων –ποιος μπορεί να ξεχάσει τις απρόβλεπτες διαδρομές του υπνωτικού γκασπάτσο; Η εμφάνισή του στην τελετή των Όσκαρ χωρίς την Κάρμεν Μάουρα θα σημάνει και το τέλος εποχής για μια παθιασμένη συνεργασία και παράλληλα την αναζήτηση μιας νέας μούσας. Τη βρίσκει στο πρόσωπο της Βικτόρια Αμπρίλ, με την οποία γυρίζει τρεις ταινίες με αρκετά κοινά δημιουργικά στοιχεία. Πρώτα έρχεται το «Δέσε Με!» (1990), στο οποίο ένας σχιζοφρενής απάγει μια σταρ του σινεμά και την κρατά δεμένη στο κρεβάτι μέχρι να τον ερωτευτεί και να κάνουν μαζί οικογένεια!
Οι φεμινίστριες που έπιναν νερό στο όνομά του «αφρίζουν», αλλά ο ίδιος συνεχίζει απτόητος με τα χαμηλών τόνων «Ψηλά Τακούνια», ένα πειραγμένο μελόδραμα που θα μας προϊδεάσει για τη μετέπειτα ώριμη περίοδό του. Με την «Κίκα» ο Αλμοδόβαρ παραδίδει μια ξεκαρδιστική σάτιρα πάνω στην κοινωνία του θεάματος και μια ανεπανάληπτα αστεία σκηνή βιασμού. Η Βικτόρια Αμπρίλ θα γίνει η δεύτερη από μια μακρά σειρά συνεργάτιδων που τον εγκαταλείπει μη αντέχοντας τις καταπιεστικές σκηνοθετικές οδηγίες του. Η πιο «κανονική» ταινία του, το «Μυστικό μου Λουλούδι» (1995), περνάει σχεδόν απαρατήρητη, ενώ η «Καυτή Σάρκα» (1997) αποτελεί το πιο σαφές και πλήρες σχόλιο του Ισπανού σκηνοθέτη πάνω στο φρανκισμό σε ολόκληρη την καριέρα του. Ο Πέδρο Αλμοδόβαρ είναι πλέον έτοιμος να παραδώσει το πιο ολοκληρωμένο έργο της καριέρας του.
Η ώριμη αλμοδοβαρική περίοδος
Λίγο πριν από το Millennium ο Ισπανός βιρτουόζος παρουσιάζει το απόλυτο αριστούργημά του. Μπορεί όλα αυτά τα χρόνια ο Αλμοδόβαρ να αποδομούσε τον κώδικα του μελοδράματος παρουσιάζοντας τις πλέον αντισυμβατικές εκδοχές του, όμως το «Όλα για τη Μητέρα μου» αποτελεί αναμφίβολα το κινηματογραφικό απόσταγμα του αλμοδοβαρικού σύμπαντος. Όλες οι εμμονές και τα δημιουργικά φετίχ του είναι παρόντα, και μάλιστα στην πιο ακραία τους εκδοχή: τρανσέξουαλ πατεράδες, εγκυμονούσες καλόγριες φορείς του AIDS, γκέι πάθη, ναρκωτικά, κορεσμένα κόκκινα μοτίβα, κιτς αισθητική, γόβες-στιλέτο, σκοτεινή μητροπολιτική αύρα. Όλα αυτά μπολιασμένα με έναν απαράμιλλο ύμνο για τη γυναίκα και τη μητρότητα, σε ένα υπαρξιακό μελόδραμα που φτάνει μέχρι το σημείο να νικήσει το θάνατο…
Το «Όλα Για τη Μητέρα Μου» προσφέρει στον Ισπανό σκηνοθέτη το βραβείο σκηνοθεσίας στις Κάνες κι ένα Όσκαρ που του χρωστούσε εδώ και καιρό η Ακαδημία, σηματοδοτώντας έτσι το πέρασμά του στην πιο ώριμη περίοδο του. Το προκλητικό δημιουργικό παρελθόν του πλέον θα συνυπάρξει αρμονικά με έναν βαθύ ανθρωπισμό που θα πλημμυρίσει από εκεί και μετά το έργο του. Το «Μίλα της» (2002) ξαναφέρνει τον Αλμοδόβαρ στο Λος Άντζελες για να παραλάβει το Όσκαρ πρωτότυπου σεναρίου για μια ταινία που έρχεται ως ιδανική συνέχεια της ήπιας κι ευαίσθητης πλέον κινηματογραφικής γραφής του. Η «Κακή Εκπαίδευση» θα αποτελέσει μια προσωπική και ημι-αυτοβιογραφική παρένθεση, με την αγαπημένη του θεματική της «ταινίας μέσα στην ταινία» να εμφανίζεται γι’ ακόμη μία φορά (θα τη δούμε στην πιο ακραία της μορφή λίγα χρόνια μετά, στις «Ραγισμένες Αγκαλιές»), ενώ το «Γύρνα Πίσω» φεύγει από τις Κάννες με δύο βραβεία (σεναρίου και γυναικείας ερμηνείας) και την υποψήφια για Όσκαρ Πενέλοπε Κρουζ να εντυπωσιάζει με τη μεστή ερμηνεία της.
Στις «Ραγισμένες Αγκαλιές», τον επόμενο –εξαίσιο– κρίκο στη μελοδραματική δημιουργική αλυσίδα του Ισπανού σκηνοθέτη, ένας τυφλός σεναριογράφος γυρίζει στο παρελθόν για να ξετυλίξει ένα γαϊτανάκι αναμνήσεων σε μια δαιδαλώδη ιστορία με πολλά αφηγηματικά επίπεδα. Το ίδιο περίπλοκη είναι και η ιστορία της τελευταίας του δουλειάς «Το Δέρμα που Κατοικώ», που φλερτάρει περισσότερο από ποτέ με τη φόρμα του θρίλερ. Το φιλμ βασίζεται στο μυθιστόρημα του Τιερί Ζονκέ «Mygale», με έναν πλαστικό χειρουργό –του οποίου η γυναίκα σκοτώθηκε σε αυτοκινητικό δυστύχημα– να έχει μετατρέψει με τη βία μια νεαρή γυναίκα σε πειραματόζωο για να δημιουργήσει πάνω της το άφθαρτο δέρμα. Πολλοί κριτικοί το χαρακτήρισαν ακραία πρόκληση… Παλιά μου –κινηματογραφική– τέχνη κόσκινο για τον Πέδρο.
Αδιαμφισβήτητα είναι ένας από τους πιο ταλαντούχους σκηνοθέτες της γενιάς του, με την τρέλα του και την αγάπη του να φτάνει στα άκρα μας έχει εντυπωσιάσει. Βρίσκει πάντα έναν τρόπο να σε καθηλώνει, και η φετινή του παρουσία ως πρόεδρος στο Φεστιβάλ Καννών έδωσε το στίγμα του και άφησε μία πολύ καλή γεύση, εμείς περιμένουμε να δούμε τι άλλο είναι ικανός να κάνει.