Το «Roadgames» (1981), μια όαση ανάμεσα στον ωκεανό των μέτριων slasher ταινιών που πλημμύρισαν τη δεκαετία του 80, είναι ένα φιλμ που ξεχωρίζει πολύ γρήγορα με την τρομερή αφηγηματική τεχνική του, ένα θρίλερ με όλη την έννοια της λέξης, με τις αγωνιώδεις σκηνές δράσης και τα προχωρημένα κυνηγητά με την νταλίκα, με τα οποία σίγουρα ο σκηνοθέτης Richard Franklin γέμισε το μπλοκ σημειώσεών του από το αριστουργηματικό «Duel» (1971) του Steven Spielberg. Μολονότι δεν το φτάνει σε μαεστρία, ο εγνωσμένος σκηνοθέτης θα ήταν ένας περήφανος «δάσκαλος» και ας μην ξεπεράστηκε από τον «μαθητή» του. Η αποθεωτική ερμηνεία του Stacey Keach δεν λειτουργεί απλά επικουρικά αλλά είναι εκ των ων ουκ άνευ στοιχείο της ταινίας. Εδώ, στην καλύτερη στιγμή της καριέρας του παίζει καταλυτικό ρόλο στην χώνεψη της βραδείας καύσεως αφήγησης. Ένα ψυχολογικό θρίλερ με slasher στοιχεία, υψηλού επιπέδου ερμηνείες και δη του πρωταγωνιστή που σελαγίζει σε κάθε σκηνή αφού τις μονοπωλεί σχεδόν όλες και δικαίως.
Ένας οδηγός νταλίκας (και όχι νταλικέρης όπως διαρκώς διορθώνει τους συνομιλητές του όταν τον αποκαλούν έτσι), ο Pat (Stacey Keach), είναι ένας φιλοσοφημένος, μοναχικός άντρας με την αυτοπεποίθηση του μπαρουτοκαπνισμένου στην άσφαλτο αλλά και τη ζωή, πλάνητος τύπου. Συνηθίζει να μιλάει μόνος του τις άπειρες ώρες που περνάει νυσταλέα πίσω από το τιμόνι αν και δίπλα του φωλιάζει ο πιστός του φίλος που δεν είναι ακριβώς σκύλος αλλά «ντίνγκο» (ένα είδος αυστραλιανού σκύλου, όπως επίσης σπεύδει να ενημερώσει τους πάντες όταν ακούει την συμβατική λέξη «σκύλος»). Συνομιλεί με το ζώο συντροφιάς του και ξεστομίζει δυνατά τις σκέψεις του αφού δεν θα τον παρεξηγήσει κανείς πίσω από το μεγάλο τζάμι του μεγαθήριου οχήματός του στο οποίο εκτάκτως μεταφέρει κρέατα λόγω του ότι οι αρμόδιοι οδηγοί απεργούν.
Ένα βράδυ σαν όλα τα άλλα που θα το περάσει στην νταλίκα του -ελλείψει κενού δωματίου στο μοτέλ- θα αρχίσει να ψυχανεμίζεται πως κάτι αρκετά αλλόκοτο συμβαίνει, ακόμα και αν έχουν δει πολλά τα μάτια αυτού του τετραπέρατου ταξιδιώτη. Το επόμενο πρωινό μαχμουρλής όπως είναι από τον ύπνο, θα «συλλάβει» με το βλέμμα του έναν περίεργο τύπο με διακριτά αγωνιστικά γάντια αυτοκινήτου και λαθρόβια συμπεριφορά να παρακολουθεί από το παράθυρο του δωματίου του με αγωνία τις σακούλες σκουπιδιών στο απέναντι πεζοδρόμιο, περιμένoντας διακαώς το σκουπιδιάρικο να έρθει να τα παραλάβει. Αυτό ήταν. Πλέον για το υπόλοιπο της ταινίας ο Pat θα είναι ξενιστής του μικροβίου της υποψίας που εισέβαλλε στο μυαλό του περί δολοφονίας και ενδεχομένως -ακόμα χειρότερα- τεμαχισμού και δεν του βγαίνει από το κεφάλι ότι πρέπει να διαλευκάνει αυτό το αποτρόπαιο έγκλημα και να πιάσει τον ακριβοθώρητο υπαίτιο.
