Απελπιστικά έξυπνα σενάρια, με χιούμορ, ρυθμό και όγκο πληροφορίας, έχουν ήδη τοποθετήσει τον συγγραφικό τους πατέρα, Aaron Sorkin, στη λίστα με τις πιο ταλαντούχες «πένες» του κινηματογράφου («The Social Network», «A Few Good Men») και της τηλεόρασης («The Newsroom», «The West Wing»). Μετά από επιτυχημένες συνεργασίες με τεράστια σκηνοθετικά ονόματα, ο Σόρκιν αποφάσισε να βρεθεί κι ο ίδιος πίσω από την κάμερα, καθοδηγώντας την πάντα εντυπωσιακή Jessica Chastain στον ρόλο της πρώην «πριγκίπισσας του poker», Molly Bloom. Το παιχνίδι της Μόλυ («Molly’s Game») είναι λίγο εκτενές και όχι πολύ σίγουρο όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο εκμεταλλεύεται το οπτικό μέσο, αλλά δεν παύει να αποτελεί ένα διασκεδαστικό, αξιοπρεπές ντεμπούτο και μια στέρεη σκηνή για να σταθούν οι πρωταγωνιστές του.
Πρώην σκιέρ, αδερφή πρωταθλητών και κόρη ενός απαιτητικού πατέρα (συγκροτημένη ερμηνεία από τον Kevin Costner) η Molly Bloom αναγκάζεται να παρατήσει το σπορ και τις φιλοδοξίες της, μετά από μια σοβαρή πτώση στην πίστα. Το αρχικό σχέδιο είναι να γίνει δικηγόρος, όμως κάθε καινούργια ευκαιρία να ζήσει με ένταση και ανταγωνισμό την σπρώχνει να αναβάλει τις σπουδές της και κάπως έτσι θα βρεθεί υπεύθυνη για την οργάνωση μεγάλων παιχνιδιών πόκερ στο Los Angeles, ως βοηθός ενός μισογύνη παραγωγού. Θηλυκή «γλάστρα» και δόλωμα στην αρχή, η Molly πατάει πάνω σ’αυτό που το αφεντικό δεν υπολογίζει, δηλαδή το μυαλό της. Μαθαίνει στο πι και φι τους κανόνες του παιχνιδιού, αλλά και τις αδυναμίες της ελίτ πελατών που συχνάζουν στο τραπέζι και παίρνει σε μια νύχτα το παιχνίδι στα χέρια της.
Η Chastain αποδίδει εξαιρετικά τη μεταμόρφωση του χαρακτήρα της σε μια σέξι, δυναμική επιχειρηματία με έλεγχο και στρατηγική που, ωστόσο, πάντα θα καθορίζεται από το προφίλ μιας πειθαρχημένης αθλήτριας. Διψάει για τη νίκη, αλλά έχει συνείδηση και ηθικούς φραγμούς, γι’αυτό παίζει πάντα καθαρά.
…Σχεδόν πάντα. Στο απόγειο της δραστηριότητάς της, εκτός από πολλά λεφτά η Molly έκανε ένα εκούσιο λάθος και μερικά ακούσια (αγνοώντας το μελανό ποιόν κάποιων εκ των νέων παικτών). Αυτά τα λάθη πληρώνει στον παροντικό χρόνο της ταινίας (το παρελθόν της αποκαλύπτεται ουσιαστικά με flashbacks και voiceover από την ίδια) αντιμέτωπη με το δικαστήριο κι έναν μηδενικό τραπεζικό λογαριασμό, αφού όλα της τα κέρδη κατασχέθηκαν. Την υπόθεσή της έχει αναλάβει ο διάφανος σαν γυαλί δικηγόρος Charlie Jaffey (Idris Elba) του οποίου οι αρχικοί ενδοιασμοί μετατρέπονται σταδιακά σε μια θερμή, ειλικρινή υπερασπιστική γραμμή, ενώ η δική της εμπιστοσύνη στον μόνο συνομιλητή που είναι ικανός να αντιμετωπίσει το πείσμα της μεγαλώνει.
Με την Chastain να μονοπωλεί το ενδιαφέρον στην πλειοψηφία των σκηνών, είναι εντυπωσιακή η ισορροπία σε εκείνες που μοιράζεται με τον Elba. Η εμφανής χημεία τους ανυψώνει την παρουσία και των δύο, ενώ το σενάριο του Sorkin αναδεικνύεται τότε πιο πολύ από ποτέ, θυμίζοντας κάτι στιχομυθίες στα σκοτεινά γραφεία του «Newsroom, ανάμεσα σε αφεντικά και θερμόαιμους δημοσιογράφους. Ο ίδιος έχει άλλωστε δηλώσει ότι γράφει διαλόγους για «ανθρώπους που μιλάνε σ’ ένα δωμάτιο» κι αυτό, για άλλη μια φορά, είναι προφανές.
Βέβαια, το «Molly’s Game» υποφέρει, λίγο παράδοξα, από το ίδιο του το πλεονέκτημα. Μοιάζει κάποιες φορές να υπηρετεί τόσο έντονα το γραπτό υλικό που η προοπτικές μιας πιο προσεγμένης κινηματογράφησης χάνονται, μπροστά στα κόλπα του λεκτικού ρυθμού και της ατάκας. Υπάρχει επίσης μια χούφτα δραματικών κλισέ που ο Sorkin θα μπορούσε άνετα να αποφύγει, επενδύοντας αντί αυτών σε ένα κοντινό καρέ ή μια σιωπή παραπάνω. Σε κάθε περίπτωση, η ταινία παρακολουθείται άνετα, κινεί την περιέργεια για τα επόμενα σκηνοθετικά βήματα του δημιουργού και αξίζει διπλά για τον όμορφο «χορό» ανάμεσα στους πρωταγωνιστές της.