Στις απέραντες διαδρομές στην αχανή χλωρίδα της λιοπερίχυτης Αυστραλίας οι δύο άνδρες θα έρθουν στο κυνήγι με τα τετράτροχά τους και αυτός ο μυστήριος τύπος θα γλιτώσει με το πράσινο βανάκι του και θα καταφέρει να κρατήσει απόρρητη την ταυτότητά του. Του Pat του έχει γίνει έμμονη ιδέα ο εντοπισμός του δολοφόνου και θα τσαλακώσει τον καλόγνωμο χαρακτήρα του όντας αγενής και απότομος σε ανθρώπους που θα συναντήσει στην διαδρομή του για τον εντοπισμό του. Και κάπου εκεί η μοίρα θα τον φέρει προ εκπλήξεως με μια κατά πολύ νεότερη του κοπέλα την οποία παρέλαβε σε ωτοστόπ. Αυτό που δεν ξέρει όμως είναι ότι εκείνη το έχει σκάσει από το σπίτι του πατέρα της ο οποίος είναι Αμερικανός Πρέσβης και ως τέτοιος έχει βάλει λυτούς και δεμένους για να την βρει. Και ποια άλλη έχει το μονοπώλιο να συμμετέχει σε μια ταινία με έναν serial killer εκείνη την εποχή της άνθισης του είδους; Φυσικά η ιέρεια των horror movies, η final girl που αγαπήσαμε, Jamie Lee Curtis, σε μια ταινία με όχι πολύ μεγάλο ρόλο παρότι είχε προηγηθεί το κλασσικό πια «Halloween» (1977) του John Carpenter που ήταν ουσιαστικά το βάπτισμα του πυρός για να καθιερωθεί ως horror queen.
Οι καχύποπτοι ντόπιοι δεν θα δείξουν πρόθεση βοήθειας στον πρωταγωνιστή μας αφού αρνούνται να δώσουν πληροφορίες σε έναν «ξένο» μουσαφίρη στα μέρη τους, κάνοντας σαφές ότι η ομερτά στην επαρχία δύσκολα παραβιάζεται. Ο Pat πρέπει να τα καταφέρει μόνος του, ο χρόνος συρρικνώνεται, τα περιθώρια να πιάσει έναν τύπο που καταφέρνει να διαφεύγει την προσοχή μονίμως αλλά και να αποτρέψει και άλλα εγκλήματα που πρόκειται να κάνει, στενεύουν επικίνδυνα. Η ταινία μας συστήνει έναν φιλομαθή, καλλιεργημένο χαρακτήρα με το κύδος που του αρμόζει, με σκληρό κέλυφος και ευαίσθητο ψαχνό, φαινομενικά πληγωμένο συναισθηματικά από τις γυναίκες με καρδιά παιδιού που θέλει και αυτός να βρει την κατάλληλη κοπέλα που θα τον συντροφεύει. Αυτή δεν θα μπορούσε να είναι άλλη από την Hitch, που την υποδύεται η ηφαιστειώδης Jamie Lee Curtis, η scream queen της καρδιάς μας. Η τελευταία μετά την γνωριμία της με τον Pat θα πιαστεί από τον μανιακό με τα λευκά γάντια και ο πρωταγωνιστής μας θα κινήσει γη και ουρανό να την σώσει με κάθε κόστος για τον ίδιο με ένα ρομάντζο να έχει ήδη γεννηθεί μεταξύ των δύο. Θα προλάβει να ευδοκιμήσει πριν θρηνήσουμε και άλλα θύματα;
Ο καταιγιστικός ρυθμός δομείται ισοσκελώς με τον χρόνο που χρειάζεται για να χτιστεί η ένταση και να ξεδιπλωθεί η προσωπικότητα του συμπαθέστατου Pat αλλά και το μοντάζ εξαιρετικό με πολύ απλό σενάριο αλλά έξυπνους διαλόγους χωρίς φληναφήματα, καθόλου ανοικονόμητο χρονικά και σεκάνς κυνηγητών καλοκουρδισμένες. Μοναδικό ψεγάδι το ξέπνοο τελευταίο 15λεπτο το οποίο πέρα από προβλέψιμο και βιαστικό, είναι αρκετά πρόχειρο και απογοητευτικά αποκλιμακούμενο με αδιάφορο κακό-serial killer, καθιστώντας το όχι ισοσθενές σε σχέση με την συνεκτικότητα της υπόλοιπης ταινίας.
Δείτε το trailer της ταινίας «Roadgames» εδώ: